Η ακατάλληλη μητέρα

γράφει η Στελίνα Μαργαριτίδου

Στα 68 της χρόνια η Χαρίκλεια Αργυρού, από την Κάρυστο Ευβοίας με γονείς αγρότες , ένα διαζύγιο στην πλάτη δυό παιδιά και τρία εγγόνια, περίμενε με μια κρυφή (από ποιον;) αγωνία να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας …
Πάντα αυτή η μέρα «η Ημέρα της Μητέρας» , τη γέμιζε θλίψη, κάποια οργή και πολύ πικρία.
Κάθε της μέρα τα τελευταία χρόνια ήταν περίπου έτσι και το μοναδικό της ασφαλές απάγκιο πια ήταν η μοναξιά της, ένα οδυνηρό αλλά προστατευτικό κουκούλι από τον έξω κόσμο. Αυτόν τον αμείλικτα επικριτικό, και κάλπη κόσμο που κάθε τόσο σήκωνε εναντίον της τον δείκτη: «Ακατάλληλη μητέρα», λοιπόν.
Σε τούτη εδώ τη σειρά δίπλα από τη λέξη λοιπόν , εγώ που καταγράφω τώρα πολύ συνοπτικά την ιστορία της δεν ξέρω ποιο σημείο στίξης να βάλω, άνω και κάτω τελεία ή ερωτηματικό; Και χωρίς να το πάρω απόφαση ξεκινώ γρήγορα , για τις επετειακές ανάγκες την ιστορία της:
Στα 15 της η Χαρίκλεια ήταν ήδη παντρεμένη με έναν συγχωριανό της που μπορεί να μην ήταν πλούσιος , είχε όμως αυτό που λένε «τον τρόπο του». Αυτός ο τρόπος μιας ρεαλιστικής ευμάρειας εκτός από τα ταψιά με τα κρέατα, τις νταμιτζάνες με το λάδι και τους τενεκέδες με τα τυριά , περιλάμβανε και μια μοναδική αγριότητα κυρίως τις βραδινές ώρες όταν ο άντρας της επέστρεφε από το καφενείο …Κι αυτό συνεχίστηκε για 25 ολόκληρα χρόνια μέχρι τα δυό της παιδιά , η Αναστασία και ο Κώστας να μεγαλώσουν , να σπουδάσουν και να ανοίξουν τα δικά τους φτερά…
…………
Χαμήλωσε τον ήχο της τηλεόρασης να μην ενοχλούνται οι σκέψεις της. Αφουγκράστηκε άλλη μια φορά την εξώπορτα, τον ήχο από τα γρανάζια του σχοινιού στο ανσανσέρ που έτριζαν , το απόμακρο γαύγισμα του σκυλιού της διπλανής, ένα μηχανάκι από έξω που μάρσαρε ….Σημάδια μιας κανονικότητας που την άφηνε άλλη μια φορά απέξω και συνέχισε να περπατά στις συνάψεις του μυαλού της.
Εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 90 σε ώριμη ηλικία πιά, αλλά ακόμη νέα η Χαρίκλεια που στο μεταξύ τελείωσε το νυχτερινό σχολείο , χωρίς καν να το πάρει απόφαση, χωρίς ούτε μια δεύτερη σκέψη, ετοίμασε τη βαλίτσα της, έβαλε τα χάπια της ημέρας στο ειδικό κουτάκι για τον άνδρα της , άφησε ένα σημείωμα «Το φαγητό είναι στο ψυγείο» κι έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της.
Δύο χρόνια μετά, σε μια γκαρσονιέρα 28 τετραγωνικών, με ένα μπαλκόνι που έφτανε μόνο για ν απλώσεις με ένα σχοινάκι ρούχα, η Χαρίκλεια διάβαζε άλλη μια φορά το ημερολόγιο που κρατούσε τόσα χρόνια:
«Μάρτιος 1978 . Δεν πρόλαβα σήμερα να σιδερώσω όλα τα πουκάμισα. Έστησα τη σιδερώστρα στο σαλόνι για να μπορώ να βλέπω τηλεόραση. Ο μεγάλος ήταν στο φροντιστήριο και η μικρή διάβαζε στο δωμάτιό της. Είχα να πάω και στον μπαχτσέ . Οι μελτζάνες ήθελαν πολύ δουλειά , αλλά δεν ήθελα να βάλω λίπασμα . Ο Γιάννης γύρισε αργά από το καφενείο. Μύρισα τον κίνδυνο και την ανάσα του και μετρούσα τις αντοχές μου μέχρι να τον πάρει ο ύπνος στον καναπέ ένα ακόμη βράδυ: -Μαγείρεψες κατσικάκι που σου είπα μωρή; Πάλι στην τηλεόραση χαζεύεις; Εγώ δουλεύω όλη τη μέρα κι εσύ χαζολογάς; Μόλις αντίκρισε τη σιδερώστρα το μάτι του γυάλισε. Όρμησε με φόρα καταπάνω μου κι έτσι όπως κρατούσα το σίδερο μου έπεσε κάτω κι έσπασε. Ήταν ακόμη στην πρίζα κι έβγαλε μια σπίθα σα δράκος που