Ας θυμηθούμε: Ο δράκος του Σέιχ Σου

Όλα ξεκίνησαν το Μάρτιο του 1957. Ένας άνδρας, δεν είχε ακόμη πάρει διαστάσεις το θέμα “δράκος” αποπειράθηκε να βιάσει καθηγήτρια του Αμερικάνικου Κολεγίου, όμως περαστικοί που αντιλήφθηκαν το γεγονός επενέβησαν και ο άγνωστος άνδρας τράπηκε σε φυγή.

Το Φεβρουάριο του 1958, στην περιοχή του δάσους του Σέιχ Σου, μια νεαρή γυναίκα δέχεται επίθεση με πέτρα από άγνωστο. Διερχόμενο αυτοκίνητο έτρεψε και πάλι σε φυγή τον δράστη.

Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, σύζυγος στρατιωτικού με τον σοφέρ εραστή της δέχονται επίθεση με πέτρες, ενώ ένα μήνα αργότερα στην ίδια περιοχή δέχεται επίθεση κι άλλο ζευγάρι.

Ο έρωτας ήταν διέξοδος, όπως και το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Μετά από αγώνα του Άρη στο Χαριλάου, είχαν δώσει σημείο συνάντησης στο δασάκι πίσω από το δημοτικό σχολείο στον Άγιο Παύλο. Το δάσος του Σέιχ Σου στις παρυφές του Χορτιάτη, θεωρείτο κατάλληλος τόπος συνάντησης για ζευγαράκια, νόμιμα και παράνομα. Η κατάληξη ήταν τραγική στις 19 Φεβρουαρίου 1959, όταν άνδρας επιτίθεται με πέτρα σε ένα ζευγάρι στο δάσος μόλις βράδιασε, βίασαν την κοπέλα και τους παράτησαν αιμόφυρτους.
Δεν είχαν πεθάνει επειδή το κρύο τη νύχτα σταμάτησε την αιμορραγία κι έτσι τους βρήκε ένα πιτσιρίκος την επόμενη, όταν πήγε να μαζέψει τη μπάλα του. Ο άνδρας σε αφασία, η γυναίκα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

Το σοκ για την κλειστή κοινωνία της Θεσσαλονίκης πολύ ισχυρό, κρούσματα στο Σέιχ Σου υπήρχαν πάντα, κυρίως με ηδονοβλεψίες ή «ανώμαλους» όπως έλεγαν τότε. Ποτέ τόσο αποτρόπαιο έγκλημα όπως εκείνο της 19ης Φεβρουαρίου, στον κέδρινο λόφο όπως λεγόταν το Σέιχ Σου πριν τη βρύση στον τουρμπέ του Σεΐχη (σέιχ σου σημαίνει το νερό του σεΐχη) στα Χίλια Δέντρα.

Η σκιά του δράκου που δολοφονεί ερωτικά ζευγάρια, πανικόβαλλε για αρκετά χρόνια τη Θεσσαλονίκη. Το δάσος του Σέιχ Σου όπου κατέφευγαν άστεγα ζευγάρια ερήμωσε, τα κορίτσια δεν κυκλοφορούσαν μόνα τους τη νύχτα, οι άνθρωποι δε ένιωθαν ασφαλείς ούτε στο σπίτι τους.

Στις 6 Μαρτίου 1959, στη Μίκρα ανακαλύπτονται νεκροί ο ίλαρχος Κώστας Ραΐσης, 33 ετών, και η 23χρονη ερωμένη του Ευδοξία Παληογιάννη, εργάτρια σε ζαχαροπλαστείο. Είχαν χτυπηθεί με μυτερή πέτρα στο κεφάλι, ενώ το κορίτσι είχε βιαστεί με πρωτοφανές μένος. Κάποια πορίσματα αναφέρουν, την ύπαρξη 2 δραστών.

Στις 3 Απριλίου του 1959 άγνωστος άνδρας, ηλικίας περίπου 24 με 26 χρονών (σύμφωνα με περιγραφή), μπήκε στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου σε ένα μικρό σπίτι σκοτώνει την νοσηλεύτρια Μελπομένη Πατρικίου. Φεύγοντας έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη συγκάτοικό της, Φανή Τσαμπάζη, την οποία προσπαθεί να βιάσει. Η αστυνομία επικηρύσσει τον Δράκο του Σέιχ Σου με το ποσόν των 100.000 δραχμών.

Για πέντε χρόνια, από τον Απρίλιο του 1959 ως τον Δεκέμβριο του 1963, δεν σημειώθηκε επίθεση, αλλά ο τρόμος εξακολουθούσε να σκεπάζει την πόλη. Η Θεσσαλονίκη ζει στην ένταση της δολοφονίας Λαμπράκη η οποία καταδείκνυε τη συνεργασία κάποιων αξιωματικών της αστυνομίας με το παρακράτος της Θεσσαλονίκης. Ο ασύλληπτος δολοφόνος του Σέιχ Σου, ο Δράκος, στοιχειώνει άλλη μια φορά την αστυνομία που φαίνεται στα μάτια της κοινής γνώμης, πλέον και ανεπαρκής. Για να αλλάξει το κλίμα έπρεπε να συλληφθεί οπωσδήποτε ο “δράκος”.

