Μοναχικό Δίκαιο – Επίσκοπος και Πρεσβύτερος – Υπό του Ακαδημαϊκού & Καθηγητού Δρ. Αλέξιου Παναγόπουλου

Αγαπητοί αναγνώστες όπως έχω αναφέρει, σπούδασα στη Σερβία όπου και αξιώθηκα να τιμήσω τη Χώρα μας στο εξωτερικό τόσο ως διδάκτωρ τριών διαφορετικών επιστημών, όσο και ως πανεπιστημιακός διδάσκαλος, αλλά και ως τακτικό μέλος ως Έλλην, της σλαβικής Ακαδημίας των Επιστημών Βελιγραδίου και Μόσχας και ως Έλλην μέλος του διοικητικού συμβουλίου συγγραφέων και λογοτεχνών Σερβίας. Έλεγε λοιπόν ο αείμνηστος καθηγητής της πατρολογίας επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς ότι σίγουρα καλά λέμε, επικρίνοντας την Εσπερία και τον Πάπα, για την κοσμική εξουσία που απέκτησε, αλλά και σε μας στην καθ’ ημάς Ανατολή, ρωτούσε, μήπως ο κάθε Επίσκοπος έχει γίνει ένας μικρός Πάπας, με τη δεσποτοκρατία που επικρατεί; Ή όπως ένας αγιορείτης μεταφορικά μας έλεγε: δες-πότης, δηλ. ο πότης της μάταιας δόξας.
Ο ίδιος ο καθηγητής επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς βαθιά συνειδητοποιημένος δεν φορούσε αυτή τη μεταλλική μήτρα που φορούν όλοι οι Επίσκοποι κατά τους τελευταίους 4-5 αιώνες, αλλά αυτός φορούσε ένα χρωματιστό υφασμάτινο με στράπλες αντ’ αυτής της μεταλλικής. Ακόμα και οι ηγούμενοι τελευταία απέκτησαν αντί ξύλινης μεταλλικής ράβδου, και μανδύες και κάποιοι κάποιοι και μήτρες μεταλλικές με τις μεταλλικές ράβδους κυρίως στη Ρωσία, κι αλλού. Ο σάκος, η μεταλλική μήτρα, η μεταλλική ράβδος κι ο μανδύας, είναι Αυτοκρατορικά Σύμβολα, τα οποία έφερε ως «επίσκοπος των εκτός» ο εκάστοτε Αυτοκράτορας.
Αυτά τα ιερά σύμβολα του Γένους, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να φέρει μόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως Εθνάρχης του Γένους. Αφού μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου – Δράγας (υιού της σερβίδας Έλενας Δράγας, κατόπιν αγίας Υπομονής, της οποίας η τιμία κάρα βρίσκεται εις Όσιο Πατάπιο Λουτρακίου), δεν έχουμε Αυτοκράτορα. Με τη πτώση της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης και από επί Γενναδίου Σχολαρίου ο Εθναρχικός ρόλος του Οικουμενικού Πατριάρχου ήταν για το Γένος Σύμβολο Ενότητας. Αλλά αργότερα δυστυχώς από ματαιοδοξία επεκτάθηκε η συνήθεια αυτή, ώστε να φέρει τα ιερά Αυτοκρατορικά Σύμβολα κι ο εκάστοτε Επίσκοπος ή βοηθός επίσκοπος. Δίχως δυστυχώς το θέμα αυτό να έχει συζητηθεί σε μία Πανορθόδοξο Σύνοδο, ότι τα ιερά αυτοκρατορικά σύμβολα, κατ’ επέκταση να δικαιούται να τα φέρουν όλοι οι Επίσκοποι, ή συγκεκριμένα μόνο ο εκάστοτε Πατριάρχης των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, καθώς και οι Πατριάρχες των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ως κι αυτοί Εθνάρχες του λαού τους.
Ένας άγιος Πατριάρχης των τελευταίων ετών ήταν κι ο μακαριστός Παύλος Σερβίας. Τον έζησα από κοντά, τον συνόδευα ταπεινά σε ακολουθίες και εσπερινούς στην πόλη του Βελιγραδίου, με τα πόδια ή με το τρόλεϊ ή και το τράμ, μου προλόγισε δύο βιβλία μου, ένα για τον επίσκοπο νεομάρτυρα Πλάτωνα Μπανιαλούκας κι ένα για τον όσιο Ιουστίνο Πόποβιτς. Αυτός λοιπόν ο άγιος Πατριάρχης, όταν μία φορά είδε τα λουξ αυτοκίνητα παρκαρισμένα έξω απ’ το Πατριαρχείο του, ρώτησε, μήπως έχουν οι διπλανές πρεσβείες της Αυστρίας και Γαλλίας κάποια υψηλή συνάντηση και τότε του είπε ο πορτάρης παρουσία μου (ήταν μήνας Μάϊος, όπου έχει Σύνοδο η Ιεραρχία του), όχι Αγιώτατε, αυτά είναι τα αυτοκίνητα των Ιεραρχών Επισκόπων της Συνόδου Σας! Τότε είπε με την απλότητά του, άραγε τι θα γινόταν εάν οι Επίσκοποί μας, δεν είχαν δώσει την μοναχική ιερή υπόσχεση της ακτημοσύνης και της υπέρ των πτωχών και των αδυνάτων; Υπονοώντας σε μας τότε παρόντες, ότι πιθανόν να ερχόντουσαν και με ελικόπτερα!
Προ τριμήνου πήγα στο πάλαι ποτέ ελληνικό Ντουμπρόβνικ με το μέχρι σήμερα διασωζόμενο μικρό τμήμα του κοιμητηρίου με ελληνικά ονόματα, και σε μισή ώρα πάνω οδικώς στη Μονή Τβρντος, όπου εφησύχαζε ο μακαριστός καθηγητής επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς. Στο μνήμα του διαβάσαμε τρισάγιο, εκεί δεν θα δεις «μήτρα» πουθενά, όπως μου επιβεβαίωσε σε άριστα ελληνικά ο π.Ιάκωβος, μάλιστα μας είπε ότι συχνά, τους έλεγε: Δείτε τις αγιογραφίες των Αγίων Ιεραρχών, κανείς τους δεν φορά ούτε μήτρα, ούτε σάκο, ούτε άλλα μεταλλικά αντικείμενα. Πόσο απομακρυνθήκαμε απ’ την ταπεινή ορθόδοξη παράδοσή μας και πήραμε τα ξένα διακριτικά του αυτοκράτορα και των οφφικιούχων του των δεσποτάδων δηλ. των τοπικών ηγεμόνων. Ο κάθε επίσκοπος ενώ είχε τη θέση του μέσα στο Ιερό πίσω απ’ την Αγία Τράπεζα βλέποντας προς το λαό, με την πτώση της Βασιλεύουσας έλαβε και το θρόνο του Αυτοκράτορα έξω απ’ το Ιερό. Σήμερα, ενώ κάνουμε λόγο χριστιανικής θεωρίας, απέχουμε πολύ της ταπεινής έμπρακτης αγιολογικής πράξης!

Τώρα θα μπούμε στο ειδικότερο θέμα μας. Την Ιεροσύνη χορηγεί ο τρίτος βαθμός της Ιεροσύνης που είναι ο Επίσκοπος, εις το όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Ο επίσκοπος έχει γίνει πρώτα πρώτα μοναχός, κι έχει δώσει τις μοναχικές υποσχέσεις, σύμφωνα με το μοναχικό δίκαιο, κατόπιν γίνεται ιεροδιάκονος και πρεσβύτερος. Πρωτοχριστιανικά όλοι οι πρεσβύτεροι μπορούσαν να είναι υποψήφιοι και για επίσκοποι. Κατόπιν επικράτησε οι υποψήφιοι για επίσκοποι, κυρίως να είναι οι άγαμοι πρεσβύτεροι. Τον επίσκοπο παλιότερα εξέλεγε κλήρος και λαός και σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες τον χειροτονούν τουλάχιστον τρείς επίσκοποι. Επίσκοπος που χειροτονείται υπό ενός επισκόπου θεωρείται άκυρη η χειροτονία του, μη έγκυρη και αντικανονική.
