Μαθητικές παρελάσεις: Ξεπερασμένος αναχρονισμός ή όχι; – Της Δάφνης Λιάτου

Έχοντας, φαίνεται, επιλύσει όλα τα υπόλοιπα προβλήματά μας (οικονομικά, κοινωνικά, εθνικά), δύο φορές τον χρόνο –κατά τον εορτασμό των επετείων της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου– η ελληνική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με το φλέγον ερώτημα που προβάλλεται εντόνως μέσω των ΜΜΕ: να καταργηθούν ή όχι οι μαθητικές παρελάσεις;

Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα αυτών που υποστηρίζουν με θέρμη την κατάργηση των παρελάσεων: Αρχικά, διατυπώνεται η άποψη –συχνά ακόμη και από εκπαιδευτικούς– πως οι μαθητικές παρελάσεις αποτελούν, πλέον, μια διαδικασία που κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί άνευ περιεχομένου, καθώς γίνεται τυπικά, χωρίς οι συμμετέχοντες να γνωρίζουν, τις περισσότερες φορές, τον λόγο για τον οποίο λαμβάνουν μέρος σε αυτές και τι ακριβώς τιμούν. Επίσης, ένα δεύτερο επιχείρημα είναι πως πουθενά στην Ευρώπη δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και, επομένως, ως καλοί, «τίμιοι» και ευσυνείδητοι ευρωπαίοι οφείλουμε να πράξουμε κάτι αντίστοιχο.

Ως προς το πρώτο επιχείρημα, σαφώς και θα συμφωνήσω πως πράγματι έχουμε περιέλθει σε μια κατάσταση κατά την οποία η όλη διαδικασία έχει πλέον ατονήσει έχοντας καταντήσει τυπική, και πως κάτι τέτοιο σίγουρα δεν έχει να προσφέρει κανένα απολύτως όφελος στους συμμετέχοντες. Το να λαμβάνεις μέρος σε μια παρέλαση, η οποία αποδίδει τιμή σε ένα ιστορικό γεγονός, σίγουρα δεν έχει καμιά αξία, όταν αγνοείς το ίδιο το γεγονός και την ιστορική σημασία αυτού και των αποτελεσμάτων του. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα υποκύπτουμε συχνά στη λογική του «πονάει χέρι, κόψει χέρι». Η άγνοια των μαθητών –και γι’ αυτό βέβαια δεν ευθύνονται οι ίδιοι αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα– θα ήταν προτιμότερο να οδηγήσει όχι στην κατάργηση των παρελάσεων αλλά στην ενίσχυση της διδασκαλίας που προσφέρει ιστορικές γνώσεις και κάνει τον μαθητή αξιόπιστο αποδέκτη και αναλυτή όλων των ιστορικών πληροφοριών που χρειάζονται. Με άλλα λόγια, θα ήταν καλύτερο αντί να γίνεται λόγος για τυπικές διαδικασίες, οι εκπαιδευτικοί να προσπαθήσουν να αναδείξουν τη σημασία και το πραγματικό νόημά τους, ενημερώνοντας τους μαθητές για τα ακριβή γεγονότα, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον τους και καθιστώντας τους κοινωνούς ιστορικών γνώσεων που σίγουρα θα τους κάνουν, αν τις κατέχουν σε βάθος, να νιώθουν υπερήφανοι.

Ως προς το δεύτερο επιχείρημα, όσοι μιλούν για αναχρονιστικούς θεσμούς και για συγκρίσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη, ξεχνούν πως στα σημεία του ορίζοντα εκτός από τον Βορρά, τον Νότο και τη Δύση, υπάρχει και ένα τέταρτο σημείο που καλείται «Ανατολή» κι εκεί έχω την εντύπωση πως μάλλον δεν ακολουθούν την ίδια τακτική διαπαιδαγώγησης της μαθητιώσας νεολαίας τους συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Καλώς ή κακώς συνορεύουμε, δηλαδή, με κάποιον ή κάποιους γείτονες που μόνο ευνοϊκά, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα, δεν διάκεινται προς το δικό μας έθνος. Οι παρελάσεις, λοιπόν, και όλες οι άλλες παρόμοιες διαδικασίες, όσο κι αν δεν το θέλουμε, αποτελούν, όταν βέβαια τελούνται υπό την προϋπόθεση που προανέφερα, μέσο τόνωσης του εθνικού φρονήματος. Όχι ίσως το κύριο, αλλά τουλάχιστον είναι μία σημαντική παράμετρος. Μπορεί κάτι τέτοιο να ηχεί στα αυτιά κάποιων παράταιρο και ξεπερασμένο, όμως είναι αλήθεια.

Η συζήτηση, λοιπόν, κατά την προσωπική μου άποψη, δεν πρέπει να επικεντρώνεται στο αν θα πρέπει να καταργήσουμε τις παρελάσεις, αλλά στο πώς θα αποδώσουμε στις ίδιες ένα ουσιαστικό περιεχόμενο που θα μπορεί να συνδράμει, κοντά στα άλλα, στην ανάδειξη σημαντικών ιστορικών γεγονότων για τα οποία η ελληνική νεολαία, αν τα γνωρίσει πραγματικά, θα νιώσει υπερήφανη γι’ αυτά. Ειδικά στη σύγχρονη εποχή της «παγκοσμιοποίησης», κατά την οποία όλο και συχνότερα ως κράτος υποκύπτουμε στα κελεύσματα εξωγενών κέντρων περί ιστορικού ευνουχισμού, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στο τι λέμε και τι πράττουμε. Σε τελική ανάλυση, χωρίς αυτό να αποτελεί κήρυγμα εθνικισμού, είμαστε Έλληνες και έχουμε μια ιστορική πορεία χιλιάδων ετών, στην οποία κάποια γεγονότα αποτέλεσαν «σταθμό». Είναι άλλο πράγμα, όμως, να μιλάμε για τον τρόπο με τον οποίο θα τα ανακαλούμε στη μνήμη μας, θα τα γνωρίζουμε και θα νιώθουμε υπερήφανοι γι’ αυτά, κι άλλο να υποστηρίζουμε, χρησιμοποιώντας ως προφάσεις θολές θεωρίες περί «εκσυγχρονισμού», το πέρασμα στη λήθη και στην οριστική παραγραφή του ιστορικού μας παρελθόντος.
Διότι «εκσυγχρονισμός» δεν είναι η κατάργηση αλλά η εύρεση ενός τρόπου που θα καταστήσει και πάλι την ιστορία ενδιαφέρουσα, ουσιαστική και, πάνω από όλα, διδακτική.