Η απενοχοποίηση της αναβλητικότητας – Mary’s Notes – Άρθρο της Μαίρης Λεριά

Αναβλητική δεν με λες. Τουλάχιστον όχι, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Δεν αναβάλω εύκολα δηλαδή υποχρεώσεις, υποσχέσεις και σχέδια μελλοντικά. Του αντιθέτου μην σου πω. Τις περισσότερες φορές μπαίνω σε μια διαδικασία εκ φύσεως και εκ πεποιθήσεως να ολοκληρώσω ότι έχω ξεκινήσει. Εκ πεποιθήσεως με λες και ψυχαναγκαστική ενίοτε. Αρκετές φορές πάντως η όποια αναβλητικότητα από την οποία διακατέχομαι με γεμίζει κυρίως ενοχές. Και μάλιστα πολλές. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι οι οποίοι γεννιούνται με την αναβλητικότητα καταγεγραμμένη στο συναισθηματικό τους DNA. Είναι καταγεγραμμένη στο αισθηματικό τους υποσυνείδητο και μάλιστα χωρίς να αισθάνονται ενοχές. Κάπως έτσι λοιπόν έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν αυτοί που αναβάλουν σχεδόν τα πάντα και μάλιστα πολύ συχνά. Αναβάλουν ραντεβού, συναντήσεις, υποχρεώσεις. Αναβάλουν και αποφάσεις τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Ύστερα είναι και οι άλλοι. Αυτοί που αναβάλουν αυτά που δεν τους αρέσουν και μόνο αυτά. Το λες και λογικό κατά μια έννοια. Τέλος υπάρχουν αυτοί που δεν αφήνουν τίποτα να περιμένει.
Δεν αναβάλουν. Αναλαμβάνουν και ολοκληρώνουν. Δεν γνωρίζουν τις φράσεις «Άστο για αύριο», «θα το κάνω αργότερα», «Από Δευτέρα ξεκινάω!». Προσωπικά εκτιμώ ότι κατά καιρούς ίσως και να έχω βρεθεί σε όλες τις κατηγορίες παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά γνωρίσματα τόσο μιας αναβλητικής συμπεριφοράς όσο και μιας μη αναβλητικής. Έχω συνειδητά πλέον φτάσει στο σημείο όπου έχω απενοχοποιήσει την αναβλητικότητα από την οποία μπορεί και να «πάσχω» κάποιες φορές. Καλά, όχι και σε βαθμό να στήσω και πανό με σύνθημα «ζήτω η αναβλητικότητα» αλλά με μια διάθεση του τύπου ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό αυτό που συμβαίνει.
Ίσως και να την αγαπάω. Κάποιες φορές. Όχι πάντα. Σίγουρα όμως πάντα την δικαιολογώ. Έχουν υπάρξει λοιπόν φάσεις στην διάρκεια της ζωής μας όπου έχω βρεθεί σε αυτή τη φάση που τιτλοφορείται «Δεν θέλω να κάνω απολύτως τίποτα». Βαριέμαι να κάνω το οτιδήποτε.
Αυτή η φάση-αδράνεια που συνήθως επέρχεται μετά από μια περίοδο-φάση κατά την οποία έχω πιεστεί αρκετά έως πάρα πολύ. Έχω αγγίξει και έχω ξεπεράσει τα όρια μου κατά πολύ προκειμένου να προλάβω dead lines σε projects, προσωπικές και επαγγελματικές υποχρεώσεις και φυσικά να φέρω εις πέρας με το ποσοστό επιτυχίας που εγώ θέλω την δύσκολη, για την συγκεκριμένη περίοδο, καθημερινότητα μου. Ε! Λοιπόν μετά από μια τέτοια περίοδο, κατά την οποία έχω πιέσει τον εαυτό μου (έχω εξαναγκάσει, είναι η σωστή λέξη),να μην αφήσει ανειλημμένες υποχρεώσεις επέρχεται ένα διάλειμμα αναβλητικότητας. Από μόνο του. Ασυναίσθητα σχεδόν. Βαριέμαι να κουνηθώ, να περπατήσω, για να τρέξω, ούτε λόγος. Βαριέμαι να καθαρίσω και το αναβάλω από μέρα σε μέρα. Ποια; Εγώ! Που είμαι η χαρά της ψυχαναγκαστικής Ελληνίδας νοικοκυράς που χρειάζεται δύο χλωρίνες σε εβδομαδιαία βάση.
Αναβάλω να πάω super market, όσο μου επιτρέπεται δηλαδή, διότι κάποια, στιγμή αδειάζει το ψυγείο και αναγκάζομαι να γεμίσω ξανά το πολυσυζητημένο και οικονομικά δυσβάσταχτο καλάθι της νοικοκυράς.
Αναβάλω γιατί εξακολουθώ να βαριέμαι να μαγειρέψω, να τακτοποιήσω, να πληρώσω λογαριασμούς. Εννοείται ότι βαριέμαι να μιλήσω στο τηλέφωνο, να βγω (καλά αυτό πάντα το βαριέμαι) να κάνω γυμναστική, να λούσω τα μαλλιά μού, να τα στεγνώσω…..Βαριέμαι. Γενικά και ειδικά βαριέμαι. Η βαρεμάρα είναι η δίδυμη αδελφή της αναβλητικότητας.