Ο δράκος κατά τις περιγραφές ήταν θηριώδης, ψηλός, μελαχρινός, με βλέμμα που σε πάγωνε, όπως κατέθεσε μία μάρτυρας. Οι ανακρίσεις και οι έρευνες δύσκολες, παρόλο που η Εισαγγελία είχε θέσει το Δράκο πρώτη προτεραιότητα. Καταγγελίες αμέτρητες, με την αστυνομία να δέχεται κλήσεις ολημερίς. Όταν στη Γενική Ασφάλεια κατέφθασε μια καταγγελία πως ο δράκος εμφανίστηκε στο Βαρδάρη, κοντά στον παλιό σταθμό και ότι κυκλοφορεί φορώντας το μάλλινο πουλόβερ της περιγραφής της μάρτυρος, η αστυνομία κινητοποιήθηκε και συνέλαβε ένα ψηλό και εύσωμο άντρα.

Ήταν ο τερματοφύλακας του Ηρακλή, Γιώργος Χιώτης, τότε αερονόμος που μόλις είχε επιστρέψει από περιοδεία με τον Ηρακλή σε διάφορες πόλεις της βορείου Ελλάδος. Ο Χιώτης όντως ταίριαζε στις περιγραφές, ήταν μελαχρινός, σκουρόχρωμος, θηριώδης και εύσωμος και πήγε να πεθάνει από τη στενοχώρια και τη ντροπή μέχρι να αποδειχθεί ότι επρόκειτο για παρεξήγηση.

Είναι η στιγμή που η μοίρα επιλέγει τον Παγκρατίδη για να παίξει το μοιραίο παιχνίδι της: Στις 3:00 τα χαράματα της 7ης Δεκεμβρίου 1963, ο 23χρονος Αριστείδης Παγκρατίδης μπήκε – υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών – στο ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος» με σκοπό να συνευρεθεί με κάποιο κορίτσι. Κρατούσε στο χέρι και μία πέτρα. Ο Παγκρατίδης, δεν ολοκλήρωσε ποτέ την πράξη του, όμως οι αρχές τον συνέλαβαν για απόπειρα βιασμού και στο πρόσωπό του βρήκαν τον ένοχο που χρόνια αναζητούσαν.

Ένα ορφανό φτωχόπαιδο από χωριό του Λαγκαδά, περιθωριακό άτομο με θητεία σε αναμορφωτήριο για κλοπές, που έκανε δουλειές του ποδαριού και σε λούνα παρκ, θεωρούμενο από τις αστυνομικές αρχές επικίνδυνο και διεστραμμένο άτομο, αφού προσέφερε ερωτική συντροφιά σε άνδρες με χρήματα, ήταν το κατάλληλο εξιλαστήριο θύμα.

Τον Οκτώβριο του 1964 και ενώ ακόμη η ανάκριση για τις δολοφονίες στο δάσος του Σέιχ Σου δεν έχει ολοκληρωθεί, ο Παγκρατίδης δικάζεται για την απόπειρα βιασμού της 12χρονης στο ορφανοτροφείο και καταδικάζεται σε κάθειρξη 9 ετών, 5ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα.

Επί πέντε μερόνυχτα, ο Παγκρατίδης ανακρίνεται βασανιστικά και τελικά ομολογεί όλα τα εγκλήματα που του προσάπτουν. Ο Παγκρατίδης δεν ήταν ούτε ψηλός, ούτε εύσωμος, ούτε μελαμψός. Μολαταύτα, ομολόγησε. Λίγες ημέρες μετά και όταν πλέον θα βρει συνηγόρους, ανακαλεί την ομολογία του, αλλά είναι πια αργά. Η δίκη για τις δολοφονικές δραστηριότητες Σέιχ Σου, άρχισε τον Φεβρουάριο του 1966.

Το δικαστήριο έκρινε τον Παγκρατίδη ένοχο για όλα τα εγκλήματα, τα οποία τελέστηκαν «με τρόπο ιδιαίτερα ειδεχθή από δράστη επικίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια», και παρά την πρόταση του Εισαγγελέα για ποινή ισοβίων, επέβαλε θανατική ποινή για κάθε μία από τις ληστείες, και την ποινή των ισοβίων δεσμών για την απόπειρα ληστείας. Αν και ο Εισαγγελέας, είχε αποφανθεί ότι το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης ήταν αναρμόδιο να κρίνει την υπόθεση και πρότεινε στους δικαστές την παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, όχι μόνο δεν εισακούστηκε, αλλά και η δε έφεση που κατέθεσαν οι δικηγόροι του Παγκρατίδη απορρίφθηκε.

Ο Παγκρατίδης κρατήθηκε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ επί 2 χρόνια, μέχρι την εκτέλεσή του, στις 16 Φεβρουαρίου του 1968.

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1968, στις 07:05 και χωρίς να γίνει καμία ενημέρωση, ο Αριστείδης Παγκρατίδης, πέφτει νεκρός και πλάι του ψυχορραγεί η Δικαιοσύνη. Δεν είχε ειδοποιηθεί κανένας από την οικογένεια του, που έμαθαν το νέο από δημοσιογράφους.

Η τελευταία του κραυγή: «Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…».

Διαβάστε επίσης:

Ας θυμηθούμε: Πότε έγινε η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτη στην Ελλάδα

Ας θυμηθούμε: Η τουρκική ενέδρα το Δεκέμβριο του 1986 στον Έβρο -Του Παν. Αναστόπουλου