Γιατί μας ανησυχούν οι σεισμοί στην Aττική; – Του Δρ. Γεράσιμου Α. Παπαδόπουλου

Ο Δρ. Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, Επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO, υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος με την «Οικολογική Συμμαχία για την Περιφέρεια Αττικής» στο νότιο τομέα.

H πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα, που καταγράφεται σε διάφορες σεισμικές εστίες γύρω από την Αττική, προβληματίζει τόσο τους επιστήμονες, όσο και τα ΜΜΕ και τον πληθυσμό. Τα μεγέθη των σεισμών δεν είναι μεγάλα, δεν ξεπερνούν το 3,8 στην κλίμακα Ρίχτερ. Ωστόσο, ο προβληματισμός παραμένει έντονος!

Όταν εξετάζουμε το θέμα των σεισμών σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου και της χώρας μας, πάντα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη δύο πολύ βασικούς παράγοντες:

1) Τα φαινόμενα αυτά καθ’ αυτά. Ποια είναι τα ενεργά σεισμικά ρήγματα της περιοχής; Πόσο μεγάλα μεγέθη σεισμών μπορούν να μας δώσουν; Κάθε πότε επαναλαμβάνονται οι ισχυροί σεισμοί στην περιοχή; Είναι προφανές ότι οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα ποικίλουν ανάλογα με την περιοχή, γιατί απλούστατα η σεισμικότητα δεν είναι ίδια σε όλες τις περιοχές.

2) Σημαντικός παράγοντας είναι το ανθρωπογενές περιβάλλον που εκτίθεται στο σεισμικό κίνδυνο. Αν μια περιοχή με ορισμένο επίπεδο σεισμικότητας είναι ακατοίκητη, τότε οι σεισμοί, όσο μεγάλοι και αν είναι, δεν μπορούν να την βλάψουν γιατί, δεν υπάρχει ανθρωπογενές περιβάλλον εκτεθειμένο στο σεισμικό κίνδυνο. Αν η περιοχή χαρακτηρίζεται μόνο από την παρουσία 1-2 χωριών, τότε το ανθρωπογενές περιβάλλον που εκτίθεται στο κίνδυνο είναι πολύ περιορισμένο. Συνεπώς, οι ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις από έναν ισχυρό σεισμό θα είναι επίσης εξαιρετικά περιορισμένες. Αν, όμως, η περιοχή αποτελεί ένα μητροπολιτικό κέντρο, όπως το λεκανοπέδιο της Αττικής, τότε το εκτεθειμένο ανθρωπογενές περιβάλλον είναι εξαιρετικά εκτεταμένο και ο ίδιος σεισμός θα προκαλέσει εξίσου εκτεταμένη καταστροφή.

 

Στην Αττική, στη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας, αυτές οι βασικές αρχές βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή. Αυτό αποδείχτηκε με το σεισμό της Πάρνηθας στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999. Ένας μετρίου μεγέθους σεισμός, μόνο 5,9 στην κλίμακα Ρίχτερ, ήταν αρκετός να προκαλέσει εκτεταμένη καταστροφή με 143 θύματα, εκατοντάδες τραυματιών, πολλές καταρρεύσεις και βλάβες σε χιλιάδες κτιρίων και τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που επηρέασαν 55 δήμους. Η μετρήσιμη οικονομική ζημιά ανήλθε σε περίπου 3 δις δολαρίων, η μεγαλύτερη μέχρι τότε ζημιά από φυσική καταστροφή στη νεότερη ιστορία της χώρας! Ίσως, μόνο με την πρόσφατη πλημμύρα στη Θεσσαλία, η μετρήσιμη οικονομική ζημιά υπερέβη αυτό το ποσό!

Αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα του σεισμού του 1999 οφείλεται στην υψηλή τρωτότητα του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην Αττική, δηλαδή, στην ευπάθεια της περιοχής, εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού και δραστηριοτήτων. Το παράδειγμα του 1999 μας δείχνει ότι η ανησυχία μας για τους σεισμούς στην Αττική δεν οφείλεται μόνο στα φαινόμενα αυτά καθ’ αυτά, αλλά και στην μεγάλη έκθεση των ανθρώπων, των κατασκευών και των λοιπών περιουσιών στο σεισμικό κίνδυνο.