Η ιεροσύνη του δεύτερου βαθμού δηλαδή του πρεσβυτέρου, όταν αυτή αποκτάται, συναποτελεί ανεξάρτητο βαθμό και είναι αυτοδύναμος εις την ενέργειά του. Η Ιεροσύνη χορηγείται άπαξ και διαπαντός μέσω των χειρών του επισκόπου, ο οποίος είναι η πηγή της Ιεροσύνης. Ο εκάστοτε νομοκανονικός επίσκοπος ενώ είναι η πηγή της Ιεροσύνης, δεν είναι η πηγή των Ιερών Μυστηρίων. Η Πηγή των Ιερών Μυστηρίων είναι μόνο η Ιεροσύνη, που έχει εκ του Κυρίου Χριστού χορηγηθεί στον άνθρωπο.
Το ένα και κυρίως Ιερό Μυστήριο, δηλαδή η Ιεροσύνη, που είναι η Πηγή Όλων των άλλων Μυστηρίων, το κατέχει ο επίσκοπος, απ’ τον Κύριο Ιησού Χριστό και Μόνο διά του Χριστού μπορεί να το μεταδίδει στους άλλους ανθρώπους. Μόνο ο επίσκοπος χειροτονεί! Ο πρεσβύτερος ενώ λαμβάνει το χάρισμα της Ιεροσύνης και κατέχει τη Πηγή Όλων των Θείων Μυστηρίων, δεν κατέχει το δικαίωμα ενός Μυστηρίου, δηλ. τη μετάδοση της Ιεροσύνης.
Ως κάτοχος της Πηγής ο πρεσβύτερος μπορεί και ενεργεί αυτοδύναμα και για Όλα τα άλλα Θεία Μυστήρια. Ο επίσκοπος ενώ χορηγεί και δίδει την Ιεροσύνη διά του Χριστού, επ’ ονόματι του Χριστού, εντούτοις, Δεν έχει έκτοτε τη δύναμη ούτε την εξουσία, να την Αφαιρέσει. Μπορεί μόνο να επιβάλει κάποια ποινή όπως την αργία έως ενός μηνός ή την αναστολή των ιερατικών πράξεων, για ένα μικρό διάστημα. Καθότι για την επιβολή της μεγαλύτερης ποινής ή της τιμωρίας χρειάζεται ως βοηθούς και συνδικαστές του, τους πρεσβυτέρους. Δηλαδή ο επίσκοπος χρειάζεται την απόφαση του επισκοπικού δικαστηρίου, για να τιμωρήσει για ένα περισσότερο διάστημα και το οποίο μπορεί να επιβάλει ποινή έως και έξι μήνες. Κατόπιν εάν και εφόσον συντρέχουν νομοκανονικοί λόγοι για την καθαίρεση του πρεσβυτέρου, δεν μπορεί ο επίσκοπος από μόνος του να αποφασίσει την καθαίρεση, αλλά οφείλει να διαβιβάσει αιτιολογημένα την εισήγησή του στην Ιερά Σύνοδο.
Στην περίπτωση που για νομοκανονικούς λόγους αποφασιστεί η Καθαίρεση του πρεσβυτέρου, δεν γίνεται λόγος, ούτε λογίζεται να γίνει αφαίρεση της Ιεροσύνης, αλλά επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας αναστολής της τέλεσης των ιερατικών πράξεων. Δηλαδή ουχί αφαίρεση της Ιεροσύνης, αλλά την απαγόρευση της τέλεσης των απορρεόντων εξ’ αυτής Μυστηρίων. Απόδειξη αυτής της κατάστασης ότι η Ιεροσύνη ποτέ δεν παύει, είναι ότι εφόσον αναθεωρηθούν οι λόγοι της Καθαίρεσης, ο πρεσβύτερος επιστρέφει στα καθήκοντά του, δίχως και πάλι χειροτονία ή αναχειροτονία.
Αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε περισσότερο ως πραγματικότητα καθότι η Ιερωσύνη είναι Ιερό Μυστήριο, το Μυστήριο των Μυστηρίων, με ειδική ιερή ακολουθία και ειδικές ευχές – προσευχές. Ενώ η Καθαίρεση, είναι μία διοικητική πράξη και απόφαση, η οποία απόφαση μπορεί να ανακληθεί με κάποια άλλη απόφαση, όταν πλέον δεν θα συντρέχουν οι λόγοι της επιβολής της αρχικής ποινής. Έτσι, ο κληρικός επανέρχεται στα πριν ιερατικά καθήκοντά του και στην θέση του. Όπως είναι γνωστό Όλα τα Μυστήρια έχουν ανεξάλειπτο χαρακτήρα, κατανοούμε ακόμα περισσότερο πόσον ξεχωριστό είναι το ιερό μυστήριο των μυστηρίων, δηλ. της Ιεροσύνης.
Ανεξάλειπτο χαρακτήρα έχουν όλα τα Ιερά Μυστήρια τόσο με την τέλεση της Ακολουθίας τους όσο κι αυτό του Ορθόδοξου Χριστιανικού Γάμου, καθώς και με την τέλεση της Ακολουθίας της Μοναχικής Κουράς. Για να γίνει κι αυτό κατανοητό περισσότερο σημειώνουμε ότι εάν ο Ορθόδοξος Γάμος διαλυθεί κανονικά με απόφαση επισκόπου, οι πρώην διαζευγμένοι σύζυγοι μπορούν και πάλι να ξαναενωθούν δίχως την επανάληψη του Θείου Μυστηρίου του Γάμου. Όσον αφορά την Ευχή που έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια για την εκ νέου ένωση των συζύγων είναι παρείσακτος, που πιθανόν εισήχθη για λόγους ευσεβείας. Εδώ όμως θα πρέπει να προσέξουμε ότι είναι η διαφορά αυτή, που στην περίπτωση κατά την οποία οι δύο σύζυγοι επιθυμούν να ξαναενωθούν, δεν θα πρέπει, ούτε ο ένας εξ’ αυτών, να έχει τελέσει δεύτερο Γάμο.
Εάν μετά τη νομοκανονική διάλυση του Γάμου έστω κι εάν ο ένας εκ των πρώην συζύγων προέβη σε τέλεση δεύτερου Γάμου και μετά απ’ αυτόν τον δεύτερο Γάμο θελήσει να επανασυνενωθεί με τον ή την πρώην σύζυγο, αυτό καθίσταται πλέον αδύνατο να γίνει, γιατί μεσολάβησε ο δεύτερος Γάμος, που αυτομάτως κατήργησε τον πρώτο Γάμο και για τους δύο. Στην περίπτωση εκείνη που οι πρώην σύζυγοι παρότι που τελέστηκε δεύτερος Γάμος και εφόσον αυτός λύθηκε, συνεχίζουν να επιθυμούν να ξαναενωθούν, θα πρέπει να τελέσουν Τρίτο Γάμο.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στο Μοναχικό Δίκαιο όταν ο μοναχός ή η μοναχή που πλέον απεσχηματίσθηκε ή θέλησε κι έφυγε από τη Μονή και νυμφεύθηκε, όμως εάν και μετά τη διάλυση του Γάμου τους, για τον οποιοδήποτε δικό τους λόγο, λόγω θανάτου του ενός ή λόγω διαφωνίας μεταξύ τους, επιστρέφει ο μοναχός ή η μοναχή στο Μοναστήρι και στη μοναχική ζωή, δίχως να γίνει νέα κουρά!
Είναι σημαντικό να διερευνήσουμε τις πανάρχαιες ευχές για τη χειροτονία πρεσβυτέρου, κυρίως απ’ τους μεταποστολικούς χρόνους. Ήδη απ’ τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., η «Διδαχή των Αποστόλων», καθώς και οι «Αποστολικές Διαταγές» απ’ τον τρίτο αιώνα, κάνουν ξεκάθαρο λόγο για την αρμοδιότητα και εξουσία που λαμβάνει ο πρεσβύτερος, απ’ την ώρα εκείνη της χειροτονίας του, να τελεί τη Θεία Λειτουργία, με τη δύναμη της Ιεροσύνης που έλαβε μέσω του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, και επ’ ουδενί Δεν γίνεται λόγος επ’ ονόματι του επισκόπου.