Και κάπως έτσι ξεκινάω τα «Άστο για αργότερα», «θα το δούμε στην ερχόμενη εβδομάδα», «και τι έγινε αν αργήσουμε λίγο; μην αγχώνεσαι..» και εν πάση περιπτώσει ότι δικαιολογία έχω εύκαιρη προκειμένου να μπορέσω να αναβάλω με την ησυχία μου και κυρίως χωρίς να δημιουργηθούν τύψεις. Οι τύψεις δημιουργούνται κυρίως στην περίπτωση που η όποια αναβλητική συμπεριφορά αφορά κάποιο πρόγραμμα διατροφής ή γυμναστικής. Εκεί λοιπόν ίσως και να αγχωθώ. Λίγο ή πολύ εξαρτάται από την περίοδο. Την χρονική δηλαδή περίοδο (αλλιώς θα αντιδράσω το καλοκαίρι και αλλιώς το χειμώνα) και τον αριθμό που θα δείξει η ζυγαριά. Όχι ότι η αντίδραση μου θα αλλάξει κάτι επί της ουσίας. Ούτε καν. Η αναβλητικότητα παραμένει και υφίσταται. Διότι αν είμαι σε διάθεση «βαριέμαι» σημαίνει ότι δεν κουνιέμαι για να αλλάξω πλευρό στον καναπέ που έχω βουλιάξει όλο το Σαββατοκύριακο πόσο μάλλον για να δραστηριοποιηθώ και να μπω σε πρόγραμμα διατροφής ή γυμναστικής. Έχω αναβάλει αμέτρητες φορές πρωινό ξύπνημα και ρυθμίζω το ξυπνητήρι για μια ώρα αργότερα και ξανά μια ώρα αργότερα. Για αυτή λοιπόν την αναβλητικότητα σου μιλάω, κατά την οποία νομίζεις ότι έχεις πιάσει πάτο και πιο κάτω δεν έχει, η οποία πολλές φορές ίσως και να θυμίζει ως προς τα συμπτώματα κατάθλιψη. Ίσως. Κυρίως λόγω της μελαγχολικής διάθεσης. Ίσως και όχι διότι σε τέτοιου είδους ψυχικές ασθένειες δεν υπάρχει μόνο αναβλητικότητα, έλλειψη ενέργειας αλλά και υπερβολική απαισιοδοξία.
Και ενώ νομίζεις λοιπόν ότι έχεις φτάσει στον πάτο (πιο κάτω δεν έχει), και έχεις βαρεθεί εσένα και την όποια βαρεμάρα σου, έτσι ξαφνικά συμβαίνει ένα κλικ κάποιο πρωινό που νομίζεις ότι μόλις έχεις ξυπνήσει από λήθαργο. Σαν να βρισκόσουν σε χειμερία νάρκη και μόλις ξύπνησες. Και έτσι στα ξαφνικά ξαναμπαίνεις στο παιχνίδι και πάμε από την αρχή. Αυτή η μαγική, κατά εμέ, στιγμή που συμβαίνει αυτό το κλικ είναι αξεπέραστη και ιδιαιτέρως εκτιμιτέα.
Όπως εκτιμιτέα θα πρέπει να είναι και η αναβλητικότητα. Εφόσον την λαμβάνεις ως ένα ευχάριστο διάλειμμα που σου γεμίζει τις μπαταρίες για να φορτσάρεις και πάλι.
Δίχως τύψεις και ενοχές.

Την επόμενη φορά λοιπόν που θα έχεις ξεμείνει στον καναπέ για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο ή που θα περάσεις κάποιες μέρες ή 2-3 εβδομάδες αναβάλλοντας υποχρεώσεις και υποσχέσεις, μην θορυβηθείς.
Πάρε τον χρόνο σου και απόλαυσε αυτό το διάλειμμα ξεκουράζοντας τις δυνάμεις σου.
Αναβλητικότητα λέγεται, αλλά εμείς θα το βαφτίσουμε διάλειμμα.
Ευχάριστο, ουσιαστικό και ίσως απαραίτητο διάλειμμα.
Απαραίτητο για εμάς αλλά και για την απενοχοποίηση της αναβλητικότητας.