Όταν τα καλοκαίρια μας είχαν άρωμα 80ς… – Mary’s Notes – Άρθρο της Μαίρης Λεριά

Καταρχάς να σου ξεκαθαρίσω ότι ανήκω σε αυτή τη κατηγορία των ανθρώπων που δεν τα πάνε καθόλου καλά με το παρελθόν. Δεν ξέρω αν αυτό είναι δείγμα αισιοδοξίας, του τύπου προχωράω μπροστά και τα αφήνω όλα πίσω ή δείγμα δειλίας του τύπου με τρομάζει το παρελθόν. Και ποτέ δεν θα το μάθω γιατί δεν με ενδιαφέρει. Πάντως δεν είμαι η τύπισσα που θα βάλει στο ψυγείο φωτογραφία προ δεκαετίας, όταν ήμουν 15 κιλά πιο αδύνατη για να ανταπεξέλθω στην προσπάθεια της δίαιτας που μόλις ξεκίνησα. Και το έργο<Κράτα μακριά το παρελθόν> συνεχίζεται … Απεχθάνομαι να παρακολουθώ ή να ακούω παλιές μου εκπομπές στη τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο και νιώθω υγιής συναισθηματικά όταν με συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός για νέα επαγγελματικά projects. Έχω όμως μια αδυναμία όσον αφορά συγκεκριμένους παρελθοντικούς χρόνους. Δεν μπορώ να αντισταθώ, για αυτό και συχνά πυκνά ανατρέχω, στα παιδικά μου καλοκαίρια. Κάποιες φορές αυτό μου δημιουργεί και μια γλυκιά μελαγχολία που όμως αποδεικνύεται διαχειρίσιμη.

Νιώθω ευγνώμων και ευτυχισμένη που μπόρεσα να ζήσω τέτοια καλοκαίρια. Σε αντίθεση με τα καλοκαίρια που βιώνει ο γιος μου ή παιδιά της ηλικίας του, παρέα με lockdown, internet και play station. Χωρίς πραγματική ελευθερία, κυνηγητό στις γειτονιά και μπουγελώματα. Είναι τόσο έντονες οι αναμνήσεις που κάποιες φορές αισθάνομαι σαν να έχω μπει σε χρονομηχανή.
Καλοκαίρια στη δεκαετία του 80. Τότε που οι αλάνες και τα παιχνίδια της εποχής είχαν την τιμητική τους.
Κρυφτό, γαϊδούρα, αγαλματάκια, λάστιχο, μήλα, κυνηγητό. Τα επιτραπέζια γκρινιάρης και ζώα-φυτά -πράγματα θύμιζαν σύγχρονους μαθητικούς αγώνες επιχειρηματολογίας στην προσπάθεια σου να αποδείξεις ότι η Ιταλία είναι πόλη και όχι κράτος, ο παπουτσής επάγγελμα και το σταχτί χρώμα. Και όλο και κάτι θα έκλεβες στην τελική καταμέτρηση για να βγεις τουλάχιστον 3ος και όχι τελευταίος. Ζώα, φυτά, πράγματα που μετρούσαν γνώσεις και βαθμό φαντασίας σε κοινωνικό-γεωγραφικό επίπεδο. Καλοκαίρια που η αξία τους δεν μετριόταν από τον τουριστικό προορισμό διακοπών. Δεν είχε καμιά απολύτως σημασία αν το καλοκαίρι το περνούσες στο χωριό της γιαγιάς, σε σκηνή, σε τροχόσπιτο, σε λυόμενο αυθαίρετο ή σε κάποιο νησί. Το ζητούμενο ήταν ένα! Πόσα παγωτά έφαγες και πόσα μπάνια καλοκαιρινά είχες κάνει στη θάλασσα. Διότι στα 80s η επιτυχία – ευτυχία του καλοκαιριού προσδιοριζοταν ξεκάθαρα από τις συγκεκριμένες καταμετρήσεις παγωτών και βουτιών.

