Η Ακαδημία Αθηνών το τερμάτισε: Μοιράζει βραβεία δημοσιογραφίας μέχρι και σε σουβλατζήδες – Του Κρικόρ Τσακιτζιάν

Με κύριο επάγγελμα αυτό του ψήστη σε σουβλατζίδικο του Σίδνεϋ, χωρίς να ανήκει σε καμία δημοσιογραφική ένωση σε Ελλάδα και Αυστραλία, απλά και μόνο με την περιστασιακή ενασχόλησή του μια φορά την εβδομάδα την τελευταία τριετία σε μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, που εκπέμπει στα ΑΜ, ο ομογενής μας Ιωάννης Κορομβόκης δεν προλαβαίνει να μαζεύει δημοσιογραφικά βραβεία. Κατάφερε να αποσπάσει μέσα σε τρία χρόνια, δεύτερη δημοσιογραφική διάκριση.

Η πρώτη ήταν κατά την 36η απονομή των δημοσιογραφικών βραβείων του Ιδρύματος Μπότση το 2020, όπου έλαβε «Τιμητική Διάκριση».

Η δεύτερη ήρθε πριν από λίγες ημέρες από την Ακαδημία Αθηνών, όπου εντάχθηκε στην κατηγορία των βραβείων,  Α΄ ΤΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ και  απονεμήθηκε «Βραβείο της Ακαδημίας, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στον Ιωάννη Κορομβόκη, δημοσιογράφο του ραδιοφωνικού σταθμού 2mm του Σίδνεϋ, για την πολυετή προσφορά του στον Ελληνισμό της Αυστραλίας και στην διατήρηση των δεσμών του με την Ελλάδα και την Ακαδημία Αθηνών». 

Οργή έχει προκαλέσει στους δημοσιογραφικούς κύκλους της Αυστραλίας, η σκανδαλώδης αντιμετώπιση με τις δύο βραβεύσεις του Ιδρύματος Μπότση και της Ακαδημίας Αθηνών, ενός ανθρώπου ο οποίος δεν είναι καν δημοσιογράφος, αλλά ψήστης σε σουβλατζίδικο. 

Μάλιστα προ τριετίας εντάχθηκε για ένα μικρό διάστημα στους κόλπους της δημοσιογραφικής οικογένειας και έγραφε στην ομογενειακή εφημερίδα “Ο ΚΟΣΜΟΣ” του Σίδνεϋ, αλλά αποχώρησε λίαν συντόμως. 

Ο λόγος ήταν ότι τους πήγε συνέντευξή του με την Ακαδημαϊκό και ιστορικό Βυζαντινολόγο  κ. Γλύκατζη Αρβελέρ, αλλά διαπίστωσαν ότι το ύφος του γραπτού που τους παρέδωσε δεν ταίριαζε στο ύφος του συντάκτη και του ζήτησαν την ηλεκτρονική επικοινωνία για επιβεβαίωση ή τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, την οποία δεν παρουσίασε ποτέ και απλά φρόντισε να εξαφανιστεί ο ίδιος. Όπως διαπίστωσαν στη συνέχεια οι άνθρωποι της εφημερίδας, μετά από αναζήτηση στο διαδίκτυο, επρόκειτο για αυτούσια συνέντευξη που είχε πάρει ο δημοσιογράφος Θανάσης Λάλας στην Ελλάδα από την κ. Αρβελέρ και τους την παρουσίασε ως δική του. 

Έκτοτε ο εν λόγω κύριος, μια φορά την εβδομάδα, ξεκλέβει χρόνο από την ψησταριά που εργάζεται και κάνει μια εκπομπή σε ένα πολύ μικρό τοπικό ραδιόφωνο και φροντίζει να βγάζει τηλεφωνικά έλληνες καλλιτέχνες και διευθυντικά στελέχη κρατικών φορέων, όπως η εθνική βιβλιοθήκη και άλλα παρόμοια ιδρύματα, κάνοντας δημόσιες σχέσεις μαζί τους. Κολακία στην κολακία, δημιουργήθηκε το κατάλληλο κλίμα για να πάει ένα βήμα παρά πέρα ο άνθρωπος και να βρεθεί κι ο μπάρμπας στην Κορώνη που θα τον πρότεινε για τα βραβεία. 

