Το κόμμα που αναζητούν οι πολίτες – Του Αντώνη Κρυζαλιώτη

Τον τελευταίο καιρό, λόγω της οικονομικής και της υγειονομικής κρίσης, πολύς λόγος γίνεται για την ανικανότητα που έχει επιδείξει το πολιτικό σύστημα την τελευταία εικοσαετία να βάλει τη χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά, είτε οι ασκούντες την εξουσία ανήκαν στην Αριστερά είτε στην Κεντροδεξιά/κεντροαριστερά (ΝΔ/ΠΑΣΟΚ).

Πολύς λόγος γίνεται, επίσης, για την ανάγκη δημιουργίας νέου κόμματος και ποιες πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις τελεσφόρησης του εγχειρήματος.

Απουσιάζοντος του ΠΑΣΟΚ, που εθεωρείτο το κόμμα που κάλυπτε το κέντρο, γίνεται λόγος για δημιουργία κεντροαριστερού κόμματος.
Ο Τάκης Σ. Παππάς με δύο άρθρα του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (31.01.2021 και 28.02.2021) αναφέρει ότι μάλλον είναι αδύνατη η δημιουργία κεντροαριστερού κόμματος, γιατί το κόμμα αυτό δεν θα έχει ικανή διείσδυση στις τρεις διακριτές πολιτικές κουλτούρες που κυριαρχούν στο εκλογικό σώμα: (α) «την αντιδραστική προς τις μεταρρυθμίσεις κουλτούρα που χαρακτηρίζει έντονα την άκρα Αριστερά και την άκρα Δεξιά», (β) «την κεντρώα κουλτούρα που αντιστοιχεί σε ένα αριθμητικά μεγαλύτερο και πολιτικά μετριοπαθές κοινό που αντιλαμβάνεται την ανάγκη μεταρρυθμίσεων» και (γ) «την συντηρητική κουλτούρα που βρίσκεται διάχυτη σε ευρέα κοινωνικά στρώματα με έντονες θρησκευτικές και εθνικιστικές ευαισθησίες».

Ύστερα από μια δεκαετία μνημονίων, απίστευτη υποχώρηση του ΑΕΠ, σύνθλιψη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και εξαφάνιση των εισοδημάτων, κυρίως της μικρομεσαίας τάξης, φαντάζει, μάλλον, περιττό να αναφερόμαστε σε παραδοσιακές ταμπέλες. Αναγκαίο, ίσως, προκειμένου να «προσανατολιστούμε», αλλά τελικώς παρωχημένο.

Γιατί, όμως;

Διότι στη δίνη του 21ου αιώνα, στην οποία έχουμε μπει, η σωτηρία δεν μπορεί να έρθει από τα παραδοσιακά σχήματα, που αναγκαστικά διαιωνίζουν τη διαίρεση επί τη βάσει υπαρκτών ή φανταστικών ωφελειών/προνομίων/κερδών, αλλά επί τη βάσει της ενότητας της πλειονότητας του λαού προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, με συγκεκριμένες αρχές και με συγκεκριμένους στόχους· ΤΙΠΟΤΑ, ωστόσο, από αυτά ΔΕΝ έχουμε δει από κανένα παραδοσιακό κόμμα έως τώρα.

Αλήθεια, γιατί να μη δούμε σήμερα το πράγμα μέσα από ένα άλλο πρίσμα; Δηλαδή, είτε κάποιος θεωρεί ότι βρίσκεται σε αυτό που καλείται Δεξιά —αλλά μπορεί να συζητήσει με όποιον κομίζει λογικές προτάσεις, και μόνον προς το συμφέρον της χώρας—είτε κάποιος θεωρεί ότι βρίσκεται σε αυτό που καλείται Αριστερά —αλλά μπορεί να κάνει το ίδιο—, θα μπορούσαν να βρεθούν στον ίδιο κομματικό χώρο και να συνεργαστούν μπολιάζοντας ο ένας τις ιδέες του άλλου. Δεν πρέπει να τίθεται ζήτημα ήττας ή νίκης ως προς την προώθηση των ιδεών εκατέρωθεν. Όταν ο μοναδικός γνώμονας είναι το συμφέρον της χώρας βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο, η κατάληξη δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παρά η συμφωνία.

