Κιλελέρ 1910: Ήταν ο Μαρίνος Αντύπας που άνοιξε τον δρόμο… – Του Λάμπρου Παπαδή

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η 6η Μαρτίου του 1910 είχε οριστεί ως ημέρα από την Πανθεσσαλική Επιτροπή των Αγροτών για το πανθεσσαλικό συλλαλητήριο. Αίτημά της η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και η διανομή τους στους κολίγους. Τόπος συγκέντρωσης η πλατεία Θέμιδος της Λάρισας, η κεντρική πλατεία της πόλης…Η κατάσταση των λευκών σκλάβων του θεσσαλικού κάμπου την περίοδο εκείνη ήταν τραγική… Τα βάσανα και τις κακουχίες τους περιγράφουν με τρόπο ζωντανό και παραστατικό δύο σπουδαίοι συγγραφείς, γόνοι της θεσσαλικής γης ο Μ. Καραγάτσης και ο Π. Διαμαντόπουλος. Η υπομονή των κολίγων είχε εξαντληθεί πια και η εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία του κράτους είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Τριάντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από το 1881, που προσαρτήθηκε η Ελλάδα αλλά η λύση στο Αγροτικό Πρόβλημα δεν είχε δοθεί ακόμα.

Το ποτήρι της πίκρας ξεχείλισε. «Τα σταφύλια της οργής» των κολίγων κατά των τσιφλικάδων και του ανακόλουθου κράτους είχαν ωριμάσει από καιρό και «η μέρα του τρύγου» είχε φτάσει. Ήταν η 6η του Μάρτη του 1910. Από τις 9 το πρωί, ημέρα Σάββατο, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στην Λάρισα αγρότες από τα γύρω χωριά αλλά και ολιγομελείς αντιπροσωπείες από όλους τους νομούς της Θεσσαλίας, για να πάρουν μέρος στο πανθεσσαλικό συλλαλητήριο.

Το Κιλελέρ ήταν ένα χωριό στη Θεσσαλία, σε ένα μέρος με στάσιμα νερά και έλη [στα τουρκικά έλος: göl (γκιολ), πληθυντικός göleler (γκιολελέρ ή κιολελέρ), με παραφθορά κιλελέρ], το οποίο ζούσε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό έως το 1881.
Η ζωή ήταν σκληρή και μονότονη, λες και είχε βαλτώσει στα γύρω έλη. Ο μόχθος μεγάλος. Όλοι δούλευαν από ήλιο σε ήλιο. Ο αφέντης τσιφλικάς όριζε τη γη και ό,τι ζωντανό βρισκόταν πάνω σε αυτήν, ζώα και ανθρώπους. Ο κολίγος αγρότης είχε το ισόβιο δικαίωμα να νέμεται (καλλιεργεί) τη γη, να τρέφεται αυτός από τα γεννήματά της και τα ζώα από τα βοσκοτόπια της και να ζει στα σπίτια του καταυλισμού, δίνοντας το απαραίτητο μερίδιο στον αφέντη ως πρόσοδο και ως φόρο υποτέλειας. Υπήρχε όμως ένας άγραφος νόμος: οι τσιφλικάδες δεν επιτρεπόταν να εκδιώξουν τους κολίγους από τη γη και σε αντάλλαγμα εισέπρατταν τις προσόδους (ενοίκια).

Αυτή η συνθήκη έμελλε να ανατραπεί το 1881 όταν έπειτα από έντονες και μακροχρόνιες διπλωματικές ενέργειες και πολεμικές συρράξεις πραγματοποιήθηκε η προσάρτηση της Θεσσαλίας από το νεοσύστατο κράτος της Ελλάδος. Η προσάρτηση πραγματοποιήθηκε σταδιακά και ο ελληνικός στρατός μπήκε ειρηνικά στην πόλη του Βόλου στις 2 Νοεμβρίου του 1881. Ετσι η Ελλάδα προσάρτησε στην επικράτειά της τον πολύτιμο θεσσαλικό σιτοβολώνα, κάτι πολύ σημαντικό αφού η ελλειμματική παραγωγή του νεοσύστατου κράτους σε σιτηρά αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό και να επιτρέψει την παραπέρα εκβιομηχάνιση της χώρας. Ταυτόχρονα, πραγματοποίησε ένα βήμα προς την επίτευξη των εθνικών της στόχων, που ήταν η ενσωμάτωση των αλύτρωτων πληθυσμών στο ελληνικό κράτος.

