Επάγγελμα …. Αναπληρωτής. Αξίζει; – Της Ανθούσας Κορτσίνογλου

Και τι δεν έχουμε δει, και τι δεν έχουμε ακούσει για τους περιβόητους πίνακες των αναπληρωτών, οι οποίοι “μονοπωλούν” το ενδιαφέρον χιλιάδων υποψηφίων Εκπαιδευτικών, αλλά κυρίως “παίζουν” με τα νεύρα όλων.
«Είσαι στους Πίνακες;», αυτή είναι η βασική ερώτηση. Αξίζει όμως; Αυτή είναι η δική μου ερώτηση. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να εισέλθουμε στην ψυχολογία εκείνων των ανθρώπων, των “αναλώσιμων” του Εκπαιδευτικού συστήματος, και ίσως να είμαστε εμείς, ο κολλητός μας, η σύζυγος ή ακόμη ο πατέρας μας.
Αναπληρωτής θα πει να κρατάς στα χέρια σου ένα πτυχίο, δυο, και γιατί όχι περισσότερα, αφού είσαι διαρκώς σε θέση μάχης, για τα μόρια του Μεταπτυχιακού, του Διδακτορικού, της πρώτης και δεύτερης επιπέδου ξένης γλώσσας. Ξεκίνησες να φοιτάς στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο με όνειρα και φιλοδοξίες, παράλληλα έψαχνες ανώφελα για μεροκάματο δεξιά και αριστερά, σε κανέναν γνωστό, ώστε να ελαφρύνεις τα έξοδα της οικογένειας. Και τραγικά το πίστεψες και είπες· “Θα πάρω το πτυχίο και θα δουλέψω… θα κάνω οικογένεια… θα γίνω χρήσιμος στην έρημη τούτη κοινωνία”. Διότι διακρίνεσαι από φιλοτιμία. Κάθεσαι στα Πανεπιστημιακά έδρανα χρόνια τώρα, ακούραστος εργάτης της έρευνας και της μάθησης, δανείζεσαι ειδάλλως πώς να τα βγάλεις πέρα, οι γονείς σου στέκονται πάντα δίπλα σου στα “ναι” και στα “όχι” σου, σαν αναμμένες λαμπάδες, όσο αντέχουν βέβαια τα οικονομικά τους και οι δυνάμεις τους.
Περιμένεις στωικά το sms, θα σταλεί – δε θα σταλεί, λες. Μέχρι στιγμής, λαμβάνεις sms από τους πιο απίθανους, δέχεσαι ειδοποιήσεις χειμώνα-καλοκαίρι στο email σου, διαβάζεις, ενημερώνεσαι, και οι λογαριασμοί “τρέχουν”, η ζωή εκεί έξω “τρέχει” και την προσαρμόζεις σ’ ό,τι σου ξημερώσει. Στην τελική, ελπίζεις σ’ ένα θαύμα, στο θαύμα του διορισμού. Περιχαρής αντιλαμβάνεσαι πως «είσαι στους Πίνακες». Άρον άρον, μαζεύεις τα πράγματά σου, κοινώς “ξεσπιτώνεσαι”, με προορισμό την άλλη άκρη της Ελλάδας, για πόσους μήνες άραγε – ένας Θεός ξέρει-αφήνοντας πίσω σου, ενδεχομένως, την οικογένεια που μόλις δημιούργησες, αν μπόρεσες να δημιουργήσεις. Συνεπώς, τα νοίκια, τα φαγητά, το “πάρε δρόμο”, ο συνάδελφος σε αγριοκοίταξε, οι μαθητές αυθαδιάζουν… δεν αργεί η αναλαμπή…
Αρχικά, θυμάσαι ως απόφοιτος, να κουβαλάς το ντοσιέ με τα απαραίτητα δικαιολογητικά και φτάνοντας στη Διεύθυνση στην οποία ανήκες, να περιμένεις σε μια ουρά-φιδάκι, όλων των ηλικιών. Αναρωτιέσαι μεταξύ σοβαρού και αστείου· «Τι γίνεται εδώ και τι στο καλό κάνω εγώ εδώ;». Μπροστά σου είναι μια κυρία, μέσης ηλικίας, Φιλόλογος και Καθαρίστρια, πίσω σου στέκεται ένα νέο παλικάρι, Μαθηματικός και Ντελιβεράς. Στις καρέκλες του διαδρόμου, περιμένει ένας παππούς, καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος, τον εγγονό του. Βλέπεις και μια νεαρή μητέρα, της οποίας το μωρό σπαράζει στο κλάμα, σκεπασμένο στο καρότσι. Ύστερα, κατεβαίνοντας τις σκάλες, συναντάς έναν ευγενέστατο άνθρωπο με τον πεντάχρονο γιο του ενώ κάπου στο βάθος, σχηματίζονται τα “πηγαδάκια” των υποψηφίων αναπληρωτών και η θλίψη σου μεγαλώνει, τα ερωτηματικά σου γιγαντώνονται, όταν ξεστομίζονται οι εξής κουβέντες· «δεν έχω να ταΐσω τα παιδιά μου γάλα!». Παύση.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το ανήθικο της υπόθεσης, η εμπορευματοποίηση της ελπίδας στην ανάγκη του πλησίον οργιάζει και στήνει χορό. Όμως, η τακτική να χτυπάει κάποιος και κάποιοι το ντέφι, σε αποφάσεις “εν μία νυκτί”, και οι άλλοι να χορεύουν, δε θα περνά μια ζωή. Στο κάτω κάτω, οι “άλλοι” που χορεύουν, των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστημίων, είναι πολύ καλύτεροι των “κάποιων” που χτυπούν το ντέφι.