Στο σημείο αυτό, όμως, θα έπρεπε να ξεκαθαριστούν δύο έννοιες που χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και εσφαλμένως: ο πατριωτισμός και ο εθνικισμός και τα παράγωγά τους. Πολύς λόγος γι’ αυτές, λόγος που «δηλητηριάζει» τον πολιτικό διάλογο και στενεύει τα περιθώρια συνεννόησης. Ας γίνει η διάκριση του George Orwell μεταξύ των δύο εννοιών η πυξίδα να προσανατολιστούμε και να προσανατολίσουμε προς το νέο κόμμα: «Ο εθνικισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον πατριωτισμό. Με τον όρο “πατριωτισμός” εννοώ την αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο μέρος και έναν τρόπο ζωής που κάποιος πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος στον κόσμο χωρίς να επιθυμεί να τον επιβάλει σε άλλους ανθρώπους. Ο πατριωτισμός είναι από τη φύση του αμυντικός, τόσο από στρατιωτικής όσο και από πολιτισμικής σκοπιάς. Ο εθνικισμός από την άλλη, είναι αδιαχώριστος από την επιθυμία για ισχύ. Ο σταθερός σκοπός κάθε
εθνικιστή είναι να διασφαλίσει περισσότερη ισχύ και κύρος όχι για τον εαυτό του, αλλά για το έθνος ή κάποια άλλη οντότητα στην οποία έχει επιλέξει να επιτρέψει να απορροφηθεί η ατομικότητά του». Αναφερόμενοι, λοιπόν, στις «εθνικιστικές ευαισθησίες» της συντηρητικής κουλτούρας θα πρέπει να ξεκαθαριστεί εάν πρόκειται για πατριωτικές ευαισθησίες ή το κάτι άλλο που προαναφέρθηκε στον ορισμό του Orwell. Εάν πρόκειται για πατριωτικές ευαισθησίες, γιατί πρέπει αυτές σώνει και καλά να χαρακτηρίζουν τους συντηρητικούς και όχι τους περισσότερους Έλληνες; Γιατί πρέπει η άρνηση στα αλισβερίσια με την Τουρκία, που είναι προφανές ότι θα καταλήξουν σε ήττα, ή η αντίδραση στην απίστευτα γενναιόδωρη προσφορά (Συμφωνία των Πρεσπών) προς τους γείτονες των Σκοπίων, που ποτέ δεν το έκρυψαν ότι ορέγονται την Κεντρική Μακεδονία μέχρι Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική(!), να χαρακτηρίζουν τους συντηρητικούς και όχι τους περισσότερους Έλληνες; Γιατί πρέπει να είναι κακοί, δηλαδή εθνικιστές, όσοι επιμένουν να φωνάζουν για «γκριζάρισμα» του Αιγαίου αρχής αρχομένης των Ιμίων (1996), και να είναι καλοί αυτοί που μιλούν για τον (κακό) αέρα που πήρε τη σημαία; Γιατί πρέπει ό,τι προτάσσει το εθνικό συμφέρον να χαρακτηρίζεται «εθνικιστικό» και όχι πατριωτικό;