ψυχομαχά. Στο σημείο της πτώσης το μάρμαρο του σαλονιού έσπασε. Μάρμαρο Καρύστου. Ο Γιάννης πάτησε με το παπούτσι του πάνω στον κουβά με τα λευκά πουκάμισα με άρπαξε με το ένα χέρι από τα μαλλιά και με το άλλο μου άστραψε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που έχασα την ισορροπία μου και νόμισα ότι θα πέσω κάτω. -«Άχρηστη γυναίκα! Κοίτα τι έκανες στο μάρμαρο! Στης μάνας μου το σπίτι που βάλθηκες τόσα χρόνια να καταστρέφεις γιατί εσύ μεγάλωσες σε τσαντίρι! Γύφτισσα που στραβώθηκα και σε πήρα …Και τότε με κοίταξε με μάτια που έβγαζαν φωτιές σα να ήταν πρώτη φορά που μ έβλεπε μπροστά του . Με οργή , αγανάκτηση κι έναν θόρυβο που έβγαινε μέσα από τα σωθικά του μ έφτυσε κατάμουτρα. Ζαλισμένη ακόμη, άφησα τα σάλια του να τρέχουν στα μάγουλά μου και ν ανακατεύονται με τα δάκρυα που δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω. Μάζεψα τα ρούχα και τη σιδερώστρα και με πόδια που αρνούνταν να ξεκολλήσουν από το πάτωμα σύρθηκα μέχρι το δωμάτιο των παιδιών ζητώντας πίσω από την κλειστή τους πόρτα , συμπαράσταση»
Τρία χρόνια αργότερα από εκείνο το περιστατικό, το πρώτο μιας σειράς πολλών άλλων όπου εκτός από τις βρισιές και το ξύλο προστέθηκαν και οι φτυσιές –πάντα στο πρόσωπο-. η Χαρίκλεια Αργυρού μάζεψε τα λιγοστά της υπάρχοντα κι έφυγε από το σπίτι , στο οποίο πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ενήλικης ζωής της , στο σπίτι που μεγάλωσε τα δυο της παιδιά.
………………..
Σηκώθηκε να βάλει ένα ποτήρι κρασί στο ποτήρι της, μοναδική πολυτέλεια στη λιτή ζωή της.
Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα ήταν δύσκολα. Καθάριζε σπίτια κι έψαχνε για μια καλύτερη δουλειά , αλλά ήταν πια αρκετά μεγάλη. Ο γιος της σπούδαζε γιατρός στη Θεσσαλονίκη και κάθε μήνα του έβαζε χρήματα στον λογαριασμό. Η κόρη της ήταν ήδη αρραβωνιασμένη στη Χαλκίδα. Όταν , αφού έφυγε από το σπίτι η Χαρίκλεια πήγε για πρώτη φορά να την επισκεφθεί, φορτωμένη με δώρα κυρίως από τις ενοχές της κατάλαβε πως τίποτε δεν θάταν πια το ίδιο μεταξύ τους:
-«Άφησες τον μπαμπά κι έπαθε εγκεφαλικό. Το ήξερες; Φαντάζομαι πως δεν σ ενδιαφέρει όπως δεν σ ενδιαφέρει ούτε για μας. Χάθηκες για μήνες μας εγκατέλειψες χωρίς ούτε μια λέξη για να κάνεις τη ζωή σου. Ξέρεις τι είσαι; Είσαι αυτό που πάντα έλεγε ο μπαμπάς για σένα: «Ακατάλληλη μητέρα»
Στην αρχή έκλαψε πολύ. Για μέρες . Σφουγγάριζε σκάλες κι ανακατεύονταν δάκρυα και σαπουνάδες και πίκρα που δεν μπορούσε να ξεπλυθεί…
Αλλά καθώς κυλούσε ο χρόνος της μοναξιάς, χωρίς ειδήσεις, τηλέφωνα, σχόλια , αλλά ούτε και φωνές , ταπεινώσεις από αυτούς που κάποτε θεωρούσε «δικούς της» , τα πάντα ξεθώριασαν στα μάτια της κι απέμεινε στο μυαλό της αυτή η πρώτη φτυσιά και η φράση: «Ακατάλληλη Μητέρα».
Αφουγκράστηκε για τελευταία φορά εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα του Μάη την εξώπορτα και τους θορύβους της οικοδομής. Κι έπειτα πήγε σχεδόν δειλά σ εκείνη τη μοναδική τριανταφυλλιά που η γλάστρα της ίσα χωρούσε στο λιλιπούτειο μπαλκόνι της. Ευλαβικά έκοψε ένα ολοκόκκινο μπουμπούκι, το έβαλε σ ένα βάζο με νερό, σε περίοπτη θέση στο σαλόνι της που ήταν κι υπνοδωμάτιο και καθιστικό και με προσεκτικά γραμμένα κεφαλαία γράμματα , σα χαράκτης σε σκληρό μάρμαρο, έγραψε : «ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΜΗΤΕΡΑ».
Σ.Μ