Σύμφωνα και με το εξής συγκεκριμένο τμήμα απ’ την ευχή χειροτονίας πρεσβυτέρου: «και υπέρ του λαού σου Ιερουργίας αμώμους εκτελεί δια του Χριστού σου» (Αποστολικές Διαταγές, τόμ. 2ος, σελ. 160). Η Θεία Λειτουργία δεν είναι Μόνο υπόθεση του επισκόπου, που την εκχωρεί κάθε φορά στον πρεσβύτερο, όπως τα τελευταία χρόνια είχε γίνει μία τέτοια προσπάθεια να υιοθετηθεί αυτή η εσφαλμένη άποψη.
Σημειωτέον είναι ότι στις πανάρχαιες ευχές για τη χειροτονία πρεσβυτέρου, καθώς και των άλλων βαθμών, της πρωτοχριστιανικής εποχής, η Εκκλησία μας στήριξε και τον σημερινό τύπο των χειροτονιών. Το λεγόμενο «Λατινικό κείμενο» ή αλλιώς ως δήθεν «Αποστολική παράδοση» δεν έχει βρει σπουδαία επιστημονικά ερείσματα, γι’ αυτό και αδυνατούμε να το λάβουμε σοβαρά υπόψη.
Πάνω σε αυτά τα κείμενα βασίζονται κάποιοι και ισχυρίζονται ότι ο πρεσβύτερος απ’ την αρχή δεν είχε αυτόνομο δικαίωμα να τελεί την Θεία Λειτουργία, η οποία βρισκόταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του επισκόπου. Για τον πρεσβύτερο ισχυρίζονται ότι είχε κάποιες άλλες διακονίες και χειροτονείτο για το κήρυγμα και το βάπτισμα. Εξαιτίας της αύξησης του αριθμού των πιστών και της παράλληλης αύξησης των ενοριών και των χριστιανικών κοινοτήτων, ο επίσκοπος αναγκάσθηκε με άκρα συγκατάβαση να εκχωρήσει τη Θεία Λειτουργία στον πρεσβύτερο. Και συμπεραίνουν ότι το κατ’ ανάγκη δοθέν απ’ τον επίσκοπο, για κάποιους, μπορεί να σημαίνει ότι όποτε θέλει ο επίσκοπος να το παίρνει πίσω! Αλλά, μπορεί νομοκανονικά να τα πάρει πίσω; Έστω κι εάν δεχθούμε ότι από συγκατάβαση λόγω των ποιμαντικών αναγκών του εκχώρησε αρμοδιότητες τέλεσης ακολουθιών;
Ο επίσκοπος μπορεί να εκχωρεί στον πρεσβύτερο, αλλά τι; Εκχωρεί το κήρυγμα, καθώς και τα λεγόμενα οφίκια όπως του αρχιμανδρίτου και του οικονόμου, κ.ά., καθώς και τη χειροθεσία των αναγνωστών, του υποδιακόνου, επίσης την πνευματική πατρότητα του εξομολόγου, την κουρά των μοναχών, και για τα των εγκαινίων των ναών, των αντιμινσίων, κτλ. Τα οφίκια αυτά, ενώ τα εκχωρεί ο επίσκοπος στον πρεσβύτερο, δεν μπορεί, αδυνατεί, να του τα πάρει πίσω, ή να τα αφαιρέσει εξ’ ολοκλήρου, μπορεί μόνο να αναστείλει τη χρήση τους, για ένα χρονικό διάστημα, μετά από ισχυρούς λόγους αιτιολογίας και ουχί αυθαίρετα (πρβλ. Άπαντα, Συμεών Θεσσαλονίκης).
Μία άλλη εσφαλμένη και ανυπόστατη θεωρία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το Αντιμίνσιο εικονίζει και συμβολίζει τον επίσκοπο, το οποίο θα πρέπει να έχει ενώπιόν του ο πρεσβύτερος κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, ωσάν παρουσία επισκόπου. Είναι μία ανιστόρητη άποψη και ψευδής θεωρία, που σε κάποιους έχει προχωρήσει ανεπανόρθωτα, αφού ισχυρίζονται ότι μόνο έτσι είναι έγκυρη η Θεία Λειτουργία, ώστε να κατέλθει το Άγιο Πνεύμα εις τα θεία δώρα, αλλιώς δεν κατέρχεται και είναι άκυρα.
Φοβερές κι ανύκουστες παράνοιες! Όπως, πολύ εσφαλμένα έχει εισέλθει στην νοοτροπία κάποιων να πιστεύουν ότι την Κυριακή δεν γονατίζουμε! Πράγματι την Κυριακή δεν γονατίζουμε γιατί είναι Αναστάσιμη ημέρα χαράς και ευφροσύνης. Όμως, ας προσέξουμε πολύ, άλλο το δεν γονατίζουμε την Κυριακή, για τη γονατιστή κατά μόνας ιδιωτική προσευχή, κι άλλο είναι εκείνη η Ιερή Στιγμή της Θείας Ευχαριστίας: «τα σα εκ των σων», όπου ο Ίδιος ο Κύριος βρίσκεται παρών και Θυσιαζόμενος και τον προσκυνούν όλοι οι Άγιοι, Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Ταξιαρχίες και Ουράνιες Δυνάμεις, και συμβαίνει κάποιος φθαρτός άνθρωπος να φιλοσοφεί, να σκέφτεται, άραγε να γονατίσω τώρα, ή όχι, ενώπιον του Φοβερού Κριτού των Αιώνων!! Κι από ανθρώπινη αλαζονία κάποιοι, ενώ μπορούν από λόγους υγείας, δεν γονατίζουν κατ’ αυτή την ιερή στιγμή: «τα σα εκ των σων» εις την αόρατη παρουσία του Φοβερού Κριτού της Οικουμένης.
Αλλά να κι έτσι, πολλά διαστρεβλώθηκαν, μέσα στην εκκλησιαστική ιστορική πορεία και διέστρεψαν ακόμα και τη σημασία του Αντιμινσίου, καθότι από μόνο του, μας φανερώνει το τι μας συμβολίζει. Αντιμίνσιο είναι λατινική λέξη που ερμηνεύεται ως αντί – Αγίας Τραπέζης. Τα Αντιμίνσια επινοήθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε Θεία Λειτουργία στην ύπαιθρο, κυρίως σε περιπτώσεις διωγμών, για τις ανάγκες στον ελληνικό και βυζαντινό στρατό και σε ναούς που ακόμα δεν είχαν εγκαινιαστεί. Συμβολίζουν και αναπληρώνουν την μη εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα. Τα αντιμίνσια είναι εγκαινιασμένα και συνήθως στα άκρα τους φέρουν τα τίμια Άγια Λείψανα για τη τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Το Αντιμίνσιο δεν συμβολίζει ουδόλως τον επίσκοπο, αλλά αντικαθιστά την Αγία Τράπεζα, και επινοήθηκε η χρήση τους για τους αναγκαίους πρακτικούς λόγους και σκοπούς. Σε εγκαινιασμένους ναούς δεν είναι απαραίτητο να ιερουργεί ο πρεσβύτερος με αντιμίνσιο, μπορεί να λειτουργεί με το λεγόμενο ειλητόν ή με ένα καθαρό ύφασμα. Είναι ισχυρή η άποψη του Αγ. Συμεών Θεσσαλονίκης που υποστηρίζει ότι με την εντολή του επισκόπου, ο πρεσβύτερος μπορεί ακόμα και να τελέσει και τα εγκαίνια σε ναό και να εγκαινιάσει αντιμίνσια με την υπογραφή του.