Από την άλλη μεριά, παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας η διαρκής και επιτυχημένη διείσδυση στο πολιτικό και ιδεολογικό κέντρο. Δηλαδή, ότι θα πρέπει να κερδηθεί το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών της κεντρώας κουλτούρας, αλλά και να προσελκυστεί ικανό μέρος από μια ακόμη κουλτούρα. Εδώ ακριβώς είναι που εμφανίζεται και πάλι η παραδοσιακή ταμπέλα. Θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει αντιληπτό ότι οι περισσότεροι Έλληνες κινούνται στο χώρο του Κέντρου· τέτοιοι όντες, μάλιστα, θα μπορούσαν να προσελκύσουν ένα τμήμα έστω από τους πολίτες που τοποθετούνται σε «ριζοσπαστικότερο» χώρο είτε αυτός βρίσκεται στη Δεξιά είτε στην Αριστερά. Και όταν λέμε διείσδυση δεν εννοούμε «κλέψιμο» των οπαδών του αντίπαλου χώρου με υποσχέσεις, που ταχύτατα αποδεικνύονται «χάντρες και καθρεφτάκια», αλλά προσέλκυσή τους ως αποτέλεσμα της παγιωμένης εμπιστοσύνης για την υλοποίηση των υποσχέσεων που θα ευνοήσουν τους πολίτες ΚΑΙ θα προάγουν τη χώρα.

Γίνεται λόγος για ηγέτη και για πρόγραμμα. Ίσως το μοναδικό που πρέπει να χαρακτηρίζει το νέο κόμμα είναι η ειλικρίνεια, η προώθηση άμεσων αλλαγών —που θα κάνουν αμέσως τη ζωή των πολιτών καλύτερη και ευκολότερη—, η διόρθωση των «αδικιών», φορολογικών λόγου χάριν, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ως προς τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος.

Πότε είδε ο λαός έναν μεγαλόσχημο να τιμωρείται; Σε μία χώρα που ομολογείται απερίφραστα ότι υπάρχει διαφθορά και βασιλεύει η αναξιοκρατία, ιδανικός συνδυασμός πράγματι για να «εξασφαλιστεί» η αποτυχία, δεν φταίει ποτέ κανείς από αυτούς που την έφεραν στο ναδίρ! Έτσι, ο πολίτης καταλήγει να νιώθει ένοχος για τα σφάλματα των ανεπαρκών/ανίκανων ηγητόρων του. Δέχεται μοιρολατρικά την ατιμωρησία αυτών, ταυτοχρόνως ωστόσο επιθυμεί την τιμωρία τους! Αυτός, όμως, που θα τιμωρήσει έστω και κάποιους από τους (εμφανώς) «πράξαντες το κακό» και θα συνετίσει κατόπιν τους υπόλοιπους εξ αυτών να «αλλάξουν ρότα» θα πρέπει να έχει τον λαό μαζί του. Γι’ αυτό, ωστόσο, υπάρχει μόνο ΜΙΑ προϋπόθεση πέρα από τη βούληση: να μην υπάρχουν δεσμεύσεις! Αυτό, όμως, σημαίνει ΕΝΑ μόνον: η ηγεσία του νέου κόμματος να μην είναι φθαρμένη μέσα από οποιαδήποτε σχέση με την εξουσία προηγούμενη και τωρινή. Ανήκουστο, αφελές, αδύνατον, θα αναφωνούσαν πολλοί! Είναι, όμως; Όλοι αυτοί που «τρίφτηκαν» στην εξουσία ή με την εξουσία αποδείχτηκε ότι υπήρξαν ικανοί; Η παρουσία τους στο πολιτικό στερέωμα έκανε τη χώρα ισχυρότερη και τους πολίτες της ευπορότερους και ευτυχέστερους; Επειδή η απάντηση είναι προφανής, η «καινοφανής» αυτή πρόταση πρέπει όχι μόνο να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη, αλλά να τεθεί αμέσως σε εφαρμογή.

