ΑΝΗΚΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ; – Της Δάφνης Λιάτου

Το 1981 αποτέλεσε ένα έτος-σταθμό στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Εκείνη τη χρονιά, η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ενότητα (ΕΟΚ). Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντικό, συνοδευόμενο από πολλά και διθυραμβικά σχόλια, καθώς δημιουργήθηκε η προσμονή πως η ένταξη της χώρας μας στην ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ενοποίηση θα οδηγούσε και σε μια αντίστοιχη πολιτισμική αναβάθμιση των Ελλήνων. Δυστυχώς, 43 χρόνια μετά, το όραμα αυτό δείχνει να μην έχει στον επιδιωκόμενο βαθμό, γεγονός που σίγουρα θα απογοήτευε, αν ζούσε, τον «εθνάρχη» Κ. Καραμανλή, ο οποίος το 1976 είχε αποφανθεί μετά βεβαιότητας πως «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Κανείς, βέβαια, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το γεγονός ότι σε οικονομικό επίπεδο η Ελλάδα δέχτηκε από την τότε ΕΟΚ (που μαζί με το ΝΑΤΟ αποτελούσαν το ίδιο συνδικάτο, για να θυμηθούμε και ένα χαρακτηριστικό σύνθημα της εποχής) πακτωλό δισεκατομμυρίων τα οποία, όμως, αντί να κατευθυνθούν στην ανάπτυξη και στην προετοιμασία της χώρας για τις δύσκολες ημέρες που κάποτε θα ακολουθούσαν, μετατράπηκαν σε πολυτελή σπίτια, σε ακριβά αυτοκίνητα, σε οτιδήποτε πρόδιδε έναν άμετρο νεοπλουτισμό. Οι Έλληνες, γοητευμένοι από το όραμα μιας ευζωίας που επιτυγχανόταν μέσω χρημάτων τα οποία κατέληγαν στην τσέπη τους πολλές φορές δίχως κόπο, απέκτησαν έναν και μοναδικό σκοπό: την επίδειξη και την επιβεβαίωση μέσα από τον –κενό περιεχομένου– πλουτισμό τους.
Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Τότε, πλέον, η είσοδος της Ελλάδας και στη νομισματική ένωση με την πολιτική των χαμηλότοκων δανείων η οποία ακολούθησε, οδήγησε το προαναφερθέν φαινόμενο στο αποκορύφωμά του. Ο νεοπλουτισμός ξεπέρασε κάθε όριο παραμερίζοντας πλήρως όλες τις άλλες πνευματικές αξίες, οι οποίες βέβαια από καιρό είχαν γνωρίσει μια τραγική υποχώρηση, οδηγώντας σε ένα «life style» που απείχε έτη φωτός από τις πραγματικές δυνατότητες των νεοελλήνων.
Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτή η οικονομική ευμάρεια οδήγησε και σε μια σταδιακή άνοδο του πολιτισμικού μας επιπέδου. Δυστυχώς, όμως, σε αυτόν τον τομέα η πραγματικότητα είναι τουλάχιστον απογοητευτική. Αρκεί μια ματιά και μόνο στη σύγχρονη καθημερινότητα για να διαπιστωθεί η τραγική απόσταση που εξακολουθεί να μας χωρίζει από τους υπόλοιπους ευρωπαίους. Τα παραδείγματα στα οποία μπορεί να ανατρέξει κάποιος είναι αρκετά:
Στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας τα σκουπίδια, αντί να καταλαμβάνουν το εσωτερικό των κάδων, τους περιβάλλουν με αυταρέσκεια. Ο Έλληνας, ο οποίος καμαρώνει για το ακριβό σαλόνι του και την 42 ιντσών τηλεόρασή του –και λίγες έγραψα!–, αδιαφορεί για την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων που μπορεί να βρίσκονται μόνο μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από το σπίτι του. Αδυνατώντας να υποταχθεί –είπαμε, εμείς είμαστε Ελληνάρες!– στον νόμο, ανακαλύπτει γοητεία στο να πετά το κουτί του αναψυκτικού καθώς και το αποτσίγαρο έξω από το αυτοκίνητό του, κάνοντας τους περισσότερους ελληνικούς δρόμους να μοιάζουν με σκουπιδότοπους. Ενδιαφέρεται –υποτίθεται– για την ανακύκλωση, αλλά αντί να διπλώνει τις χάρτινες κούτες για να μειώσει τον όγκο τους, θεωρεί καλύτερο το να τις εγκαταλείπει έξω από τους κάδους. Γιατί, άλλωστε; Αυτός το καθήκον του το έκανε…