Οι νέοι ιδιοκτήτες βρέθηκαν ευνοημένοι από την αντικατάσταση του οθωμανικού νομικού καθεστώτος με το καθεστώς της πλήρους αστικής ιδιοκτησίας που ίσχυε στην παλαιά Ελλάδα…Επρόκειτο για 40 Έλληνες κεφαλαιούχους της διασποράς, οι οποίοι ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, την Αλεξάνδρεια, στο Βουκουρέστι, το Παρίσι, το Λονδίνο και στην Τεργέστη, που διαδέχτηκαν τους Οθωμανούς τσιφλικάδες. Ανάμεσά τους πασίγνωστα ονόματα, όπως Ζάππας, Αβέρωφ, Ζαρίφης, Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης, Ζωγράφος, Συγγρός, Χαροκόπος, Καραπάνος. Μαζί με αυτούς και διάφοροι ντόπιοι τσιφλικάδες, όπως Τερτίπης (Καρδίτσα), Καρτάλης, Κασαβέτης, Τοπάλης, Τσοποτός (Βόλος), Χατζηγάκης, Μπασδέκης, Γιαννούσης (Τρίκαλα) κ.ά., οι οποίοι αγόρασαν εκατομμύρια στρέμματα, εντός των οποίων υπήρχαν περισσότερα από 350 χωριά και στα οποία ζούσε κάτι παραπάνω από τον μισό πληθυσμό της Θεσσαλίας.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης, μάλιστα, υποχρεώθηκε να καλύψει πλήρως την επιχείρηση των πλούσιων ομογενών για την τσιφλικοποίηση της Θεσσαλίας, τόσο από νομική και δικαστική άποψη όσο και από άποψη οικονομικής πολιτικής όποτε έμπαινε θέμα απαλλοτρίωσης της γης από το ελληνικό δημόσιο. Είπε συγκεκριμένα στη Βουλή: «[…] εάν επιβάλωμεν την διανομήν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως το ζητείτε, θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού. Αντιθέτως, οφείλομεν να προσελκύσουμεν τα κεφάλαιά τους και όχι να τους εκφοβίσωμεν… Η κατάστασις εις την Θεσσαλίαν πρέπει να παραμείνει ως έχει, διότι τούτο απαιτούν τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας μας».

Ενώ όμως διασφαλίστηκε η ομαλή διαδοχή της ιδιοκτησίας των τσιφλικιών και ενώ οι νέοι Έλληνες τσιφλικάδες προστατεύτηκαν με κάθε τρόπο από την ελληνική πολιτεία, δεν έγινε το ίδιο για τους κολίγους.Ο αγροτιστής ηγέτης, βουλευτής και γερουσιαστής Δημήτριος Μπούσδρας στο βιβλίο του «Η απελευθέρωσις των σκλάβων αγροτών» περιγράφει την κατάσταση με μελανά χρώματα: «Οι καλλιεργηταί υπεχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσι δε ένα θήλυ μέλος της οικογενείας των ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας […] Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων. Ούτοι (οι κολίγοι ) υπεχρεούντο επίσης να μην απομακρύνωνται εκ του χωρίου άνευ αδείας των επιστατών. Οσάκις υπεδέχοντο τον αφέντην, γονυπετείς εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φοράς και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του». Οι αγρότες συνειδητοποίησαν ότι παρότι η Θεσσαλία απελευθερώθηκε, αυτοί ήταν ακόμη υπόδουλοι και τώρα η μοίρα τους ήταν ακόμη δεινότερη. Τα νέα αφεντικά του κάμπου ήταν χειρότερα από τους Τούρκους. «Οι Οθωμανοί, σέβονταν τις ελευθερίες και τις οικογένειες των κολίγων, και ήταν πιο σεμνοί και πιο σεβαστικοί απέναντί τους, από τους Έλληνες τσιφλικάδες που ήλθαν μετά…».

