Παιδικά καλοκαίρια στο χωριό …. – Mary’s Notes – Άρθρο της Μαίρης Λεριά

Καταρχάς να σου εξομολογηθώ το εξής κατανοητό, αποδεκτό και απόλυτα ανιδιοτελές. Έχω βάσιμες υποψίες ότι όσο μεγαλώνω τόσο μεγαλώνει και η συναισθηματική μου ανάγκη να ανατρέχω στα 80ς και στα 90ς. Σε αναμνήσεις παιδικές και εφηβικές. Όχι! Δεν μελαγχολώ αν κάτι τέτοιο αναρωτιέσαι .

Και επ ουδενί δεν βιώνω δύσκολες, φορτισμένες αρνητικά συναισθηματικές καθημερινότητες. Οκ. Ίσως και να μελαγχολώ. Λίγο. Τόσο όσο.  Ξέρεις, αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση που μεταφράζεται ως και χαρμολύπη, αλλά όχι στο 100%, όταν έχεις να διαχειριστείς αναμνήσεις όμορφες και κυρίως  μοναδικές. Αν η δεκαετία του 80, δεν έχει σημασία με το αν την δρομολογήσεις στην αρχή ή στο τέλος, προσδιορίζει τα παιδικά σου καλοκαίρια, τότε και μόνο τότε αντιλαμβάνεσαι αυτή την συναισθηματική δική μου αναβίωση.

Το ίδιο ισχύει και για τα 90ς. Τα δικά μου παιδικά καλοκαίρια λοιπόν  δρομολογούνται κάπου εκεί στις αρχές 80ς. Εκεί στις τάξεις του Δημοτικού σχολείου. Διότι τότε και μόνο τότε υπάρχει ανέμελο παιδικό  καλοκαίρι. Χωρίς διάβασμα.15 Ιουνίου λοιπόν ξεκινούσε αυτή η χαλαρή περίοδος. Τότε που μετρούσαμε παγωτά και μπάνια. Το χωριό της γιαγιάς μου, Αλιστράτη Σερρών, δεν είχε θάλασσα αλλά δεν με πείραζε καθόλου. Είχαν προηγηθεί κάποια καλοκαίρια στην Ρόδο, γενέτειρα του μπαμπά και στη Σύμη, αλλά τι τα θες…; Τα δικά μου καλοκαίρια μύριζαν χωριό. Αλιστράτη Σερρών. Ανεμελιά στο μάξιμουμ. Με το που φτάναμε παραμονή Αγίας Κυριακής, 6 Ιουλίου, ξεκινούσαν τα καλοκαίρια μας για την αδελφή μου και εμένα. 7 Ιουλίου ήταν το μεγάλο πανηγύρι με το χωριό να φοράει τα γιορτινά του. Επισκέπτες, παραθεριστές, κάτοικοι, όλοι μαζί σε υπαίθρια γλέντια και βραδινές συναθροίσεις στις ταβέρνες του χωριού. Νταούλια, ζουρνάδες, βιολιά και μυρωδιές από ψησταριές. Το πρωί πήγαινες μια βόλτα στο μοναστήρι της Αγίας Κυριακής να ανάψεις κεράκι και το βράδυ φορούσες τα καλά σου για να σεργιανήσεις στο χωριό. Κοσμοσυρροή! Μεγάλη γιορτή! Και όλοι αγαπημένοι να τσουγκρίζουν ποτήρια, να τρώνε και να ξενυχτάνε. Χαρά που την είχα που δεν θα έπρεπε να κοιμηθώ νωρίς…πω πω!

 

Και όταν το πανηγύρι τελείωνε για μας τα παιδιά το πάρτι συνεχιζόταν. Παιχνίδι όλη την ημέρα. Με τις κούκλες δεν το είχα . Ούτε και με τα κουζινικά παντός τύπου ως παιχνίδια. Είχα διαπρέψει όμως στη δημιουργία αυτοσχέδιων χειροποίητων τόξων με δάσκαλο τον συνομήλικο  ξάδελφό μου Παναγιώτη που φημίζονταν για τη ζωηράδα  του. Κάτι απόλυτα κατανοητό στα 80ς το οποίο συνοδευόταν από την χιλιοειπωμένη έκφραση <αγόρι είναι. Τα αγόρια είναι ζωηρά>. Κάτι το οποίο δεν δικαιολογούταν σε εμένα, όταν στην προσπάθεια μου, να μάθω ποδήλατο γέμιζα γδαρσίματα και πληγές σε πόδια και πρόσωπο.

Τότε ερχόταν η έκφραση <Πρόσεχε! Κορίτσι είσαι. Θα μείνουν σημάδια>.

 

Τα μεσημέρια με την θερμοκρασία στους 40 βαθμούς Κελσίου, υπό τους ήχους των τζιτζικιών ( που τότε δεν εκτιμούσα) την τιμητική τους είχαν τα επιτραπέζια παιχνίδια. Εκεί στην αυλή της θείας Κατίνας. Παιχνίδι με κάρτες, όπου μετρούσες τα χαρακτηριστικά μηχανών ή αυτοκινήτων. Είχα μάθει τα πάντα. Σχεδόν.  Και το διασκέδαζα χωρίς να διαθέτω το attitude που παραπέμπει σε αγοροκόριτσο. Του εναντίον.

Μακριά καστανόξανθα μαλλιά και χρωματιστά αγαπημένα φορέματα με σφιγγοφωλιά στο στήθος. Κάποιες φορές <έκλεβα > και αγόραζα και την Μανίνα. Αν και με καθυστέρηση. Παρασκευή κυκλοφορούσε Θεσσαλονίκη, Σαββατοκύριακο έφθανε Αλιστράτη Σερρών.