Δημιουργούνται αρκετά ερωτήματα για τον επισκοποκεντρισμό και τη θεωρία που λέγει ότι εάν μόνο ο επίσκοπος έχει τη χάρη να ιερουργεί κι εάν αυτή την εκχωρεί απλά τη χάριν στον πρεσβύτερο για να του ελαφρώσει τις υποχρεώσεις του. Τότε, γιατί δεν εκχωρεί ο επίσκοπος τη χάριν του αυτή και εις τον ιεροδιάκονο, ή επίσης και στον απλό λαϊκό; Μάλιστα, ο δε Τερτυλλιανός μας μνημονεύει ότι εις τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ότι συλλειτούργησε ακόμα και λαϊκός, με τη συγκατάθεση άδεια του ίδιου του επισκόπου του! Άραγε, ποιος να ήταν αυτός ο λαϊκός, σίγουρα θα ήταν ένας λαϊκός ιεροκήρυξ και διδάσκαλος της Εκκλησίας που γνώριζε την ιερατική και τη τελετουργική τάξη. Αλλού μας διασώζουν ότι έγινε βάπτιση από παιδιά, κι ότι και αναγνωρίσθηκε αυτή η βάπτιση.
Κάποιοι υποστηρίζουν την άποψη ότι εάν δεν μνημονευθεί ο επίσκοπος απ’ τον πρεσβύτερο είναι άκυρα τα Ιερά Μυστήρια που τελεί ο πρεσβύτερος! Κι αυτό είναι νομοκανονικό λάθος μέγιστον! Η μνημόνευση του επισκόπου είναι απαραίτητη, όχι για τη τέλεση εγκυρότητας των Ιερών Μυστηρίων, αλλά γιατί ο πρεσβύτερος οφείλει να έχει ενώπιόν του τη συμβολική εικόνα του αοράτου Κυρίου Ιησού Χριστού, που διασώζεται στο πρόσωπο του επισκόπου του. Η μνημόνευση του ονόματος του επισκόπου δηλώνει την απαραίτητη ενότητα που οφείλουν να έχουν και οι δύο, του επισκόπου με τον πρεσβύτερο και του πρεσβύτερου με τον επίσκοπο, με τον διάκονο και το πιστό λαό του Θεού. Εάν για κάποιο λόγο παύσει η μνημόνευση του επισκόπου απ’ τον πρεσβύτερο, συνιστά αντικανονική στάση και ο πρεσβύτερος καθαιρείται, μετά από σχετικό δικαστήριο με σχετική αιτιολογία. Μόνο τότε και αιτιολογημένα καθαιρείται ο πρεσβύτερος, επειδή έγινε η αιτία της διακοπής της ενότητας και διέσπασε την κανονική τάξη με τον επίσκοπο και την Εκκλησία του Χριστού. Τα Ιερά Μυστήρια που τέλεσε ο έως τότε πρεσβύτερος είναι όλα έγκυρα.
Ο επίσκοπος ομολογουμένως είναι η ορατή κεφαλή του Χριστού επί της γης, η πηγή της Ιεροσύνης, μετά απ’ το Χριστό και δια του Χριστού. Δια του επισκόπου και μέσω του Χριστού απορρέουν όλα τα σωστικά και αγιαστικά Θεία Μυστήρια και τα χαρίσματα μέσω της Ιεροσύνης, τα οποία δίδει ο επίσκοπος στον πρεσβύτερο.
Ο επίσκοπος οφείλει να βρίσκεται ως άγρυπνος φρουρός πάνω στη σκοπιά, να επισκοπεύει και να παρακολουθεί και να κατευθύνει και να καθοδηγεί όλη την τοπική Εκκλησία σύμφωνα με το Ιερό Ευαγγέλιο και τους Ιερούς Κανόνες. Στη περίπτωση που ο επίσκοπος δεν έχει ποίμνιο, όπως έχει διαμορφωθεί η σύγχρονη κατάσταση σε αλησμόνητες χαμένες επαρχίες στο εξωτερικό, τότε ο επίσκοπος χρησιμοποιείται απ’ τον Πατριάρχη για εκπροσωπήσεις ή αποστολές και ιερουργίες αντ’ αυτού. Ο Κάθε Πατριάρχης είναι Επίσκοπος, είναι ο Πρώτος μεταξύ Ίσων. Για λόγους διοικητικής φύσεως και καλής ευρυθμίας ο κάθε Πατριάρχης είναι αυτός που προΐσταται της Εκκλησίας του Λαού που εκπροσωπεί. Μόνο μία Πανορθόδοξος Σύνοδος είναι το ανώτατο θεσμικό όργανο, αυτό που έχει την πλήρη και απόλυτη νομοκανονική δυνατότητα να διευθετεί τη διασαλευθείσα τάξη στον χώρο της Ορθοδοξίας.
Οι θεωρίες που προσπαθούν να μειώσουν, υποσκελίσουν και ταπεινώσουν τον πρεσβύτερο είναι ανοησίες έως και βλασφημίες. Επαναλαμβάνουμε ότι ο πρεσβύτερος σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, μπορεί να είναι είτε έγγαμος είτε άγαμος. Εσφαλμένα έχει επικρατήσει στην σύγχρονη σημασιολογία της λέξης ο πρεσβύτερος να θεωρείται μόνο ο έγγαμος. Κάποιοι παρουσιάζουν μία ουρανομήκη διαφορά μεταξύ επισκόπου και πρεσβυτέρου και θεωρούν ότι η Θεία Λειτουργία είναι εκχώρηση του επισκόπου, αλλά ξεχνούν ότι η Θεία Λειτουργία τελείται εις το όνομα του Υιού του Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού, ο ειδώς εμέ και τον πατέρα είδε, και τρείς εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ. Σαφώς τα περί επισκοποκεντρισμού είναι θεωρίες νεωτερισμών, από κάποιες βλάσφημες ματαιοδοξίες, που εισήλθαν μετά την πτώση κυρίως της Βασιλεύουσας, και υποστηρίζουν ότι ακόμα και η από αφέλεια, μη μνημόνευση του επισκόπου, ακόμα και στην περίπτωση δηλ. που ο πρεσβύτερος ξέχασε να τον μνημονεύσει, ότι δεν κατέρχεται το Άγιο Πνεύμα κι ότι είναι άκυρο το Ιερό Μυστήριο. Ιδού βάθος βλάσφημης ανοησίας!
Η θεωρία των Ορθοδόξων επισκοπελιανών έχει εμφανιστεί τους τελευταίους αιώνες. Είναι οι ακόλουθοι οπαδοί της αντικανονικής θεωρίας ότι «δίχως τη μνημόνευση του επισκόπου απ’ τον πρεσβύτερο δεν κατέρχεται το Άγιο Πνεύμα», κι αυτοί ως ορθόδοξοι επισκοπελιανοί χρησιμοποιούν ως δήθεν πηγή της θεωρίας τους, τον Άγ. Ιγνάτιο Θεοφόρο. Η επίκληση αυτής της θέσης απ’ τον Άγ. Ιγνάτιο αποτελεί το ισχυρό επιχείρημα αιτιολογίας τους για την απολυτότητα του επισκοπικού αξιώματος, απ’ όλα τα πρωτοχριστιανικά κείμενα της πρωτοχριστιανικής γραμματολογίας. Εάν δεν θα υπήρχε η επισκοποκεντρική θέση του Αγ. Ιγνατίου, θα κινδύνευε να σταθεί ούτε και προς συζήτηση, αφού θα δημιουργούσε βασικές αμφιβολίες ευθύτητας ή γνησιότητας, καθότι στα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν έχουμε καμία ξεκάθαρη πληροφορία για τα περί του επισκοποκεντρισμού του επισκόπου. Οφείλουμε να το επαναλάβουμε κι εδώ ότι στα καινοδιαθηκικά κείμενα εναλλάσσεται η σημασιολογική έννοια του επισκόπου με τον πρεσβύτερο και του πρεσβυτέρου με τον επίσκοπο.