Ταυτόχρονα, πέρα από τους κανονικούς τσιφλικάδες εμφανίστηκαν και διάφοροι άρπαγες καταπατητές γης οι οποίοι διέθεταν πολιτική ή δικαστική «ασυλία» και έσπευσαν να ιδιοποιηθούν όση γη απέμενε αδέσποτη. «Γαμπροί και γιοι βουλευτών, γαμπροί εισαγγελέων, γαμπροί δικαστών, και πολιτικοί, καταπατούν, νοικιάζουν, και κλέβουν τη γη. Αυτοί ήταν χειρότεροι από τους κανονικούς τσιφλικάδες, ήταν πιο ωμοί, δεν δίσταζαν σε τίποτα»…Σαν να μην έφταναν όλα αυτά (η πείνα, η αδικία και ο λεηλατημένος μόχθος), καραδοκούσε και ο εφιάλτης της ελονοσίας, αφού στην περιοχή υπήρχαν πολλά στάσιμα νερά και τα κουνούπια αφθονούσαν. Ακόμη και για να παντρευτεί κανείς έπρεπε να πάρει την άδεια του τσιφλικά και η νεαρή νύφη περνούσε την πρώτη της νύχτα με τον τσιφλικά (αν απουσίαζε ο τσιφλικάς, με τον επιστάτη του) και όχι με τον άντρα της. Επρόκειτο για το μεσαιωνικό «δικαίωμα της πρώτης νύχτας», το οποίο αναδύθηκε στην επιφάνεια, χωρίς, όμως, να υπάρχει στη μεσαιωνική παράδοση του τόπου.

Με την είσοδο του 20ού αιώνα, το 1906, εμφανίστηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος που σύνδεσε το όνομά του και τη ζωή του με τα δίκαια των κολίγων. Ηταν ο νομικός Μαρίνος Αντύπας. Γεννημένος το 1872 στα Φερεντινάτα Κεφαλονιάς, είχε συμμετάσχει στην επανάσταση της Κρήτης το 1896. Ο Αντύπας τραυματίστηκε στο στήθος και η επανάσταση της Κρήτης πνίγηκε στο αίμα από τους Τούρκους. Επιστρέφοντας την Αθήνα, ο Αντύπας πρωταγωνίστησε στη διοργάνωση μεγάλου συλλαλητηρίου στην Ομόνοια, όπου κατάγγειλε τον ρόλο και την ολιγωρία του παλατιού και των μεγάλων δυνάμεων στην έκβαση του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκε για έναν χρόνο. Μετά την αποφυλάκισή του συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε ως ηθικός αυτουργός μιας απόπειρας δολοφονίας κατά του βασιλέα Γεωργίου Α΄. Το 1899 στην Κεφαλλονιά ο Αντύπας τυπώνει την εφημερίδα «Ανάστασις», ένα ριζοσπαστικό έντυπο που στηλιτεύει τη δικαστική και εκτελεστική εξουσία. Μιλά για βασικά πράγματα όπως τη μείωση των ωρών εργασίας (η οκτάωρη εργασία ήταν μακρινό όνειρο) και επιτέλους τη θέσπιση και τον καθορισμό ημερομίσθιου.

Έτσι, ο νεαρός ιδεολόγος Μαρίνος Αντύπας έφτασε στον θεσσαλικό κάμπο –στο χωριό Πυργετός– το 1906, αναλαμβάνοντας επιστάτης στα κτήματα του θείου του.

Επρόκειτο για τα τσιφλίκια του Αλή Πασά που αγοράστηκαν και πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων τσιφλικάδων και συγκεκριμένα στους Αριστείδη Μεταξά και Γεώργιο Σκιαδαρέση – συνολικής έκτασης 300.000 στρεμμάτων. Ο Σκιαδαρέσης διόρισε επιστάτες τον Μαρίνο Αντύπα και τον Παναγιώτη Σκιαδαρέση.

Ο Αντύπας συγκλονίστηκε βλέποντας την απάνθρωπη κατάσταση που επικρατούσε στον κάμπο και προσπάθησε να αφυπνίσει τους κολίγους. Οι ντόπιοι νόμιζαν –μερικοί ακόμη το νομίζουν– πως ήταν παπάς ή δάσκαλος έτσι όπως τους συνέτρεχε και τους μιλούσε με θέρμη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οκτάωρη εργασία, την κατασκευή και λειτουργία σχολείου, την αργία της Κυριακής, την παρουσία γιατρού, αφού παρά την έξαρση της ελονοσίας ούτε γιατρός ούτε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη υπήρχε, παρά μόνο μερικά χάπια κινίνου που χορηγούσε σε έκτακτες περιπτώσεις επιλεκτικά ο επιστάτης. Στις ενέργειές του αυτές είχε την κάλυψη και σύμφωνη γνώμη του θείου του, ο οποίος παρότι τσιφλικάς στήριζε τους αγρότες παραχωρώντας κάποιες εκτάσεις για το χτίσιμο των σπιτιών τους και για βοσκοτόπια και τους χάριζε μέρος της παραγωγής…Ο Μαρίνος Αντύπας ήταν ενθουσιώδης, μιλούσε στα χωράφια, στους καφενέδες, στις συντροφιές. Έτσι, γρήγορα μπήκε στο στόχαστρο των τσιφλικάδων, που τον επιβουλεύονταν και ήθελαν να σωπάσουν τη φωνή του.

