Ας θυμηθούμε: Η παραλία Ναυάγιο στη Ζάκυνθο

Η παραλία με το ναυάγιο στη Ζάκυνθο, αποτελεί μία από τις πιο φωτογραφημένες παραλίες της Ελλάδας. Προσβάσιμη μόνο από τη θάλασσα, δίνει αμέσως την έννοια του μεγέθους και της τελειότητας, αν και δεν μπορείς να την χαρακτηρίσεις σαν την ωραιότερη παραλία της Ζακύνθου.

Είναι όμως το πιο διάσημο τουριστικό αξιοθέατο της Ζακύνθου με χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Όλα οφείλονται στο ναυάγιο του λαθρεμπορικού πλοίου «Παναγιώτης», ένα ναυτικό ατύχημα το 1980, στον όρμο Σπιριλί.

Το υπό ελληνική σημαία motorship «Παναγιώτης» ναυπήγησης του 1937 στην Σκοτία ως “Saint Bedan”, ήρθε το 1964 σε ελληνικά χέρια ως “Μερόπη” μετά έγινε “Χάρις” και το 1975 “Παναγιώτης”. Ήταν τύπου motor vessel, συνολικού μήκους 48 μέτρων, πλάτους 8 μέτρων και βάρους 450 τόνων.

Το βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980, το πλοίο ξεκίνησε για Τυνησία, όμως ο πλοιοκτήτης είχε έρθει σε συμφωνία με την ιταλική μαφία, να μεταφέρει λαθραία τσιγάρα. Ο «Παναγιώτης» κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του περνάει από έλεγχο της ιταλικής ακτοφυλακής, ανοιχτά της Νάπολης, δεν φαίνεται όμως να υπάρχει κανένα παράπτωμα. Λίγο αργότερα ανεβαίνουν με βάρκα δύο Ιταλοί, που θα έπαιζαν τον ρόλο των μεσαζόντων και των ελεγκτών, ώστε να σιγουρευτούν ότι το φορτίο από την Αφρική θα έφτανε στην Ιταλία. Την 25η Σεπτεμβρίου 1980 συνάντησαν μεσοπέλαγα το πλοίο SanGeorgio σημαίας Ισπανίας και φόρτωσαν 1.895 κούτες τσιγάρα ξένης προέλευσης. Στο “Παναγιώτης” με πλοίαρχο το Κυριάκο Βαρβατάκο, βρίσκονταν επτά Έλληνες και οι δύο Ιταλοί, μέλη της Μαφίας, οι οποίοι συνόδευαν το λαθραίο φορτίο και θα ξεφόρτωναν σε σκάφη της ιταλικής μαφίας ανοιχτά της Νάπολης.

Πλοίαρχος και πλοιοκτήτης αποφάσισαν να γυρίσουν το πλοίο με τα λαθραία τσιγάρα στην Ελλάδα και να πουλήσουν εκείνοι το εμπόρευμα προφασιζόμενοι ότι οι μαφιόζοι δεν έχουν πληρώσει τον ναύλο. Η αξία των λαθραίων τσιγάρων ήταν περίπου στις 200.000 δολάρια, ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή. Έτσι το πλοίο «Παναγιώτης» έβαλε πλώρη για την Ελλάδα και οι δυο Ιταλοί με απειλή όπλων φυλακίστηκαν σε μια καμπίνα.

Έφτασαν στον κόλπο του Κατελειού Κεφαλονιάς την 1η Οκτωβρίου του 1980 με μηχανική βλάβη, την και οποία και αποκατέστησαν προσωρινά. Το σχέδιο ήταν να παραδοθεί το φορτίο σε άλλο καράβι, εντός των υδάτων του Ιονίου. Από τον ασύρματο του «Παναγιώτης» εκπέμπεται διαρκώς το συνθηματικό, το οποίο, κατόπιν των συνεννοήσεων μεταξύ των λαθρέμπορων, θα γινόταν αντιληπτό από το άλλο καράβι που θα παραλάμβανε το φορτίο. Πράγματι, το άλλο, άγνωστο καράβι πιάνει το σήμα και απαντάει με τις συντεταγμένες όπου θα γινόταν η συνάντηση. Έχοντας λιγοστά καύσιμα και με μια μηχανή που αγκομαχούσε, ο κυβερνήτης ζήτησε από τον πλοιοκτήτη να του στείλει καύσιμα.