Πάντα βέβαια υπήρχαν εναλλακτικές άκρως ενδιαφέρουσες. Κόμικς, Μίκυ

Μάους, τιραμόλα (λατρεμένος) και ότι είχες κουβαλήσει από Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχε επικαιρότητα στα κόμικς. Ούτε ετεροχρονισμός. Τα ξεφύλλιζες όποτε ήθελες και ήταν πάντα επίκαιρα. Δεν υπήρχε internet, wifi, social media, play station και κινητά τηλέφωνα. Δεν αγχωνόσουν ως 12χρονο να ανεβάσεις videaki στο tic tok. Δεν υπήρχε tic toc. Με καταλαβαίνεις; Και η ανεμελιά συνεχιζόταν με την αδελφή μου Γιούλη (με τόσες αναφορές σε άρθρα, την γνωρίζεις ήδη) να παίζει στην δική μας διπλανή αυλή με την ξαδέλφη Μαρία και τις άλλες φίλες της. Η χαρά του μοντελίστ. Ντύσιμο, ξεντύσιμο σε λυγερόκορμες κούκλες που παρέπεμπαν στην bibi bo. Μην γελιέσαι. Η barbie ήρθε μετά. Στα 80ς μεσουρανούσε μετά δόξας και τιμής η bibi bo. Καλοκαίρια ανέμελα. Και γλυκά. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Πάντα έφευγα με 2-3 κιλά συν. Βλέπεις οι γονείς του ξαδέλφου διέθεταν το πιο παλιό και oldfashioned ζαχαροπλαστείο του χωριού. Τα αδέλφια Δημήτρης και Χάρης Μπάλλας ήταν οι πρώτοι ζαχαροπλάστες του χωριού αντικειμενικά και ουσιαστικά. Τον παππού μου Δημήτρη δεν τον γνώρισα αλλά γνώρισα όλα τα γλυκά, σχεδόν του ζαχαροπλαστείου. Δεν θυμάμαι λοιπόν  πόσα κοκ έχω φάει. Ήταν αγαπημένο. Του μπαμπά μου και δικό μου. Τι γλυκό και αυτό!

Άσε αυτά τα παστάκια που και καλά βοηθούσαμε για να συσκευαστούν. Τα λάθος συσκευασμένα κατέληγαν στο στομάχι μας. Βλέπεις τότε ίσχυε ότι…<μπόι θα γίνει. Άσε το παιδί να φάει>. Οι γονείς δεν ήταν υποψιασμένοι ως προς θερμίδες, συντηρητικά, απαγορευμένα Ε, δυσανεξίες, μεταλλαγμένα και προγράμματα διατροφής σε 12χρονα.

 

Και κάπως έτσι, με γονική συναίνεση, η γλυκά συνεχιζόταν με παγωτά από το γειτονικό ψιλικατζίδικο. Εκεί γνώρισα τη μοναδική μου φίλη στο χωριό την Σοφούλα. Λίγο μικρότερη και το πιο  καλόκαρδο πλάσμα που θα μπορούσα να συναντήσω. Οι γονείς της είχαν ένα από  τα ψιλικατζίδικα του χωριού. Αυτό λοιπόν το ψιλικατζίδικο με την αυλή, απέναντι από το Δημοτικό σχολείο της Αλιστράτης, ήταν και το στέκι μας. Έδινες ραντεβού άτυπα. Και συναντούσες όλη την παρέα. Ούτε τηλέφωνα, ούτε μηνύματα, ούτε κινητά ή social media. Δίπλα ακριβώς μια βρύση, με γούρνα, ιδανική για ξεδίψασμα αλλά και για δρόσισμα μετά μπουγελώματος τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες.

Καλοκαίρια γεμάτα ανιδιοτέλεια, χαρές, χαμόγελα, παιχνίδι και….χωρίς θάλασσα. Κανείς δεν νοιαζόταν. Έξαλλου δεν μετρούσαμε τότε μόνο μπάνια, μετρούσαμε και παγωτά, όταν επιστρέφαμε στη βάση μας, στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο.

Στην Αλιστράτη  ξαναβρέθηκα αρκετές φορές. Ως μαθήτρια, ως ενήλικη, ως φοιτήτρια….. Μέχρι που βρέθηκα ξανά ένα πρωινό, ξημέρωμα, πριν από 19 χρόνια. Όταν  πήγα για να τακτοποιήσω εκκρεμότητες από το θανατηφόρο τροχαίο του μπαμπά μου. Εκεί συνέβη.

Οι αυλές ήταν οι ίδιες. Και το χωριό, το ίδιο όμορφο. Εγώ ήμουν διαφορετική. Χωρίς γέλια και ανεμελιά. Με δάκρυα βουβά που προσπαθούσα να κρύψω.

Ο Παναγιώτης, ο ξάδερφος των παιδικών μου χρόνων ήταν εκεί. Δίπλα μου. Σαν αδελφός. Αδελφός. Τέτοια εποχή περίπου…8 Ιουλίου. Και εγώ ένιωσα ότι με το που έφυγε ο μπαμπάς μου ήταν  σαν να μου πήρε κάποιος όλα μου τα καλοκαίρια. Αυτά τα καλοκαίρια. Στην Αλιστράτη Σερρών. Ίσως για αυτό να τα ψάχνω, να τα αναπολώ και να τα μοιράζομαι μαζί σου….

Αν μου λείπουν;

Πολύ.

Παρά πολύ.

Και τα καλοκαίρια.

Και ο μπαμπάς μου.

Και επειδή η ζωή συνεχίζεται με πίκρες αλλά και γλύκες, έχω αγοράσει κοκ. Να τα φάμε παρέα με το γιο μου.

Δεν έχει ξαναφάει κοκ…..