Σε μια επίσκεψή του στην Αθήνα ο Αντύπας συναντήθηκε τυχαία σε ένα καφέ με τον μεγαλοτσιφλικά και βουλευτή Θεσσαλίας Αγαμέμνονα Σλήμαν –γιο του διάσημου αρχαιολόγου Σλήμαν– και την Ελληνογερμανίδα σύζυγό του, οι οποίοι τον λοιδορούσαν σε όλη τη Θεσσαλία και τον αποκαλούσαν «λούμπεν». Ο Αντύπας, γνωρίζοντας από την πολιτική τον όρο αυτό (σημαίνει κουρελής), ζήτησε να μάθει με ποιο δικαίωμα τον αποκαλούν έτσι. Ο Σλήμαν απάντησε αλαζονικά ότι το κάνει με το δικαίωμα του ελεύθερου πολίτη και ο Αντύπας τον χαστούκισε, λέγοντας πως το κάνει με το δικαίωμα του ελεύθερου ανθρώπου. Αυτή η κίνηση ήταν ανήκουστη για την εποχή εκείνη. Μια κίνηση που «έδωσε το μέτρο της ανυποταγής απέναντι στους τσιφλικάδες, τους επιστάτες, και φυσικά στο κράτος».

Οι τσιφλικάδες δεν θα άφηναν το επεισόδιο αυτό να περάσει ατιμώρητο και αποφάσισαν την εξόντωσή του. Ετσι, έβαλαν κάποιον ονόματι Γιάννη Κυριακό, που ήταν επιστάτης του συνεταίρου του θείου του Αντύπα, γαιοκτήμονα Μεταξά, να δημιουργήσει επεισόδιο και να δολοφονήσει τον Αντύπα πυροβολώντας τον πισώπλατα στις 8 Μαρτίου 1907. Το επεισόδιο έγινε στο υποστατικό που μοιράζονταν, στο χωριό Πυργετός, χωρίς μάρτυρες, και ο Κυριακός υποστήριξε ότι ο Αντύπας του επιτέθηκε και αυτός πυροβόλησε αμυνόμενος. Το τηλεγράφημα του αστυνόμου ήταν στο ίδιο ύφος: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου».

Ο τόπος έβραζε από αγανάκτηση. Η σορός του Αντύπα μεταφέρθηκε από χωρικούς στη Λάρισα και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Η εφημερίδα «Εμπρός» στις 14 Μαρτίου του 1910 έγραφε: «Μετά την είδηση του θανάτου του Αντύπα, επικρατεί αναβρασμός στον κάμπο. Στο κτήμα στον Πυργετό, οι αγρότες κατέλαβαν το κονάκι και δεν αφήνουν κανένα να πλησιάσει. Ούτε ο Μεταξάς και οι άνθρωποί του δεν τολμούν να εμφανισθώσιν». Όμως ο σπόρος είχε ήδη πέσει στη γη και οι εξαθλιωμένοι Θεσσαλοί αγρότες συνειδητοποίησαν ότι μόνο με τους αγώνες τους θα βελτίωναν τις συνθήκες ζωής τους…Στην αφύπνισή τους, εκτός από τον Μαρίνο Αντύπα, συνέβαλαν και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι. Για παράδειγμα, στον Βόλο ο δικηγόρος Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης με την εφημερίδα του «Πανθεσσαλική» (1900-1912) στάθηκε υπέρμαχος των αιτημάτων της αγροτιάς. Το 1906 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι κολίγοι της Θεσσαλίας», όπου τόνιζε την αναγκαιότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών. Ανάλογες θέσεις εξέφραζαν και οι συντάκτες της εφημερίδας του Εργατικού Κέντρου Βόλου «Εργάτης» που κυκλοφορούσε από το 1908 έως το 1911.

Η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους άμοιρους κολίγους. Η φτώχεια, η πείνα, οι ατέλειωτες ώρες εργασίας, οι αρρώστιες, οι ταπεινώσεις και η απαξία συσσωρεύτηκαν και έψαχναν να βρουν δικαίωση. Τα προφητικά λόγια του Αντύπα αντηχούσαν στον κάμπο: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ’θειτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας».