Internet δεν υπήρχε. Τα παιδιά του Δημοτικού σχολείου δεν είχαν ούτε στόχευαν στο να δημιουργήσουν λογαριασμούς στο instagram ή στο tic tok. Τα κινητά τηλέφωνα βρίσκονταν στη σφαίρα σεναρίου επιστημονικής φαντασίας. Η είδηση ότι υπάρχουν αυτοκίνητα που διαθέτουν τηλέφωνο προξενούσε θαυμασμό και έκπληξη. Πόσο απλά ήταν όμως όλα. Το χαρτζιλίκι δεν προοριζόταν για κάρτες κινητής τηλεφωνίας ή κάρτες ανανέωσης play station. Ούτε καν για ρούχα που ήταν in fashion. Βασικά δεν σε ένοιαζε τι θα φορέσεις. Δεν σε ένοιαζε αν θα λερωθούν τα ρούχα σου από το παγωτό χωνάκι σοκολάτα που θα αγόραζες το απόγευμα. Το χαρτζιλίκι ήταν για να αγοράσεις καινούργιο λάστιχο με το μέτρο και να παίξεις με τις φίλες σου. Ήταν για να αγοράσεις σφεντόνες, μπάλα και περιοδικά. Μανίνα, Μπλέκ, Κατερίνα μαζί με αυτοκόλλητα τατουάζ ή χαλκομανίες ως δώρο για να σιδερώσεις στα λευκά σου φανελάκια. Και κάπως έτσι χαλούσες πολλά λευκά μπλουζάκια και αν ήσουν τυχερή όπως εγώ, δεν φώναζε η μάνα σου που κατέστρεψες ένα ακόμη λευκό μπλουζάκι.
Στα αγόρια της παρέας την τιμητική τους είχαν οι σιδερότυπες χαλκομανίες σε κασκορσέ. Φανελάκι αμάνικο που μεσουρανούσε στα 80ς χωρίς ίχνος κιτς στιλιστικής διάθεσης .Κασκορσέ παλιομοδίτικο στο σήμερα.
Τότε ούτε καν το φανταζόσουν. Αυτό που επίσης δεν φανταζόσουν ήταν ότι δεν θα υπάρχουν γειτονιές και αλάνες να γεμίζουν με παιδικές φωνές. Παιδιά που παίζανε με λάσπη λίγα μέτρα μακριά από το πατρικό τους μέχρι να ακούσουν από το μπαλκόνι την τσιριχτή φωνή της μαμάς τους <Μαρία! Άντε ! Φτάνει! Έλα να πλύνεις τα πόδια σου! Αύριο πάλι!> Και κάπου εκεί αποχαιρετούσες τα παιδιά μέχρι αύριο….<τι ώρα θα ξυπνήσεις;> στις 11.00. Αύριο εδώ! απαντούσες..
Και γυρνούσες κατάκοπος από το παιχνίδι, βράδυ, σε ένα διαμέρισμα, σε μια μεσοαστική πολυκατοικία όπου οι ιδιοκτήτες δεν κλειδαμπαρώνονταν γιατί όλοι είχαν ξεκλείδωτες τις εξώπορτες. Η θα είχαν το κλειδί στο γλαστράκι της εισόδου. Δεν υπήρχε ο φόβος μήπως μπει κανένας κλέφτης ή διαρρήκτης.
Θαρρείς και δεν υπήρξαν κλέφτες ή διαρρήκτες στη δεκαετία του 80. Πόσο μακρινό μοιάζει.
Όσο μακρινά μοιάζουν τα ψιλικατζίδικα της γειτονιάς, όπου αγόραζες μινιατούρες πλαστικές βαρκούλες παιχνίδια που ήταν γεμάτα βανίλια -υποβρύχιο. Σκέτη γλύκα! Και αυτές οι αυτοσχέδιες εκδρομές για μπάνια αυθημερόν στον Πλαταμώνα. Έφευγες στις 9.00 το πρωί και με χίλια ζόρια σε μάζευε η μάνα σου στις 2 το μεσημέρι για αναχώρηση.
Ανάσα ξεκούρασης για τις εργαζόμενες μανάδες της γειτονιάς .
Και εσένα να σε χαλάει στο 10χρονο μυαλό σου που έπρεπε να φύγεις από την παραλία στις 2 το μεσημέρι.
Γιατί ; αναρωτιόμουν ….Γιατί τα πούλμαν είναι επαγγελματικά .
Και στις 3.30 πρέπει να παραλάβουν εργαζόμενους από τα εργοστάσια μου απαντούσε η μαμά μου….
Ε! λοιπόν ίσως για αυτό τον λόγο τα τελευταία 10 χρόνια πηγαίνω στη παραλία στη μια και φεύγω όταν έχω απολαύσει ηλιοβασίλεμα και έχει πλέον βραδιάσει.
Λατρεύω τα καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα…
Και τι δεν θα έδινα όμως για μια εβδομάδα καλοκαιριού στα 80ς.
Όχι! Ας μην ήμουν παιδί. Να ήμουν μαμά .
Ας ζούσε ο γιος μου και οι φίλοι του ένα καλοκαίρι σαν αυτά που έζησα. Που ζήσαμε.
Ένα καλοκαίρι χωρίς internet, Playstation, κινητά τηλέφωνα, social media.
Ένα καλοκαίρι σε αλάνες, με λάσπες, φωνές, κυνηγητό, λερωμένα πόδια και Μίκυ Μάους στο κρεβάτι μέχρι να κοιμηθούνε αγκαλιά με αγαπημένα κόμικς.
Ένα καλοκαίρι με άρωμα 80ς…