Ας θυμηθούμε: Ο χορός του Ζαλόγγου

Ο χορός του Ζαλόγγου είναι είναι ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός που έγινε θρύλος. Μία πράξη αυτοθυσίας από μια ομάδα Σουλιωτισσών και Σουλιωτών με τα παιδιά τους, που αποφάσισαν να πεθάνουν ελεύθεροι παρά να πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών.

Μεταξύ Σουλιωτών και Τουρκαλβανών, δόθηκαν σκληρές μάχες. 147 Σουλιώτες με επικεφαλής τον Κίτσιο Μπότσαρη, αλλά μετά την προδοσία του Πήλιου Γούση, έσπασαν τον κλοιό και κατάφεραν να ξεφύγουν. Μια άλλη ομάδα, υπό τον Ν. Κουτσονίκα αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις του Μπεκίρ Τζογαδούρου, ο οποίος ήταν αδελφοποιτός (βλάμης) του Κουτσονίκα. Μερικές γυναίκες, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές 56 και κατ’ άλλες 22, και λίγοι άνδρες, ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, το Στεφάνι.

Στις 18 Δεκεμβρίου του 1803 (παλαιό ημερολόγιο), οι Σουλιώτισσες προτίμησαν, αντί να ατιμαστούν από τον αιώνιο εχθρό τους, να πέσουν από την άκρη του γκρεμού. Αφού πρώτα έριξαν τα μικρά παιδιά τους σχημάτισαν χορό και καθεμία φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού αποχωριζόταν από τις άλλες και έπεφτε στο βάραθρο.

Η περίπτωση του Ζαλόγγου γρήγορα έγινε γνωστή όχι μόνο στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο αλλά και στην Ευρώπη, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση και θαυμασμό.

Η μοναδική συγκεκριμένη μαρτυρία για το Χορό του Ζαλόγγου προέρχεται από τον αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά, αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού. Το αφηγήθηκε στον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι, ο οποίος τη συμπεριέλαβε σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1828 με τις αναμνήσεις του από την Αυλή του Αλή Πασά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία τού θανάτου τόνιζε το ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».

Ο ερευνητής του δημοτικού τραγουδιού, Αλέξης Πολίτης απορρίπτει τον θρύλο για το τραγούδι και τον χορό των γυναικών που έπεσαν στο Ζάλογγο και, εξετάζοντας τις διαθέσιμες ελληνικές και ξένες πηγές για το γεγονός, διαπιστώνει πως το περιστατικό έχει ιστορικό πυρήνα, διανθίστηκε όμως από τους μεταγενέστερους με λεπτομέρειες από φήμες τις οποίες είχαν ακούσει, χωρίς να τις ελέγξουν αυστηρά. Κατά τον Αλέξη Πολίτη επίσης, το δημοτικό τραγούδι «Έχε γειά καημένε κόσμε», που αναφέρεται στο περιστατικό, δεν είναι βέβαιης γνησιότητας και η πρωιμότερη καταγραφή του είναι από το 1908.

Και το περιστατικό θα παρέμενε ως θρύλος που πιθανώς να είχε συμβεί, ευτυχώς που υπάρχουν καταγραφές των γεγονότων:

Ο Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης ήταν ο πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό. Αν και δεν θεωρείτο φιλλέληνας, η αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο αντικειμενική. Τονίζοντας τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά, ο Μπαρτόλντυ δεν διευκρινίζει αν ο θάνατος των γυναικόπαιδων ήταν αποτέλεσμα αυτοκτονίας ή θηριωδίας:
«Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν».

Ο Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, κατέγραψε το γεγονός, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του Περιήγηση στη Βόρεια Ελλάδα. Στην αναφορά του γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, με πρωταγωνιστές 6 άνδρες και 22 γυναίκες, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί βασιλείας του Όθωνα.:
«Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα ».