Αλλά η Αττική, δεν απειλείται μόνο από το σεισμικό ρήγμα της Φυλής στην Πάρνηθα. Υπάρχουν αρκετά ενεργά ρήγματα και στην Αττική και πέριξ αυτής! Μερικά από αυτά ενεργοποιήθηκαν μέσα στα τελευταία 125 χρόνια, σηματοδοτώντας το σεισμικό πρόβλημα της Αττικής. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 1894 ενεργοποιήθηκε το περίφημο ρήγμα της Αταλάντης και έδωσε δύο ισχυρούς σεισμούς, στις 20 Απριλίου με μέγεθος 6,6 και στις 27 Απριλίου με μέγεθος 7,0. Οι βλάβες στην επικεντρική περιοχή ήταν εκτεταμένες και τα θύματα πολλά. Στην τότε μικρή πόλη της Αθήνας και στον Πειραιά σημειώθηκαν περιορισμένες βλάβες σε κατοικίες. Η επανάληψη των ίδιων φαινομένων στη σύγχρονη εποχή πιθανότατα θα επιφέρουν δυσμενέστερες επιπτώσεις.

Το ίδιο ισχύει για το σεισμό της 20ης Ιουλίου του 1938 που χτύπησε την ανατολική Αττική στην περιοχή του Ωρωπού με μέγεθος 6,0 και προκάλεσε καταστροφές και πολλά θύματα. Σήμερα, η ίδια περιοχή εμφανίζεται πολύ πιο τρωτή εξαιτίας της εκτεταμένης οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης.

Αρκετά χρόνια αργότερα είχαμε τους σεισμούς του 1981 που προήλθαν από τα ρήγματα των Αλκυονίδων, του Σχίνου και του Καπαρελλίου στις 24 και 25 Φεβρουαρίου και στις 4 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς με μεγέθη 6,7, 6,4 και 6,3, αντίστοιχα. Οι σεισμοί εκείνοι προκάλεσαν πολλές βλάβες και θύματα στην Κορινθία και τη Βοιωτία. Στην Αττική εβλάβησαν κατοικίες σε διάφορες περιοχές, π.χ. στο Περιστέρι, στον Αγ. Γιάννη το Ρέντη και στο Χαλάνδρι.

Συνεπώς, απαιτείται η συστηματική εφαρμογή όλων εκείνων των δράσεων που μπορούν να μειώσουν την τρωτότητα της Αττικής και των άλλων περιοχών της χώρας. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την τήρηση του αντισεισμικού κανονισμού και των άλλων κανονισμών, τον προσεισμικό έλεγχο σχολείων και άλλων κτιρίων, την προετοιμασία σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού.

Θα σταθώ ιδιαίτερα στο κρίσιμο θέμα του προσεισμικού ελέγχου των δημόσιων κτιρίων και ιδιαίτερα των σχολείων. Είναι γνωστό ότι η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε το 2001 αλλά, μέχρι πρόσφατα μόνο το 1/5 των 80.000 κτιρίων είχε ελεγχθεί!  Πρόσφατα ψηφίστηκαν νέες διατάξεις, με τις οποίες αναμένεται να αυξηθεί ο ρυθμός ελέγχου των κτιρίων με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, αν και ήδη παρατηρούνται και πάλι γραφειοκρατικές καθυστερήσεις. Ορισμένοι δήμοι εκμεταλλεύτηκαν το παράλληλο πρόγραμμα Α. Τρίτσης για τους δήμους και προχώρησαν σε ελέγχους. Πέρα από τον πολύ αργό ρυθμό ελέγχου, ουδείς μιλά για ιδιωτικά κτίρια που συγκεντρώνουν πολύ κόσμο, όπως πολυκαταστήματα, Σούπερ Μάρκετς και άλλα. Είναι επείγουσα η ανάγκη να ξεκινήσει ο προσεισμικός έλεγχος και σε αυτά τα κτίρια. Στην Αττική και σε όλη τη χώρα.

Όλες αυτές οι δράσεις μαζί μειώνουν την τρωτότητα του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και περιορίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις των σεισμών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γίνονται προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά στο θέμα αυτό ποτέ δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε. Αντίθετα, επιβάλλεται να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για αντισεισμική προστασία. Απαιτείται σύστημα, επιμονή και υπομονή!