Παρότι έχουμε τη πληροφορία για τις χειροτονίες επισκόπων που αναφέρονται στον Τίτο και στον Τιμόθεο, σε άλλο σημείο ξεκάθαρα τονίζει ότι «μη αμέλει του εν σοί χαρίσματος, ό εδόθη σοι, μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου» (Τιμ. 4, 14), όπου δηλώνεται ξεκάθαρα ότι περισσότεροι του ενός επίσκοποι και μάλιστα μαζί τους και οι πρεσβύτεροι ως γηραιόν πρεσβυτέριον έθεταν τα χέρια τους προς τη χειροτονία του επισκόπου, μαζί με επισκόπους! Το ερώτημα τώρα που δημιουργείται είναι, το ποιοι ήταν αυτοί, τι εξουσία είχαν και ποια ιδιότητα είχαν; Το ότι οι ακόλουθοι της επισκοπελιανής θεωρίας χρησιμοποιούν μόνο την άποψη ή θέση του Αγ. Ιγνατίου, σίγουρα κάνουν λάθος, παραβλέποντας ή αγνοώντας πολλά άλλα ιστορικά στοιχεία.
Για να διευκρινίσουμε όσον αφορά τον παραλήπτη των επιστολών του Αγ.Ιγνατίου, αυτός είναι ο λαός του Θεού στην πόλη της Σμύρνης, της Εφέσου, κτλ., και κυρίως παραλήπτες είναι τα λαϊκά μέλη της εκεί χριστιανικής κοινότητας. Τους οποίους πιστούς αυτών των χριστιανικών κοινοτήτων τους προτρέπει αρχικά σε υπακοή, σε υποταγή στον επίσκοπό τους, αλλά όχι στους πρεσβυτέρους! Αλλά στη συνέχεια των προτροπών του συνιστά εξ ίσου την υπακοή και στον βαθμό του πρεσβυτέρου, αλλά και του διακόνου. Γραφεί σχετικά: «υποτασσόμενοι τω επισκόπω και τω πρεσβυτέρω» (Εφεσίους, σελ. 264, ΒΕΠΕΣ).
Παρότι γράφει και μνημονεύει ξεχωριστά «τω επισκόπω», στα περισσότερα σημεία των επιστολών του μνημονεύει αναφέροντας εξίσου «τω επισκόπω και τω πρεσβυτέρω και τοις διακόνοις». Οι οπαδοί της επισκοπελιανής θεωρίας διαστρέφουν τα λόγια του Αγ. Ιγνατίου όταν λέγουν ότι ο «επίσκοπος εστίν η κιθάρα και ο πρεσβύτερος αι χορδαί». Και βέβαια νομοκανονικά, έτσι είναι! Αλλά οι ακόλουθοι της επισκοπελιανής θεωρίας σκοπίμως παραβλέπουν ότι η «κιθάρα» δηλαδή ο επίσκοπος, δίχως τις «χορδές» άχρηστος, δηλ. νεκρή άχρηστη η «κιθάρα». Όπως και το αντίθετο, χωρίς κιθάρα είναι άχρηστες οι χορδές (ενθ’ ανωτ. σελ. 286). Ας διευκρινίσουμε ότι ο Άγ. Ιγνάτιος απευθύνει τις επιστολές του στα λαϊκά μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων προτρέποντας τους πιστούς να συμμετέχουν στις Ευχαριστιακές Συνάξεις, δίχως να μας αναφέρει ποιοι θα τις εκτελούν, δηλαδή οι επίσκοποι ή οι πρεσβύτεροι;
Οι ακόλουθοι της ως άνω θεωρίας υπέρ των επισκοποκεντρικών επισκόπων χρησιμοποιούν ως επιχείρημα και το χωρίο του Αγ. Ιγνατίου: «μηδείς χωρίς του επισκόπου τι πράσσων, εκείνη βεβαία Ευχαριστία ηγείσθω, ή υπό τον επίσκοπον ούσα ή ω αυτός επιτρέψει». Τώρα το ερώτημα που δημιουργείται είναι: Σε ποιόν θα επιτρέψει, ο επίσκοπος; Άραγε, σε όποιον θα θελήσει ο ίδιος να επιτρέψει, δηλ. ακόμα και σε έναν λαϊκό ιεροκήρυκα ή διδάσκαλο, όπως στην περίπτωση που παραπάνω αναφέρει ο Τερτυλιανός; (κι έτσι κι εδώ υπάρχει η ασάφεια).
Σε άλλο σημείο ο Άγ. Ιγνάτιος προτρέπει: «Ο χωρίς επισκόπω και πρεσβυτέρω και διακόνοις πράσσων τι ούτος ου καθαρός»! Εδώ η διαφορετική τοποθέτηση δηλώνει ότι πολύ πιθανόν στις επιστολές του να υπήρξε και κάποια αλλοίωση ή με την πάροδο του χρόνου να προστέθηκαν και κάποιες άλλες νεώτερες εξηγήσεις. Κι είναι πράγματι φοβερή η διαπίστωση στις συμπληρωματικές επιστολές του Αγ. Ιγνατίου, όπου επαναλαμβάνει αρκετά τα ίδια πράγματα (με τις όποιες γίνονται εμφανείς οι μεταγενέστερες ασαφείς προσθήκες), μάλιστα μας αναφέρει ως πιθανό, ότι ο 13ος Απόστολος ο Παύλος ήταν έγγαμος! (εάν πράγματι είναι δική του αυτή η θέση ή προσθήκη): «Ως Πέτρου και Παύλου και των άλλων Αποστόλων των γάμοις προσομιλησάντων» Φιλάδελφ., (σελ. 308, ΒΕΠΕΣ, τόμ., 13ος). Πιθανολογούν κάποιοι, ότι επειδή η εβραϊκή παράδοση θέλει όλους τους εξ’ εβραίων παντρεμένους με την προσδοκία απόκτησης τέκνων για τη πιθανόν απόκτηση του ερχόμενου Μεσσία των, θεωρούν ατιμία την αγαμία καθώς και το μη έχειν τέκνα κι ότι όλοι παντρεύονταν από νεαροί, δεν γνωρίζουμε όμως εάν αυτό ισχύει για όλους!
Επίσης, στην Διδαχή των Αγίων Αποστόλων γίνεται προτρεπτικός λόγος περίπου το 110-120μ.Χ., όπου εντέλλονται: «χειροτονήσατε επισκόπους και διακόνους». Εδώ δημιουργείτε το ερώτημα, οι Απόστολοι ποιους προτρέπουν να χειροτονήσουν επισκόπους; Άραγε, μήπως το κείμενο προτρέπει υπονοώντας τους πρεσβυτέρους, να χειροτονήσουν επισκόπους; Παρακάτω συνεχίζει το κείμενο: «υμίν γαρ λειτουργούσιν και αυτοί την λειτουργίαν των Προφητών». Όπου βλέπουμε καθαρά ξεκάθαρα ότι οι πρεσβύτεροι απ’ την αρχή χειροτονούντο για να τελούν τη Θεία Λειτουργία. Και από τους πρεσβυτέρους κάποιοι γίνονταν επίσκοποι.
Εάν για κάποιους ερευνητές οι Αποστολικοί Κανόνες και οι Αποστολικές Διαταγές είναι τυχόν μεταγενέστεροι περί του τρίτου αιώνα, η Διδαχή των Αγίων Αποστόλων είναι ξεκάθαρα το αρχαιότερο κείμενο και του δευτέρου αιώνα. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να μελετήσει και τον 8ο Αποστολικό Κανόνα, καθώς και την υποσημείωση με τα αρκετά χρήσιμα σχόλια που παραθέτει ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο Ιερό Πηδάλιο.
Επιπλέον έχουμε τη μαρτυρία του Ποιμένος του Ερμά, που επισημειώνει, προς τον πιστό χριστιανό: «συ δε αναγνώσει εις ταύτην την πόλιν μετά των πρεσβυτέρων των προϊσταμένων της Εκκλησίας», όπου γίνεται έκδηλο το ότι οι προϊστάμενοι της Εκκλησίας δεν είναι οι επίσκοποι, αλλά οι πρεσβύτεροι.