Αφήνοντας τα σκουπίδια, περνάμε στην κυκλοφοριακή μας αγωγή. Εκεί τα πράγματα γίνονται έως και επικίνδυνα. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας το να διασχίσεις μια διάβαση ισοδυναμεί με αυτοκτονία και αν τολμήσεις ο δυστυχής να διαμαρτυρηθείς την ώρα που θα βρίσκεσαι κάτω από τις ρόδες του επελθόντος αυτοκινήτου, είναι σίγουρο πως θα δεχθείς έναν καταιγισμό κοσμητικών επιθέτων από τον οδηγό του αυτοκινήτου, ο οποίος μπορεί να οδηγεί 5άρα BMW ή 200άρα Mercedes, αλλά αγνοεί ότι το να πατήσεις κάποιον πάνω σε διάβαση δεν συνεπάγεται κερδισμένους πόντους, αλλά αποτελεί βαρύτατο ποινικό αδίκημα, τουλάχιστον στον πολιτισμένο κόσμο. Αντίστοιχη συμπεριφορά παρατηρείται και στο παρκάρισμα, στην παραβίαση του STOP, στην παραχώρηση προτεραιότητας σε ευπαθείς ομάδες κοκ.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω και μία ακόμη συνήθεια των νεοελλήνων, ορισμένοι εκ των οποίων ανακαλύπτουν τις καλλιτεχνικές τους ικανότητες όταν βρεθούν δίπλα σε τοίχο δημοσίων κτιρίων. Εκεί, ο τυχερός περιπατητής μπορεί να θαυμάσει αποκαλύψεις αισθηματικού περιεχομένου («Σούλα, θα σ’ αγαπώ για πάντα»), στρατιωτικού («Νίκος – Μαυροδέντρι – 300 Σειρά») ή ακόμη και ποδοσφαιρικού («ΠΑΟΚάρα ομαδάρα»). Η συνθηματολογία αυτή, βέβαια, διανθίζεται ενίοτε και από κάποιες όχι και τόσο ευπρεπείς λέξεις, αλλά μην περιμένετε να σας αναφέρω τέτοιες εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο της «εικαστικής παρέμβασης» δεν περιορίζεται μόνο σε τοίχους, αλλά επεκτείνεται και σε προτομές ή αγάλματα ηρώων και εθνικών ευεργετών, ή ακόμη και στο εσωτερικό κτιρίων, όταν ευγενείς νέοι τα καταλαμβάνουν για να διατρανώσουν την αντίθεσή τους στο κατεστημένο, στο σύστημα, στον καπιταλισμό –λένε αυτοί, στον πολιτισμό και στην ευπρέπεια – υποστηρίζουμε εμείς.
Ουσιαστικά, μέσα από όλα αυτά τα λιγοστά παραδείγματα αποδεικνύεται πόσο τραγικά απαίδευτος παραμένουμε ως λαός. Όλα τα προηγούμενα χρόνια ο πλούτος πέρασε, αλλά μας άγγιξε μονάχα εξωτερικά. Εσωτερικά, σε αυτό που ονομάζεται κοινωνική μόρφωση, γενικότερη παιδεία ή καλλιέργεια, όχι μόνο δεν υπέστημεν κάποια θετική αλλαγή με την είσοδό μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά εξακολουθήσαμε να επιμένουμε σε συμπεριφορές που θυμίζουν τριτοκοσμική χώρα. Το αποτέλεσμα είναι ο θαυμασμός της ευταξίας ο οποίος εκδηλώνεται εκ μέρους μας όταν επισκεπτόμαστε μια χώρα της Ευρώπης, να αποτελεί κενό γράμμα, από τη στιγμή που δεν μας ενεργοποιεί ώστε να πράξουμε κι εμείς στην πατρίδα μας κάτι αντίστοιχο.
Συμπερασματικά, μπορεί γεωγραφικά να ανήκουμε στην Ευρώπη, αλλά πολιτισμικά και κοινωνικά ευρωπαίοι δεν είμαστε. Κι είναι καλό να το συνειδητοποιήσουμε αυτό όσο γίνεται συντομότερα, τουλάχιστον για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας…