Στους Παππούδες και στις Γιαγιάδες – Η τελευταία προσφορά – Άρθρο του Τάσου Συμιγδαλά

Λυρικός ο λόγος μας σήμερα, για να αποτίσει έναν ελάχιστον φόρο τιμής και να εκφράσει ευγνωμοσύνη στους απόμαχους της ζωής και της εργασίας, στους συνταξιούχους, στα “περήφανα γηρατειά”, όπως τα έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου στους προεκλογικούς του λόγους. Στους Παππούδες και στις Γιαγιάδες, που μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής τους δεν σταματούν να προσφέρουν, έστω κι αν αυτό θα είναι η τελευταία πράξη της ζωής τους.
Υποκλινόμαστε μπροστά σ’ αυτή την ακούραστη προσφορά των ανθρώπων, που μόχθησαν, πάλεψαν και δημιούργησαν μια κοινωνία ικανή να αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες. Σ’ αυτούς που κράτησαν την οικογένεια ενωμένη, κάτω από το κεραμίδι, που με τον μόχθο της εργασίας τους απόκτησαν και που τον τελευταίο καιρό, δυστυχώς, καλούνται να ξαναπληρώσουν.
Σήμερα οι οικογένειες συγκροτούνται από τους νέους με την παρόρμηση μιας στιγμής και διαλύονται με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία, υποβαθμίζοντας έτσι το θεσμό της οικογένειας, του βασικού κυττάρου της κοινωνίας. Απαξιώθηκε η οικογένεια και έγινε εταιρεία συμβιώσεως και οι Παππούδες και οι Γιαγιάδες έμειναν με μόνη καταφυγή τους την πίστη τους στον Θεό.
Οι άνθρωποι δημιουργούν οικογένειες με ηθικό και πνευματικό περιεχόμενο και δεν είναι απλοί μέτοχοι μιας εταιρείας, ή μέλη μιας αγέλης που άγονται και φέρονται από επιτήδειους. Και σήμερα η κοινωνία μας κατακλύζεται από επιτήδειους, που δρουν διαλυτικά και απαξιώνουν αυτό το μοναδικό υγιές κύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια.
Όσο οι Παππούδες και οι Γιαγιάδες βλέπουν αυτά τα διαλυτικά στοιχεία της κοινωνίας να προβάλλονται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τόσο υποφέρουν και στενοχωριούνται και καταβάλλουν και την τελευταία ικμάδα που τους έχει απομείνει να συγκρατήσουν και να προστατεύσουν με κάθε θυσία την οικογένεια, που έχουν δημιουργήσει.
Στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν την οικογένεια, όχι μόνο για να κρατήσουν τη συνοχή της, αλλά κυρίως, βοήθησαν οικονομικά τις οικογένειες να επιβιώσουν.
Μηδένισαν τα ατομικά τους έξοδα και διέγραψαν από τις επιλογές τους την ψυχαγωγία, και την απόλαυση ακόμη και του καφενειακού καφέ, για να μπορέσουν να εξοικονομήσουν έστω ελάχιστα χρήματα για να τα διαθέσουν να αγοράσουν κάτι, μια λιχουδιά για τα εγγόνια τους, ένα πακέτο μακαρόνια για τη διατροφή τους.
Και αισθάνονται ιδιαίτερη ικανοποίηση γι’ αυτό που κάνουν, να περιορίζουν δηλαδή τη διασκέδασή τους στην πενιχρή ψυχαγωγία των τηλεοπτικών προγραμμάτων, που κατά γενική ομολογία, όχι μόνο δεν ψυχαγωγούν, αλλά τις περισσότερες φορές δημιουργούν αισθήματα θλίψεως, ακόμη και οργής για την κατάπτωση των ηθών και τη γιγάντωση των ερωτημάτων για το πού πορεύεται η κοινωνία σήμερα.
Και όμως οι Παππούδες και οι Γιαγιάδες αποδέχονται αδιαμαρτύρητα αυτή τη θυσία της προσωπικής τους ψυχαγωγία, γιατί έτσι εξοικονομούν κάτι παραπάνω και μπορούν να προσφέρουν στην οικογένεια κάτι περισσότερο.
Δεν επιζητούν ικανοποίηση για την προσφορά τους, που εύχονται να είναι αμείωτη μέχρι το τέλος της ζωής τους, γιατί έχουν προσδιορίσει το ρόλο τους ως παράγοντα προσφοράς προς την οικογένεια και το κοινωνικό σύνολο και όχι στην απόλαυση των μικρών δυνατοτήτων που τους παρέχει η πενιχρή τους σύνταξη, ως απολαβή των μόχθων της εργασίας τους.
Τους αρκεί η ηθική ικανοποίηση που αισθάνεται ο άνθρωπος όταν προσφέρει, έστω κι αν αυτό θα είναι η τελευταία τους προσφορά.
Γι’ αυτό τον λόγο, τους οφείλεται ένα μεγάλο ευχαριστώ εκ μέρους της κοινωνίας, έστω μια τιμητική αφιέρωση μιας ημέρας του χρόνου που να γιορτάζεται η μέρα “του παππού και της γιαγιάς” για ό,τι έχουν προσφέρει στην Οικογένεια και στην Κοινωνία.
Έχουμε αφιερώσει ημέρες τιμητικές για απίθανα πράγματα, όπως “κατά του καπνίσματος”, “κατά της χρήσης αυτοκινήτου” και για πολλά άλλα θέματα. Δεν αξίζουν αυτοί οι απόμαχοι της ζωής και της εργασίας, που τόσα έχουν προσφέρει στην οικογένεια και στην κοινωνία, πέρα από ό,τι έχουν προσφέρει ως δημιουργία, να τύχουν μιας τιμητικής ημέρας του “Παππού και της Γιαγιάς”;
Πιστεύουμε ότι θα είναι ένα ελάχιστο δείγμα αναγνωρίσεως της μεγάλης προσφοράς τους.

Διαβάστε επίσης :

Όταν οι συνήγοροι υπεράσπισης χάνουν το μέτρο – Άρθρο του Κρικόρ Τσακιτζιάν