Μάλιστα την ίδια άποψη εκθέτει και ο Άγ. Πολύκαρπος Σμύρνης ως σύγχρονος του Αγ. Ιγνατίου, προτρέποντας τους πιστούς χριστιανούς να τιμούν τους πρεσβυτέρους, δίχως να αναφέρει τη λέξη «επισκόπους»: «υποτάσσωνται τοις πρεσβυτέροις και διακόνοις, ως προς Θεώ και Χριστώ».
Στην σύγχρονη πραγματικότητα όπως έχει καταγραφεί από επιστήμονες και ερευνητές η σύνθεση του επισκοπικού δικαστηρίου, με τους τρείς πρεσβυτέρους και τον γραμματέα, δεν εξυπηρετεί κανένα άλλο πρακτικό σκοπό, παρά μόνο συμβουλευτικό και συμβολικό, καθότι όταν ο επίσκοπος απαιτεί απ’ τα υπόλοιπα μέλη του επισκοπικού συμβουλίου να ευθυγραμμιστούν με τη δική του γνώμη δίκαιη ή άδικη, για την τελική απόφαση.
Πράγματι, μήπως μπορούν οι ασχολούμενοι με τα θέματα αυτά να μας διευκρινίσουν όχι τι λέει ο Νόμος της Πολιτείας για τη συγκεκριμένη περίπτωση ενστάσεως, αλλά τι λέγουν οι Ιεροί Κανόνες, στην περίπτωση που συμβεί κάποιοι απ’ τους πρεσβυτέρους που συναποτελούν το επισκοπικό δικαστήριο, κι όταν θα έχουν το θάρρος της γνώμης τους, να διαφωνήσουν με τον πρόεδρο-επίσκοπο; Κι εάν συμβεί να αποχωρήσουν απ’ την αίθουσα της ένδικης διαδικασίας διαμαρτυρόμενοι και διαφωνούντες με τη γνώμη του επισκόπου τους, τι θα γίνει, θα μπορεί ο επίσκοπος να τους αγνοήσει και να προβεί σε αυθαίρετη καταδικαστική απόφαση από μόνος του; Σε μία τέτοια διαφωνία ο κατηγορούμενος πρεσβύτερος και οι διαφωνούντες σύνεδροι ή μέλη του δικαστηρίου μπορούν να προσβάλλουν διοικητικά με τα ένδικα μέσα την μονομερή απόφαση του επισκόπου τους, ακόμα και στο Συμβούλιο της Επικρατείας! Ο δε 28ος Κανόνας της εν Καρθαγένη Συνόδου, παρέχει το δικαίωμα στον πρεσβύτερο όταν παραπεμφθεί σε δίκη υπό του επισκόπου, να προσκαλέσει να συμπαραστούν έξι πλησιόχωροι επίσκοποι, και τρείς ο διάκονος: «Εάν πρεσβύτεροι ή διάκονοι, κατηγορηθώσι, προζευγνυμένου του νομίμου αριθμού των εκ της πλησιαζούσης τοποθεσίας αιρετικών επισκόπων, ούς οι κατηγορούμενοι αιτήσονται, τουτέστιν επ’ ονόματι πρεσβυτέρου έξ, και του διακόνου τριών, ούν τούτοις αυτός ο ίδιος των κατηγορουμένων επίσκοπος, τας αιτίας αυτών εξετάσει».

Συμπεράσματα: Ο επίσκοπος είναι ο κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπος του Κυρίου Ιησού Χριστού επί της γης και η ορατή εικόνα Του, είναι εις τόπο και τύπο Χριστού, επίσης σε σχετικό βαθμό είναι και ο πρεσβύτερος, όμως δίχως πλέον να έχει το δικαίωμα να συγχειροτονεί.
Ο επίσκοπος είναι ωσάν διοχευτικός σωλήνας του Μυστηρίου της Ιεροσύνης εκ μέρους του Αγίου Πνεύματος. Ο πρεσβύτερος λαμβάνει την ιεροσύνη απ’ τον επίσκοπο, η οποία ιεροσύνη είναι η πηγή όλων των σωστικών και αγιαστικών Ιερών Μυστηρίων και των χαρίτων. Ο πρεσβύτερος ενεργεί ελεύθερα δυνάμει της ιεροσύνης του για τα απορρέοντα εξ’ αυτής, δίχως να έχει εξουσία να μεταδίδει την ιεροσύνη.
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο που λειτουργούσε με φαιλόνιο και δίχως μήτρα, η διαφορά μεταξύ επισκόπου και πρεσβυτέρου είναι ελάχιστη. Παρότι τα τελευταία χρόνια είχε γίνει μία προσπάθεια να παραποιηθεί η ρητή έννοια των λόγων του ιερού Χρυσοστόμου, πάραυτα, η φράση του το δηλώνει από μόνη της: «ου πολύ το μέσον των πρεσβυτέρων και των επισκόπων».
Ο επίσκοπος δεν χορηγεί αφ’ εαυτού την ιεροσύνη. Η ιεροσύνη χορηγείται μέσω του επισκόπου αλλά απ’ τον ίδιο τον Χριστό, το ίδιο και ο πρεσβύτερος δεν τελεί αφ’ εαυτού την Θεία Λειτουργία και τα άλλα Ιερά Μυστήρια, αλλά απ’ το Χριστό και το Άγιο Πνεύμα. Ο ορθόδοξος επίσκοπος και ο ορθόδοξος πρεσβύτερος ουδέποτε επιτρέπεται να πει «εγώ σε βαπτίζω», εγώ σε χρίω, εγώ σε μυρώνω, εγώ σε κήρω.
Ο επίσκοπος δεν εκχωρεί, δεν χορηγεί κάτι τι το προσωρινό και ανθρώπινο στον πρεσβύτερο, το οποίο όποτε θα θελήσει θα το πάρει πάλι πίσω, αλλά άπαξ και δια παντός με τη χειροτονία, του μεταδίδει την Ιεροσύνη, ως αναφαίρετο δικαίωμα. Μόνο όταν υπάρχουν νομοκανονικοί λόγοι αναστέλλεται η λειτουργία της Ιεροσύνης, όταν θα υπάρξουν κανονικοί λόγοι και υπό περισσοτέρων επισκόπων εξακριβωμένων. Σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης αναστέλλεται η τέλεση των ιεροπραξιών, αλλά η ιεροσύνη δεν αφαιρείται ακόμα και με την καθαίρεση.
Ο επίσκοπος από μόνος του δεν μπορεί να αναστείλει την τέλεση ιεροπραξιών απ’ τον πρεσβύτερο, παρά μόνο για διάστημα έως ένα μήνα, και εφόσον συντρέχουν κραυγαλέα κωλύματα. Όπως στην περίπτωση που ο πρεσβύτερος έκρινε σωστό να διακόψει για ένα διάστημα το μνημόσυνο του επισκόπου του, ο επίσκοπος μπορεί να τον παραπέμψει στην αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου.
Τα Αντιμίνσια δεν εκπροσωπούν ούτε συμβολίζουν τον επίσκοπο, αλλά την Αγία Τράπεζα. Εγκαίνια ναού και καθιέρωση αντιμινσίων με τη σύμφωνη γνώμη του επισκόπου του, μπορεί να κάνει και ο πρεσβύτερος βάζοντας την υπογραφή του.
Η ενότητα του πρεσβυτέρου και του επισκόπου έγκειται όχι στο αντιμίνσιο, αλλά στη μνημόνευση του ονόματος του επισκόπου και στην υπακοή. Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι ο πρεσβύτερος έκανε αντικανονική διακοπή της μνημόνευσης του ονόματος του επισκόπου, καθαιρείται μόνο απ’ την Ιερά Σύνοδο και όχι απ’ τον επίσκοπο (ας το προσέξουμε!).
Η χειροτονία του πρεσβυτέρου απ’ τον επίσκοπο δεν ονομάζεται εκχώρηση, αλλά Χορήγηση μόνιμης ιεροσύνης. Εκχώρηση γίνεται απ’ τον επίσκοπο μόνο για τα Οφίκια. Τα οποία μόνο αυτά μπορεί να ανακαλέσει ο επίσκοπος και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κι όχι για πάντοτε. Εκχώρηση λέγεται η άδεια του επισκόπου έτσι ώστε ο πρεσβύτερος να χειροθετεί αναγνώστες και υποδιακόνους, επιπλέον να κάνει τη μοναχική κουρά σε άνδρες ή γυναίκες, καθώς ομοίως του εκχωρεί και την άδεια να κηρύττει σε ναούς και να κάνει τα εγκαίνια ιερών ναών.
