Ας θυμηθούμε: «Έγινε της Πόπης…»

Η έκφραση «Έγινε της Πόπης…» δεν έχει να κάνει με γυναίκα, αλλά αφορά ένα μετασκευασμένο επιβατικό ατμόπλοιο κατασκευασμένο το 1880. Είχε ξεκινήσει ως ιδιωτική θαλαμηγός αναψυχής και αφού άλλαζε διαρκώς ιδιοκτήτες κατέληξε να μετασκευαστεί σε πλοίο ακτοπλοΐας. Το 1920, αγοράζεται από την «Ηπειρωτική Ατμοπλοΐα» του Ποταμιάνου και παίρνει νέα ονομασία με το όνομα «Πόπη».

Το 1934, το πλοίο «Πόπη», εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς, Σύρο, Πάρο, Νάουσα Πάρου, Νάξο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Οία, Ίο, Θήρα, Ανάφη, Αμοργό, Αιγιάλη, Σχοινούσα, Ηρακλειά, Κουφονήσια, και επιστροφή μέσω Νάξου, Πάρου, Σύρου, για να καταπλεύσει κάποτε στον Πειραιά από όπου αναχώρησε. Στις 27 Νοεμβρίου του 1934 και με πλοίαρχο τον Γεώργιο Πιλάλη, σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές το πλοίο είχε εκδώσει 122 εισιτήρια, ενώ αργότερα θα αποδειχθεί ότι οι επιβάτες ήταν 140 καθώς πολλοί είχαν εκδώσει εισιτήριο μέσα στο πλοίο.

Το πλοίο μετέφερε φορτίο 150 τόνων διαφόρων εμπορευμάτων, ανάμεσα στα οποία 100 κιβώτια πάγου κενά, βαρέλια και είδη γενικού εμπορίου, μεταξύ των οποίων και τυριά

Ο πλοίαρχος Γ. Πιλάλης θέλοντας να συντομεύσει τον χρόνο του ταξιδιού προσπάθησε να διέλθει μέσα από το στενό Φλεβών και Φλεβοπούλας και δεν κατευθύνθηκε κυκλικά των Φλεβών, αν και, όπως έλεγαν οι ναυτικοί της εποχής «ο διά μέσου των νησίδων διάπλους αποφεύγεται συστηματικώς κατά τας ασελήνους και ανάστρους νύκτας του χειμώνος ως εις άκρον επικίνδυνος».

Το γερασμένο πλοίο προσάραξε στα βράχια της νησίδας Φλεβοπούλα, στη νησίδα «Κασίδι» που απέχει περίπου τριακόσια μέτρα από τις βραχονησίδες “Φλέβες” και ένα μίλι μετά το ακρωτήριο “Μικρό Καβούρι” που δεν είναι άλλο από το ακρωτήριο που εκτείνεται μετά το Λαιμό της Βουλιαγμένης. Προκλήθηκε ρήγμα, σημειώθηκε εισροή υδάτων και μέσα σε λίγα λεπτά έγειρε από τη δεξιά πλευρά. Καθώς τα νερά ήταν αβαθή το πλοίο δεν βυθίστηκε. Η αριστερή πλευρά έμεινε έξω από το νερό. Ωστόσο, ο πανικός και το χάος που επικράτησαν αμέσως μετά την προσάραξη ήταν η αιτία να χάσουν τη ζωή τους έντεκα επιβάτες και ο θαλαμηπόλος β’ θέσεως Φραγκίσκος Λιόντας.

Τόσο οι αξιωματικοί του πλοίου, όσο και το πλήρωμα αδιαφόρησαν για τους επιβάτες και φρόντισαν να δώσουν προτεραιότητα στην εκφόρτωση των τυριών που το πλοίο μετέφερε πάνω στη βραχονησίδα. Κανείς δεν βρέθηκε να τους δώσει οδηγίες, ενώ μια φωνή μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε: «Πνιγόμαστε, σωθείτε όπως μπορείτε».

Τρεις χωροφύλακες που βρέθηκαν να συνοδεύουν κρατουμένους στην Ανάφη, άναψαν κλεφτοφάναρα με τα οποία ο κόσμος κατάφερε να δει και να εξέλθει. Αρκούσε μια οδηγία και μόνο για να εξέλθουν οι επιβάτες και να αποβιβαστούν, στην κυριολεξία, περπατώντας απλά στη διπλανή στεριά της βραχονησίδας.

Ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, καθώς η πρόσκρουση έγινε νύχτα, βοήθεια από το πλήρωμα δεν υπήρξε, τηλέγραφο το πλοίο δεν διέθετε, έμεινε βαθιά χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του ναυτικού κόσμου και των νησιωτών ώστε η έκφραση «έγινε της Πόπης», έγινε ταυτόσημη με τον πανικό και την αταξία της νύχτας του ναυαγίου.

Το πλοίο ρυμουλκήθηκε στον Πειραιά και αφού επισκευάστηκε, δρομολογήθηκε στη γραμμή Πάτρα, Ζάκυνθο, Αργοστόλι, Ληξούρι. Σύντομα όμως και σε αυτή την γραμμή το “Πόπη” προσάραξε θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο για δεύτερη φορά τους επιβάτες του.

Δεν ήθελε και πολύ ώστε η έκφραση του ναυαγίου, να επανέλθει και πάλι, αφού ο ναυτικός κόσμος μιλούσε εκ νέου για τα κατορθώματα της «Πόπης».