Το είπαν, εξάλλου, οι πρόγονοι: «Αρχήν άνδρα δείκνυσι»· και εφόσον η άσκηση της Αρχής από τους προηγούμενους και τους τωρινούς απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ΔΕΝ έχουν καθόλου πολλά να δείξουν, σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, ΤΙΠΟΤΑ, ποιος ο λόγος να τους εμπιστευόμαστε;

Γιατί να μην πιστέψουμε ότι από εμάς, τους απλούς πολίτες, που μοιραζόμαστε τους ίδιους δημοκρατικούς ορίζοντες,
(#ΔημοκρατικοίΟρίζοντες, επειδή μόνον αυτοί έχουν το όραμα να δημιουργήσουν μια δίκαιη και ισχυρή κοινωνία) δεν μπορούν να βγουν ικανά στελέχη, ακάματοι εργάτες τους εθνικού συμφέροντος; Διότι αυτό περιμένει ο λαός: να νιώσει ότι τον ακούν· ότι η πρότασή του θα αξιολογηθεί και θα εφαρμοστεί· ότι ο οποιοσδήποτε, όντας ικανός, θα αμειφθεί και θα προχωρήσει. Δεν θα τον εξοντώνει η γραφειοκρατία, η μετριότητα και … το απλωμένο χέρι! Γι’ αυτό πρέπει το νέο κόμμα να είναι ΝΕΟ, με άφθαρτη ηγεσία, για να έχει τη δυνατότητα να μην «προσκυνάει» τίποτε άλλο παρά μόνον το ΣΥΜΦΕΡΟΝ της χώρας. Περιττό, ασφαλώς, να υπογραμμιστεί ότι αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι όσοι άσκησαν εξουσία μέχρι τώρα μόνον το συμφέρον της χώρας δεν υπηρέτησαν· εάν το είχαν υπηρετήσει, εξάλλου, θα είμασταν σε αυτή την κατάσταση; Μα, υπάρχουν στο νέο κόμμα τα στελέχη εκείνα για να επανδρώσουν τη διοικητική μηχανή; Η απάντηση είναι απλή και προφανής: Πρέπει να δεχτούμε ότι σε όλα τα κόμματα εξουσίας υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ρεαλιστικές προτάσεις και μπορούν να τις υλοποιήσουν ΕΑΝ αφεθούν να το κάνουν! Συνεπώς, το νέο κόμμα δίχως δεσμεύσεις (και δουλείες τις λένε!), οι οποίες πηγαίνουν τα πάντα πίσω, θα προσελκύσει αναπόφευκτα αυτούς τους ανθρώπους, εφόσον γίνει αντιληπτό από αυτούς ότι η λογική και ο στόχος του νέου κόμματος είναι να «καθαριστεί» το πολιτικό τοπίο και να τεθούν νέοι κανόνες που θα παραπέμπουν στην αξιοκρατία, τη διαφάνεια, τη φαντασία και ΜΟΝΟΝ στο συμφέρον της χώρας. Τότε, ναι, θα θέσουν τα όνειρα και τις δυνατότητές τους στην υπηρεσία της χώρας, γιατί δεν θα τους εμποδίζει τίποτα να τα υλοποιήσουν!
Από όσα προηγήθηκαν φάνηκε ήδη τι είδους πρέπει να είναι το νέο κόμμα που θα διεκδικήσει την εξουσία:
(α) αυτό που αντιπροσωπεύει το καινούργιο, το άφθαρτο, το πραγματικό, αυτό που αντιπροσωπεύει τον μέσο πολίτη και όχι εκείνους που βρίσκονται στα «ψηλά κάστρα» τους αποκομμένοι από τη θλιβερή πραγματικότητα,
(β) αυτό που θα μοιράζεται τους ίδιους δημοκρατικούς ορίζοντες και το ίδιο όραμα με τους απλούς πολίτες, δηλαδή το όραμα της δημιουργίας και της ανάπτυξης και όχι το όραμα των μεσαζόντων και της «αρπαχτής», και τέλος
(γ)αυτό που θα πάψει να λέει ψέματα στον λαό, θα σταματήσει αυτούς που τον απομυζούν και βασισμένο στην αξιοκρατία θα δημιουργήσει (επιτέλους) τις προϋποθέσεις για παραγωγή, ανάπτυξη και πρόοδο.