Μεγάλη αταξία μέσα στην Εκκλησία ήρθε μετά τη μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την υποχρέωση της εσπευσμένης αλλαγής απ’ το παλιό στο νέο εορτολόγιο το 1924. Σήμερα το νέο παπικό εορτολόγιο μας έχει επιβάλει να ζούμε μέσα σε έναν εορτολογικό κύκλο παλαιού και νέου. Σήμερα που όλα έρχονται δήθεν ως νέα, εμείς οι πιστοί θέλουμε ότι πιο παλιό. Γενικά ότι μιλά για νέο νεωτερισμό, για νέα εποχή, για νέα τάξη πραγμάτων κτλ., αποδίδεται στο χρόνο της προετοιμασίας της κυριαρχίας του νέου μεσσία του αντι-χρίστου, του νέου ηγέτη, της νέας τάξης πραγμάτων. Πίσω απ’ τον οποίο θα τρέχουν οι περισσότεροι, ακόμα και κάποιοι που ακολουθούν το παλαιό εορτολόγιο, κι όσοι αποδέχθηκαν ή θα αποδεχθούν το αντί-χριστο σύστημα διακυβέρνησης.
Ο άνθρωπος γνώρισε την αλήθεια, την έμαθε, αλλά δεν τη θέλησε, προσκολλημένοι στο νέο σύστημα και στο άρμα της νέας εποχής, θα πορευτεί ο κόσμος έως τα έσχατα. Ενόσω βολεύεται και αδιαφορεί για τη πνευματική του προκοπή, αφήνεται στη ρομποτική μεταλλαγμένη κοινωνία, τη δίχως ανθρωπισμό. Μέσα σε εκατό χρόνια το αντίχριστο σύστημα κατάφερε να φέρει τον κόσμο εκεί που ήθελε, στην πλήρη εκκοσμίκευση και στο νεωτερισμό πάσης μορφής και έκφρασης. Τα τέκνα του αιώνος τούτου που προσκύνησαν το αντί-χριστο Σύστημα και τον πονηρό δεν θα πεθαίνουν, αλλά θα ψωφούν, σχολιάζει ένας αγιορείτης, όπου εκεί στους αιώνες των αιώνων θάνε δίχως την ανάπαυση, ως λέγει η Γραφή. Όπως και αρκετοί σήμερα ζητούν την καύση των νεκρών τους ενώ η Ορθόδοξη Παράδοση μιλά ρητά για ενταφιασμό.

Ο Κύριος όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο: εφώνει, εφώναζε και δυναμικά δίδασκε, ετοιμαζόταν για το μαρτύριο του Σταυρού, κι εμείς σήμερα γίναμε χλιαροί και ευάλωτοι της καλοπέρασης και του καναπέ. Τελευταία δεχθήκαμε ως Λαός να γιορτάσουμε την Ανάσταση του Κυρίου, ημέρα Μεγάλου Σαββάτου! Φορέσαμε μάσκες στους Ιερούς Ναούς, φοβηθήκαμε να μην πεθάνουμε, φοβηθήκαμε να μην πάμε στον Κύριο λίγο γρηγορότερα! Απαγορεύθηκε και η Θεία Ευχαριστία σε πιστούς! Ένας γηραιός Μητροπολίτης πρώην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος, αναγκάστηκε και αφόρισε τον πρωθυπουργό, την υπουργό παιδείας και τον υφυπουργό αμύνης. Ο ίδιος έχει ζητήσει την παραίτηση και της Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία ως ανώτατη δικαστικός ψήφισε υπέρ των μνημονίων, υπέρ του σκοπιανού ζητήματος ονομασίας, υπέρ ορυχείων των σκουριών της Χαλκιδικής, υπέρ της κατήργησης του επιδόματος στην Ελληνίδα πολύτεκνη μητέρα, κτλ., ενώ παρίσταται με δέος εις την εξόδιο του κοιμηθέντος δημάρχου Ιωαννίνων που είχε την ισραηλινή σημαία, κι όταν παρελαύνει η ελληνική σημαία κάθεται με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, με δημόσια συνοδεία του συμβίου της. Ή, όπως έκανε ο πρώην πρωθυπουργός Α. Τσίπρας στη κατάθεση Στεφάνων, όπου έβαζε ανάγωγα τα χέρια του μπροστά του, κι όταν βρέθηκε στην Αμερική για τον εθνικό αμερικάνικο ύμνο στάθηκε κλαρίνο προσοχή με τη συμβία του. Αυτά γίνονται δημόσια πιθανόν για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία.
Η υποχρεωτικότητα που επιβλήθηκε για ένα αγνώστου περιεχομένου σκεύασμα «εμβόλιο» και η προτροπή απ’ τα χείλη των ορθοδόξων ρασοφόρων να ακούγεται το κοσμικό: διαλέξτε το θάνατο ή τη ζωή. Κι ότι σχεδόν οι περισσότεροι επίσκοποι πλην εξαιρέσεων είναι μπολιασμένοι, αδυνατούμε να το πιστέψουμε! Τελέστηκαν Θείες Λειτουργίες κεκλεισμένων των θυρών, με τον ψάλτη και τον επίσκοπο! Νομοκανονικά απαράδεκτο! Άραγε μήπως ζούμε στην εποχή της Αποκάλυψης Ιωάννου και δεν το έχουμε αντιληφθεί;
Το μοναχικό δίκαιο θέλει τον επίσκοπο να είναι ο άγρυπνος επί-σκοπού φύλαξ του ποιμνίου και οι μοναχικές του υποσχέσεις να τον καθοδηγούν. Δεν έδωσε μόνο τις υποσχέσεις της μοναχικής κουράς στη Μονή της μετανοίας του, αλλά κατόπιν ως διάκονος και πρεσβύτερος έδωσε υποσχέσεις για τις ψυχές των πιστών. Επίσης ως επίσκοπος κατά τη χειροτονία του, όπου κι οι υποσχέσεις του αυξήθηκαν υπέρ του ποιμνίου. Ο γνωρίζων ότι βρίσκεται τοποθετημένος ως σκοπός σε σκοπιά, δεν έχει επισκοποκεντρισμό ούτε επισκοπισμό και δεσποτισμό, ούτε αρχομανία, γνωρίζει ότι εάν θέλει να είναι πρώτος μέσα στην χριστιανική κοινότητα της επαρχίας του, οφείλει να είναι διάκονος πάντων εν αγάπη. Η επισκοποκρατία και ο δεσποτισμός θυμίζει παπισμό κι αυτά είναι ξένα στοιχεία για τον ειλικρινά ταπεινό επίσκοπο, που χαίρει της αγάπης του πρεσβυτερίου και των πιστών.