Με σχεδόν χαλασμένη τη μηχανή, και χωρίς καύσιμα, έφτασαν την νύχτα στο νησάκι Βαρβιανή της Κεφαλονιάς και αγκυροβόλησαν. Πήραν προμήθειες που τους έφεραν με καΐκια και πλήρωσαν με τσιγάρα από το φορτίο. Ο πλοιοκτήτης εθισμένος στο τζόγο, σύμφωνα με τον κυβερνήτη, δεν έστειλε ποτέ καύσιμα, μιας και έχασε ένα σημαντικό ποσό στα ζάρια.

Το «Παναγιώτης» βρίσκεται πάλι εν πλω για τον νέο του προορισμό. Και πλέον βρισκόταν ανοιχτά της Ζακύνθου. Υπήρχαν ισχυροί άνεμοι στην περιοχή και ένας δυνατός θόρυβος, σήμανε το τέλος της μηχανής. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο μεταξύ Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και ο καιρός το παρέσυρε στα βράχια.

Η βλάβη της μηχανής δεν ήταν πλέον δυνατόν να αποκατασταθεί και ο πλοίαρχος αποφάσισε να εκπέμψει SOS, διαπιστώνοντας ότι οι μπαταρίες του ασυρμάτου δεν είχαν ισχύ. Έριξε στον αέρα και μια ναυτική φωτοβολίδα, αλλά απ΄ ότι φάνηκε, δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν.

Στις 4.30 τα ξημερώματα στις 2 Οκτωβρίου 1980 το πλοίο «Παναγιώτης» προσάραξε ενώ είχαν προηγηθεί χτυπήματα στα βράχια. Ο μάγειρας του πλοίου, αν και είχε αντίθετες εντολές, απελευθέρωσε εγκαίρως τους δύο κλειδωμένους Ιταλούς, οι οποίοι και διασώθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους. Μέσα στη νύχτα και οι εννέα επιβαίνοντες βρίσκονταν στην άμμο. Με το πρώτο φως της ημέρας ο καπετάνιος έδωσε εντολή να βγάλουν στην ακτή 280 κιβώτια με τα λαθραία τσιγάρα. Το νερό που είχε μπει στο αμπάρι είχε καταστρέψει αρκετά, ενώ κάποια είχαν τραβηχτεί στη θάλασσα. Η πρόσβαση από την παραλία σε δρόμο ήταν αδύνατη. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου κάνοντας κουπί έφτασαν σε έναν ορμίσκο βορειότερα από το σημείο προσάραξης. Από εκεί κατευθύνθηκαν στο χωριό Βολίμες και από εκεί στο Λιμεναρχείο για να ενημερώσουν για το ναυάγιο.

Οι κάτοικοι του χωριού που έμαθαν τα νέα έσπευσαν να αρπάξουν οτι μπορούσαν. Πολλές κούτες λαθραίων τσιγάρων θα καταλήξουν σε σπίτια και αποθήκες ντόπιων, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος θα βρει το Λιμενικό. Ακολούθησε λεηλασία του πλοίου, μέχρι που έμεινε ένα κουφάρι το οποίο κατατρώει η αλμύρα, η βροχή και ο αέρας.

Με τα χρόνια, άμμος και βότσαλα μεγάλωσαν την ξηρά και διαμόρφωσαν την σημερινή παραλία, που έχει λάβει την ονομασία «Το Ναυάγιο της Ζακύνθου», και έχει κάνει ξακουστή στα πέρατα του πλανήτη.
Δυστυχώς όπως μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει δεν μπορεί να γίνει συντήρηση και αποκατάσταση του τουριστικού αξιοθέατου, αφού ενεπλάκησαν δικαστικά η Εκκλησία εναντίον φορέων του Υπουργείου Τουρισμού και τοπικών φορέων ότι της ανήκει η περιοχή. Αποτέλεσμα το κουφάρι του σιδερένιου πλοίου να διαβρώνεται συνεχώς, με κίνδυνο την εξαφάνισή του.

Ας θυμηθούμε: «Έγινε της Πόπης…»

Ας θυμηθούμε: «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…»