Ο Χριστόφορος Περραιβός γράφει:
«Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτη την κινδυνώδη περίστασιν εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις ένα πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν κ’ απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν δια ν’ αποθάνουν πάρεξ να παραδοθούν δια σκλάβαις εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας χείρας τα άκακα και τρυφερά αυτών βρέφη, τα έρριπταν κάτω από τον κρημνόν. Έπειτα, αι μητέρες πιάνονταν μία με την άλλην τα χέρια τους, άρχισαν και εχόρευαν. Χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μία κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν».

Ο Π. Αραβαντινός στην «Ιστορία του Αλή Πασά» γράφει:
«Εισβαλόντων δε των Αλβανών εις την μονήν του Ζαλόγγου αι μεν εν αυτή γυναίκες και τα παιδία ηχμαλωτίσθησαν αι δε επί των βράχων καταφυγούσαι, βλέπουσαι τον απειλούντα αυτάς κίνδυνον εκ της προσεγγίσεως του εχθρού, προείλοντο της ατιμίας και της δουλείας τον θάνατον και συγκρατούμεναι εκ των χειρών εν χορώ έπεσον η μία μετά την άλλην εις το χαίνον υπό τους πόδας αυτών βάραθρον αφού κατεκρήμνισαν πρώτον εν αυτώ τα ίδια τέκνα, όσα έφερον εν ταις αγκάλαις».

Ο Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», γράφει:
«Εικοσιπέντε άνδρες σκοτωθήκανε αμυνόμενοι και 6 άνδρες και 22 γυναίκες πηδήσανε σ’ ένα γκρεμνό πίσω από το χωριό για να μην πέσουν στα χέρια των απανθρώπων διωκτών τους. Οι Αλβανοί στρατιώτες γυρίζοντας στα Γιάννενα, διηγηθήκανε ότι είδαν αρκετές νεαρές γυναίκες να ρίχνουνε τα παιδιά τους από το βράχο και να πηδάνε κατόπιν. Από κάτω βρεθήκανε και πτώματα τεσσάρων παιδιών».

Τέλος ο Κλόντ Φοριέλ γράφει για τις γυναίκες του Ζαλόγγου ότι «ήσαν, ως επί το πλείστον, μητέρες και μάλιστα νέες με νήπια στην αγκαλιά τους ή με μικρά παιδιά που κρατούσαν από τα χέρια».
Κάθε μια φιλούσε το δικό της για στερνή φορά, το έριχνε ή το έσπρωχνε στον γκρεμό, γυρίζοντας αλλού το βλέμμα της». Και έπειτα «…αρχίζουν έναν κυκλικόν χορόν, όσον πλησιέστερον εις το άκρον του κρημνού δύνανται, η πρώτη αυτών, η οποία με τον πρώτον γύρον φθάνει πλησίον εις το άκρον, ορμά προς τα εμπρός και κυλιέται από βράχον εις βράχον μέχρι του πυθμένος του φοβερού βαράθρου».

ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ

Έχε γεια καημένε κόσμε έχε γεια γλυκιά ζωή
και συ δύστυχη πατρίδα έχε γειά παντοτινή

Έχετε γεια βρυσούλες λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτε ανθός στην αμμουδιά
Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε δίχως την ελευθεριά

Έχετε γεια βρυσούλες λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Έχετε γεια βρυσούλες λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Κάποιοι μιλούν για 22 γυναίκες κάποιοι για 56 και κάποιοι πάλι για περίπου 100.
Όπως και να έχει όμως η πράξη αυτή έμεινε στην ιστορία σαν πράξη αυτοθυσίας και ηρωισμού και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης του γεγονότος, την αγάπη για την πατρίδα και το ήθος αυτών των γυναικών.

Διαβάστε επίσης:

Ας θυμηθούμε: Η τουρκική ενέδρα το Δεκέμβριο του 1986 στον Έβρο -Του Παν. Αναστόπουλου

Ας θυμηθούμε: Η Καλλιόπη σαν συνώνυμο με τις τουαλέτες -Του Παν. Αναστόπουλου