Στις 6 Μαρτίου του 1910 οργανώθηκε στη Λάρισα αγροτικό συλλαλητήριο…Στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού Κιλελέρ (σήμερα Κυψέλη), 28 χιλιόμετρα μακριά από τη Λάρισα, 600 αγρότες περίμεναν το τρένο για να κατέβουν στην πόλη. Μια λέξη αντηχούσε στον κάμπο: «Απαλλοτρίωση!». Μια λέξη συνώνυμη της λέξης «επιβίωση»…
Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, που επέβαινε στην αμαξοστοιχία, δεν θέλησε να σταματήσει το τρένο στο χωριό, αλλά οι κολίγοι μπήκαν στις γραμμές και το σταμάτησαν. Ο διευθυντής απαίτησε τότε να πληρώσουν εισιτήριο και τους αρνήθηκε την επιβίβαση. Ο μηχανοδηγός άνοιξε τα ρουμπινέτα της ατμομηχανής, ώστε με τον θόρυβο της εκτόνωσης του ατμού να φοβηθεί ο κόσμος και να φύγει από τις γραμμές. Το τρένο προχώρησε για τη Λάρισα και οι στρατιώτες που ήταν σε αυτό πυροβολούσαν στον αέρα. Ο κόσμος οργισμένος άρχισε να ρίχνει πέτρες στο τρένο που απομακρυνόταν και τότε κάποιοι στρατιώτες πυροβόλησαν στο ψαχνό (Αθανάσιος Νταφούλης και Αθανάσιος Μπόκας), σκοτώνοντας τους δύο πρώτους αγρότες του χωριού. Οι αγρότες συνέχισαν πεζή και έφτασαν μέχρι την είσοδο της Λάρισας, όπου είχε παραταχθεί μια ίλη ιππικού απαγορεύοντας την είσοδό τους στην πόλη. Οι αγρότες παρά τις προειδοποιήσεις προχώρησαν και το ιππικό έκανε επέλαση με γυμνά σπαθιά και τα πιστόλια στο χέρι. Η κατάσταση ήταν τρομακτική. Παντού νεκροί και τραυματίες, γυναίκες να μοιρολογούν και να καταριούνται τους δημάρχους των χωριών που δεν τους άφησαν να πάρουν τα όπλα.

Δύο μέρες μετά κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και ο στρατός σκορπίστηκε στα χωριά κάνοντας αθρόες συλλήψεις. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι για τον λόγο αυτόν δεν υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τα καθέκαστα. Οι «αγροτιστές» μαζεύονταν τις μεταμεσονύκτιες ώρες στα ξωκλήσια υπό τον φόβο των συλλήψεων. Η κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη ώστε κάποιοι πρότειναν να αποσχιστεί η Θεσσαλία από την Ελλάδα.
Όλες οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν ή απέφυγαν την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Μετά τον Τρικούπη ο Θεόδωρος Δεληγιάννης (1895) προσπάθησε να δώσει λύση και αποπειράθηκε να απαλλοτριώσει το 1/8 κάθε τσιφλικιού, δίνοντας 20-25 στρέμματα σε κάθε κολίγο, όμως ξεσηκώθηκαν οι βουλευτές Θεσσαλίας, αφού οι περισσότεροι προέρχονταν από οικογένειες τσιφλικάδων ή στηρίζονταν από αυτές.

Ότι δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου επιτεύχθηκε τελικά λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Επανάστασης του 1922. Η ανάγκη άμεσης αγροτικής αποκατάστασης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων ώθησε την Επαναστατική Κυβέρνηση του Θεσσαλού στην καταγωγή Νικόλαου Πλαστήρα (με υπουργό Γεωργίας τον Γ. Σιδέρη) στην έκδοση του νομοθετικού διατάγματος της 15ης Φεβρουαρίου του 1923 «Περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών». Με το διάταγμα αυτό θεσπίστηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών κτημάτων και η παραχώρηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων για γεωργική αποκατάσταση επίμορτων καλλιεργητών και προσφύγων, ορίζοντας μάλιστα την άμεση εγκατάσταση των ακτημόνων στα κτήματα που απαλλοτριώθηκαν, πριν ακόμη την καταβολή της αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες, η οποία καθοριζόταν με βάση την προπολεμική αξία των κτημάτων.

 

 

http://https://www.youtube.com/watch?v=RRz4NhBCPuc