Υποκρισία, Ξενοδουλία και Κακία – Άρθρο του Θανάση Τσακνάκη

Υποκρισία, Ξενοδουλία και Κακία

«Ὅπου λίαν ἀξιόπιστα τὰ πράγματα φαντάζεται, ἀπογυμνοῦν αὐτὰ καὶ τὴν εὐτέλειαν αὐτῶν καθορᾶν καὶ τὴν ἱστορίαν ἐφ ᾗ σεμνύνεται περιαιρεῖν» [Όπου τα πράγματα φαντάζουν πολύ αξιόπιστα, να τα απογυμνώνεις και να παρατηρείς την ευτέλειά τους και να αφαιρείς το περιτύλιγμα των λέξεων που τους προσδίδει ευπρέπεια] (Μάρκος Αυρήλιος, «Τὰ εἰς ἑαυτόν», 6, 13).

Κανένα απολυταρχικό ή αυταρχικό ή τυραννικό πολίτευμα δεν παραδέχεται το ποιόν του. Αναλόγως προς την εποχή επιλέγει να εμφανιστεί ως «ελέω Θεού μοναρχία» ή «λαϊκή δημοκρατία» ή «κοινοβουλευτική δημοκρατία» ή κάτι άλλο και να αποκρύψει την αληθινή ταυτότητά του προσλαμβάνοντας μία άλλη. Με άλλα λόγια: για να είναι πράγματι «ελέω Θεού» μία μοναρχία, δεν αρκεί να το δηλώνει επισήμως η ίδια.

Ομοίως συμβαίνει και με τις πολιτικές ή ηθικές αξίες που ένα κράτος ή ένα πολίτευμα ισχυρίζεται ότι υπηρετεί. Δεν αρκεί για ένα κράτος να αυτοπροβάλλεται ως «ελεύθερο» ή να δηλώνει επισήμως την «ανεξαρτησία» του μέσα από συντάγματα ή άλλου είδους νομοπαρασκευαστικά λογοτεχνήματα. Πρώτα οφείλει να είναι τέτοιο, και έπειτα να προσδιορίζεται ως τέτοιο. Δεν αρκεί για ένα πολίτευμα να διατυμπανίζει την ακλόνητη πίστη του, για παράδειγμα, στην δικαιοσύνη ή στην αξιοκρατία, προκειμένου να είναι δίκαιο ή αξιοκρατικό. Πρώτα οφείλει να είναι τέτοιο, και έπειτα να δηλώνεται ως τέτοιο.

Εάν, παρ’ ελπίδα, ένα κράτος εξαναγκάζει τους πρωτοπόρους επιχειρηματίες του να κλείνουν οριστικά τις επιχειρήσεις τους ή να τις ξεπουλάνε για ένα κομμάτι ψωμί σε ξένους ή να τις μεταφέρουν στο εξωτερικό, ή τους καινοτόμους τεχνίτες και τους πρωτοπόρους επιστήμονές του να λιμοκτονούν ή να πένονται ή να εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν, ή τους έντιμους φορολογούμενούς του έμμεσα να αναλαμβάνουν τα χρέη των παρασίτων, τότε αυτό το κράτος δεν είναι ούτε ελεύθερο ούτε ανεξάρτητο ούτε δίκαιο ούτε αξιοκρατικό και, επιπλέον, είναι ξενόδουλο, άρα οι άρχοντές του είναι υποτελείς ξένων δυνάμεων.

Κάθε σκεπτόμενος και συνάμα καλόπιστος άνθρωπος θα έθετε το εξής εύλογο ερώτημα: «Για ποιόν λόγο να συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες ενός λαού;».

Υπάρχει μία απάντηση: «Ἡγούμενοι κρεῖττον εἶναι τοῖς πολεμίοις τὴν πατρίδα παραδοῦναι μᾶλλον ἢ τοῖς ὑπὲρ τῆς πόλεως στρατευομένοις τῆς πολιτείας μεταδοῦναι» [Επειδή θεωρούν ότι είναι καλύτερο να παραδώσουν την πατρίδα στους αντιπάλους, παρά να δώσουν μέρος της πολιτικής εξουσίας σε όσους στρατεύονται υπέρ της πόλης] (Ισοκράτης, «Περὶ τοῦ ζεύγους», 17).

Υπάρχει και άλλη μία: «Λύχνῳ ἔοικεν ἡμῶν ἡ ἑκάστου ψυχή, ὡς ἔλεον μὲν ἔχουσα τὴν ἀγαθοεργίαν, ἀντὶ δὲ θρυαλλίδος φέρουσα τὴν ἀγάπην, ᾗ ἐπαναπαύεται, ἀντὶ φωτός, ἡ χάρις τοῦ θείου Πνεύματος. Τοῦ τοίνυν ἐλαίου τούτου, δηλονότι τῆς ἀγαθοεργίας ἐκλειπούσης, ἡ ἀντὶ θρυαλλίδος ἐνοῦσα τῇ ψυχῇ ἀγάπη ἐξ ἀνάγκης ψύγεται καὶ οὕτω τὸ φῶς τῆς τοῦ Θεοῦ κηδεμονίας καὶ χάριτος ἀφίπταται, τῶν φυγόντων τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἀγάπην φυγαδευσάντων ἀνθρώπων∙ καὶ ὁ πρὸς ἀλλήλους αὐτοῖς τάραχος ἐπιγίγνεται, τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσωπον ἀπ’ αὐτῶν ἀποστρέψαντος» [Η ψυχή τού καθενός από εμάς μοιάζει με λυχνάρι, το οποίο ως λάδι έχει την αγαθοεργία και αντί γιά φυτίλι έχει την αγάπη, επάνω στην οποία, αντί για το φως, αναπαύεται η χάρη τού θεϊκού Πνεύματος. Εάν αυτό το λάδι, δηλαδή η αγαθοεργία, λείψει, η αγάπη, που υπάρχει μέσα στην ψυχή αντί γιά φυτίλι, ψυχραίνεται αναγκαστικά, και έτσι το φως της κηδεμονίας και τής χάρης του Θεού απομακρύνεται από εκείνους που έχουν αποφύγει την αρετή και έχουν φυγαδεύσει την αγάπη. Και μεταξύ τους προκαλείται ταραχή επειδή ο Θεός απέστρεψε από αυτούς το πρόσωπό του] (Γρηγόριος Παλαμάς, «Ὁμιλία Α΄, Περὶ τῆς πρὸς ἀλλήλους εἰρήνης», 7).

Ποιός, όμως, να μελετήσει Μάρκο Αυρήλιο, Ισοκράτη και Γρηγόριο Παλαμά όταν το γλυκύτατο φέισμπουκ, καθώς και άλλες παρόμοιες «ευκολίες», αφειδώς προσφέρει τις ασυγκρίτως πιο απλές, πιο εύπεπτες, πιο βολικές, πιο χαριτωμένες και πιο νανουριστικές «εξηγήσεις» του; Σωστά;