Γιατί για να είσαι υποψήφιος για τα συγκεκριμένα βραβεία, μη φανταστεί κανείς πως σε ψάχνουν τα μέλη του Ιδρύματος Μπότση ή οι Αθάνατοι της Ακαδημίας Αθηνών. Απλά πρέπει να έχεις όχι ένα, αλλά δύο μπαρμπάδες στην Κορώνη για να σε προτείνουν. Δηλαδή να έχεις καλές σχέσεις και να είσαι «αξιοπρεπής» κόλακας. Έτσι ορίζει το καταστατικό του Ιδρύματος Μπότση. Λέει συγκεκριμένα στο τέλος της προκήρυξης υποψηφιοτήτων: «Χρειάζεται να υποβληθεί βιογραφικό με πλήρη στοιχεία του υποψηφίου και να υπάρχουν και δύο εισηγήσεις υποστήριξης της υποψηφιότητας με τεκμηρίωση της πρότασης». 

Ποιοί ήταν αυτοί οι μπαρμπάδες που τον βάφτισαν το συγκεκριμένο κύριο, δημοσιογράφο; Απ΄ ότι γνωρίζουμε στην Ελλάδα άσκησε δημοσιογραφία για μια μικρή περίοδο τη δεκαετία του ΄70 στην “Αθλητική ΗΧΩ” και έκτοτε έπαψε να ασχολείται με το χώρο και δούλευε ως πωλητής σε είδη πυρόσβεσης. 

Πώς αυτοί οι κύριοι αγνόησαν τόσους Έλληνες δημοσιογράφους στην Αυστραλία, που είναι μέλη δημοσιογραφικών ενώσεων και βρίσκονται αδιάκοπα στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης, ακόμη και σε θέσεις ευθύνης επί δεκαετίες, όπως:

Θέμης Καλλός, 30 χρόνια δημοσιογράφος, διευθυντής του ελληνικού προγράμματος στην κρατική ραδιοτηλεόραση SBS. 

Σωτήρης Χατζημανώλης, 40 χρόνια δημοσιογράφος, ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου και αρχισυντάκτης της εφημερίδας ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ της Μελβούρνης. 

Ίκαρος Κυριακού 30 χρόνια δημοσιογράφος. 

Αλέκος Μάρκελλος, 30 χρόνια δημοσιογράφος, ανταποκριτής της ΕΡΤ. 

Έμμα Παπεμμανουήλ, 30 χρόνια δημοσιογράφος και άλλοι πολλοί. 

Δεν περιποιεί καμία τιμή όχι μόνο γι’ αυτούς που πρότειναν για τα βραβεία το συγκεκριμένο κύριο, αλλά και για τους ίδιους τους θεσμούς, οι οποίοι χρόνο με το χρόνο απαξιώνονται στα μάτια του κόσμου με τα καμώματά τους και τον αδιαφανή τρόπο που βραβεύονται οι φίλοι, κολλητοί και οι κόλακες ενός νοσηρού συστήματος. 

Όσο για τους συναδέλφους που εξοργίστηκαν με την κατάφωρη αδικία σε βάρος του κλάδου των ομογενών δημοσιογράφων στην Αυστραλία, έχω να τους πω ότι δεν έχασαν κάτι από την τιμή τους που δεν βραβεύθηκαν από τους συγκεκριμένους θεσμούς. Έτσι κι αλλιώς τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι φωνές όλων εκείνων, που λένε ότι ακόμα κι αν προταθούν δεν θα παραστούν να παραλάβουν το βραβείο γιατί έχει χαθεί το κύρος αυτών των θεσμών κι έχει γίνει μια προκλητική φιέστα μεταξύ μιας κλειστής ομάδας που σπρώχνει ο πατέρας το γιο, ο φίλος το φίλο και ο γνωστός το γνωστό.  

Το μεγαλύτερο βραβείο το δίνει η ίδια η κοινωνία στο δημοσιογράφο, αναγνωρίζοντας την προσφορά του και κανείς άλλος.