Η μητρολαγνία που έχει εμφανιστεί τους τελευταίους αιώνες είναι φαινόμενο πλήρους εκκοσμίκευσης και νεωτερισμού των εσχάτων. Εμφανίστηκε λίγο μετά από τότε που οι επίσκοποι άρχισαν όλοι να γίνονται μητροφόροι. Στην Ρωσία αυτό έχει γίνει κατά πλεονασμό. Άρχισαν όλοι οι επίσκοποι να ορέγονται όχι μόνο της επισκοπής τους, που δικαίως και αγιογραφικά ορέγοντο, αλλά να θέλουν να φορούν και τα διακριτικά του Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχου, ως μικροί εθνάρχες, κι αυτοί, στις κατά τόπους επαρχίες τους. Όλα τα πήραν από τον Αυτοκράτορα δίχως απόφαση Πανορθόδοξης Συνόδου. Πέρα απ’ τη μήτρα, φόρεσαν και σάκο, έβαλαν και μανδύα, και έφεραν μεταλλική ράβδο και κάθισαν στο βασιλικό αυτοκρατορικό θρόνο του ναού έξωθεν του Ιερού. Τα διακριτικά που μέχρι τη πτώση της Βασιλεύουσας τα φορούσε ή έφερε μόνο ο Ορθόδοξος Αυτοκράτορας που και αναγίνωσκε το Σύμβολο της Πίστης το Πιστεύω και το Πάτερ Ημών, απ’ το θρόνο του στο ναό, ως επίσκοπος των εκτός. Ο μακαριστός επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς ως καθηγητής της θεολογικής σχολής Βελιγραδίου πάντα διευκρίνιζε για την επιβαλλομένη απλότητα και την αμφίεση των Αγίων Τριών Ιεραρχών, Μάλιστα τόνιζε ότι ο κτίτωρ της Μονής του Ντέτσανι, πρίγκιπας Στέφανος, δεν επέτρεπε σε κανέναν να κάθεται στον βασιλικό του θρόνο που ήταν έξω του Ιερού, όπου σήμερα κάθονται επίσκοποι, δεν επέτρεπε ούτε σε επισκόπους, ακόμα κι όταν αυτός δεν ήταν παρών εκεί, κι ότι αυτή τη συνήθεια έλεγε την έλαβε απ’ τους βυζαντινούς αυτοκράτορες να έχει έξω το θρόνο του ως επίσκοπος των εκτός.
Ο νεωτερισμός και ο λαϊκισμός προχώρησε εσχάτως των τελευταίων ετών και στους λαϊκούς, αυτοί να αρέσκονται να προσφωνούνται με υποκοριστικά ονόματα κι όχι με τα ονόματα των αγίων που έλαβαν κατά τη βάπτισή τους, όπως: Τάκης, Μάκης, Αλέκος, Σώτος, Τάκος, Λάκης, κτλ., ή με τα γυναικεία υποκοριστικά οι γυναίκες ως Ρούλα, Τούλα, Βούλα, Νία, Ρία, Σία κτλ., κι όχι με το όνομα των Αγίων προστατών τους που έλαβαν κατά το Ιερό Μυστήριο του Βαπτίσματος. Αυτά τονίζει ως εκκοσμίκευση και ως αποστασία σε μία σχετική ομιλία του και ο μακαριστός π. Σοφρώνιος. Ζούμε μέσα σε ένα θέατρο παραλόγου, μάταιης δόξας και εκκοσμίκευσης που φέρνει την αποστασία.
Στον εκκλησιαστικό χώρο ενώ κράτησαν τα χριστιανικά ονόματά τους, πρόσθεσαν μεγαλυνάρια, πολυχρόνια και εγκώμια σε ανθρώπους, ενώ πρόσθεσαν στις προσφωνήσεις ο τάδε επίσκοπος μητροπολίτης με δύο (κ.κ.), αψηφώντας τον γραμματικό πλεονασμό. Οι λαϊκοί άρχισαν να αρέσκονται σε υποκοριστικά και οι εκκλησιαστικοί σε βαρύγδουπες προσφωνήσεις. Η αρχολαγνεία και η αρχομανία πλήθυνε από τότε που ο άνθρωπος έβγαλε φτερά και πέταξε όπως το μυρμήγκι, έγινε ακόμα πιο πολύ αλαζόνας και υπερόπτης και το τονίζουμε απ’ τότε που άρχισε να ταξιδεύει με αεροπλάνα και ελικόπτερα, σαν να κατέκτησε το Σύμπαν, σαν να θέλει το θρόνο του πάνω απ΄ τον Θεό, σαν να επιζητεί νέα Βαβέλ.
Η διαφορά επισκόπου και πρεσβυτέρου όπως είδαμε και παραπάνω είναι ελάχιστη και διαφοροποιείται μόνο στο ότι πλέον ο πρεσβύτερος δεν συγχειροτονεί, δεν χορηγεί την Ιεροσύνη. Στον ιστορική πορεία υποχρεώθηκε το άγαμο των επισκόπων, δηλαδή να μην μπορούν να γίνονται επίσκοποι οι προερχόμενοι εκ του εγγάμου βίου των πρεσβυτέρων, όπως ήταν εξ’ εγγάμων ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Άγιος Σπυρίδων, ο Άγιος Γρηγόριος ο πατέρας του Μεγάλου Βασιλείου, κτλ. Η απαγόρευση αυτή δεν ήταν και τόσο αυστηρή, καθότι ενίοτε στην ιστορική πορεία γίνονταν επίσκοποι που πριν ήσαν έγγαμοι.
Τελευταία θα θυμίσω τον Πατριάρχη Γερμανό της Σερβίας ο οποίος προερχόταν εξ’ εγγάμων και ο διάκονός του ήταν ο υιός του, τους οποίους είχα τη τιμή και ευλογία να γνωρίζω προσωπικά και να βρίσκομαι τακτικά σε ακολουθίες όπου χοροστατούσαν. Κι άλλοι επίσκοποι εξ’ εγγάμων είχαν γίνει στο Σερβικό Πατριαρχείο, καθώς και ο μακαριστός Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Δανιήλ, τον οποίο είχα γνωρίσει. Λέγεται ότι και ο μακαριστός Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος προερχόταν εξ’ εγγάμων και η σύζυγός του έγινε μοναχή. Επίσης ότι κι ο Πατριάρχης Ρουμανίας Θεόκτιστος προερχόταν εξ’ εγγάμων και κάποιος Πατριάρχης Βουλγαρίας. Στην Ελλαδική Εκκλησία μητροπολίτης Ζακύνθου το 16ο αιώνα υπήρξε εξ εγγάμων. Στην Κρήτη επίσης υπήρξαν εξ εγγάμων. Στην Αλβανία εξ εγγάμων ο μακαριστός Θεοφιλέστατος Κοσμάς χειροτονία αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Στην Αμερική εξ εγγάμων ένας Θεοφιλέστατος χειροτονία Αρχ. Ελπιδοφόρου, κτλ.
Σήμερα όπως έχει επικρατήσει το ζήτημα της αμφίεσης του επισκόπου δεν μπορεί να αλλάξει, έτσι απλά, γιατί χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη όλων των επισκόπων, όχι μόνο της Ιεραρχίας, αλλά και μίας Συνόδου, όπως αυτής που έγινε το 2016 στην Κρήτη. Όμως ο κάθε επίσκοπος κατά τόπους μπορεί να εφαρμόζει αυτά που θεωρεί ο ίδιος χρήσιμα, δηλ. την ισχυρότερη παράδοση των Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας. Οφείλει να διευκρινίζει για όλα του τα ενδύματα που φέρει εις το λαό του Θεού, που αρκετά στοιχεία ο λαός δεν τα γνωρίζει και ενίοτε με απέχθεια φέρεται εις κάποιους επισκόπους, ονομάζοντάς τους ως δήθεν «κότες λυράτες» ως είχε δημοσιευθεί στον Τύπο ή ως ποιμένες αρχομανείς που ενδιαφέρονται φίλαυτα για τους ίδιους. Μην ξεχνούμε τα διάφορα σκάνδαλα που κατά καιρούς έχουν φέρει στο φως και τα ΜΜΕ. Το αρχαίο κριτήριο της χειροτονίας για τον Επίσκοπο να γνωρίζει απέξω το ιερό Ψαλτήριο, πιθανόν θα πρέπει να ξανά επιστρέψει και κυρίως οι υποψήφιοι για επίσκοποι να είναι εκ των ιερών μονών, όπως γίνεται και στο Πατριαρχείο Σερβίας, όπου δεν νοείται επίσκοπος να διαμένει εκτός της ιεράς μονής.

υπό του Ακαδημαϊκού & Καθηγητού Δρ. Αλέξιου Παναγόπουλου,
(Phd Δρ. Νομικών & Πολιτικών Επιστημών, Phd Δρ. Βιοηθικής,
Phd Δρ. Θεολογίας, Post Doc Δικαίου, Habil.,-Διπλωματούχου Υφηγητή,
Καθηγητή Νομικής Δ. Δικαίου Fpsp, & Ακαδημαϊκού MCA).