Η διεφθαρμένη δικτατορική ηγεσία του Αζερμπαϊτζάν – Του Κρικόρ Τσακιτζιάν

Πικνίκ για Γύπες

Αζερμπαϊτζάν ένα κράτος, με πάμφτωχο κόσμο και πλούσιους ηγέτες. Διοικείται από δικτάτορες, που κάνουν μπίζνες στις πλάτες φτωχών μουσουλμάνων, τους οποίους φανατίζουν με θρησκευτικά μίση, για να τους κρατούν σε ύπνωση και να μην εξεγείρονται απέναντι στους διεφθαρμένους ηγέτες τους.
Με τη σειρά τους οι ηγέτες αυτού του κράτους, έχουν παραδοθεί άνευ όρων στις ακόρεστες ορέξεις, αρχικά των Βρετανικών πετρελαϊκών εταιρειών και στη συνέχεια των Αμερικανικών.

Την κατάντια του Αζερμπαϊτζάν, περιγράφει με γλαφυρότητα και ρεαλισμό ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Greg Polast, στο βιβλίο του «Πικνίκ για Γύπες». (Μια ιστορία πετρελαίου, μεγιστάνων και ρεπορτάζ). Τα γεγονότα που περιγράφει είναι πραγματικά και είναι αποτέλεσμα σκληρής και επικίνδυνης δημοσιογραφικής έρευνας.
Περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στην μετά Σοβιετική εποχή του Αζερμπαϊτζάν, όταν στα 1992, πρόεδρος της χώρας ήταν ο Αμπουλφέζ Ελτσιμπέϊ. Ένας σκληρός δικτάτορας ο οποίος είχε αποφασίσει να ρίξει τη Βρετανική ΒΡ η οποία ήθελε διακαώς τα πετρέλαια του Αζερμπαϊτζάν που έβγαιναν από τα βάθη της Κασπίας Θάλασσας. Για να τον πείσουν, την εποχή της μεγάλης πείνας στη χώρα του, έστειλαν ένα δώρο για τον Ελτσιμπέϊ, 30.000.000 δολαρίων. Μάλιστα την επιταγή των 30 εκατομμυρίων την μετέφερε η ίδια η Μάργκαρετ Θάτσερ στο ταξίδι που έκανε στο Μπακού. Ο Ελτσιμπέϊ δεν τα πήρε και τους γύρισε την επιταγή πίσω, όχι γατί ήταν έντιμος. Κάθε άλλο. Κάθαρμα και λωποδύτης ήταν, αλλά είχε πουλήσει τους Άγγλους και έκλεινε συμφωνία με τις αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου, για πολλά περισσότερα από εκείνα που του έδιναν οι Άγγλοι. Έτσι πρόσβαλε με το χειρότερο τρόπο την Σιδηρά κυρία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν και το μοιραίο του λάθος, το οποίο στη συνέχεια πλήρωσε πολύ ακριβά.

Τον επόμενο χρόνο ο Ελτσιμπέϊ έπεσε μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα που υποκίνησαν και προετοίμασαν οι Βρετανοί. Τουλάχιστον αυτό αναφέρουν στις εκθέσεις τους οι πράκτορες των Τουρκικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ). Δηλαδή ότι οι Βρετανοί είχαν αναλάβει να εξοπλίσουν το στρατό για το πραξικόπημα που έφερε στην εξουσία ένα δικό τους αχυράνθρωπο τον Χεϊντάρ Αλίγιεφ ή «Μπάμπα», όπως τον αποκαλούσαν όλοι, δηλαδή παππού. Τον έλεγαν έτσι, όχι από αγάπη, αλλά γιατί χέζονταν από το φόβο τους. Ο Μπάμπα μάλιστα, ήταν αυτός που υπέγραψε τη συμφωνία του αιώνα με τους Άγγλους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα της διαχείρισης των αποθεμάτων πετρελαίου του Αζερμπαϊτζάν άνευ όρων.
Αυτά τα προσωνύμια όπως το «Μπάμπα», ήταν απωθημένα από το παλιό σκληρό Σοβιετικό καθεστώς, όπως το «Πατερούλης» που αποκαλούσαν τον αιμοσταγή Στάλιν κι αυτόν από φόβο κι όχι επειδή τον λάτρευαν.
Μετά την ήττα του Αζερμπαϊτζάν από τους Αρμένιους το 1994, η Βρετανία ανέλαβε να εξοπλίσει τη χώρα, ως δωράκι για τη «συμφωνία του αιώνα» που υπέγραψε με το Αζερμπαϊτζάν, όπου με τη συμφωνία αυτή, είχε το δικαίωμα να διαχειριστεί τα Αζερικά κοιτάσματα πετρελαίου τα οποία ήταν περισσότερα από εκείνα του Κουβέιτ, όπως είχαν διαπιστώσει τα γεράκια της ΒΡ.

Ο Χεϊντάρ Αλίγιεφ στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας του, χαρακτηρίζονταν ως ένας άσπλαχνος τραμπούκος της KGB, όπως τον αναφέρει στο βιβλίο του ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Greg Palast. Κατά τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης, χαρακτηρίστηκε ως ένας ευλαβής μουσουλμάνος αντικομμουνιστής. Οι Αζέροι αναπολούσαν με νοσταλγία την εποχή που αυτό το κάθαρμα, ήταν απλά άσπλαχνος ηγέτης.
Τον Μπάμπα, διαδέχθηκε στη συνέχεια ο γιός του Ιλχάμ Αλίγιεφ, σημερινός δικτάτορας του Αζερμπαϊτζάν. Επί σειρά ετών που κυβερνούσε ο πατέρας του, εκείνος ήταν Επικεφαλής της Κρατικής Εταιρείας Πετρελαίου. Δηλαδή έκανε όλη τη βρομοδουλειά με τις μίζες που πέφτανε βροχή εκείνη την εποχή, για να ξεζουμίζουν τα κοιτάσματα της χώρας τα αρπαχτικά όρνια της ΒΡ. Δόθηκαν στο καλόπαιδο του Μπάμπα, μίζες ύψους 400 – 500 εκατομμυρίων δολαρίων. Λεφτά που πήγαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της οικογένειας. Ο λαός όμως ψωμολυσσούσε, όπως και σήμερα.
Σημαντικό ρόλο στο παιχνίδι διαφθοράς της οικογένειας Αλίγιεφ, έπαιξε η πανέμορφη Μεχριμπάν Αλίγιεβα, η οποία είχε ανακηρυχθεί από το περιοδικό Esquire, η δωδέκατη πιο σέξι γυναίκα εν ζωή. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να χρησιμοποιούν τα πρώην σοβιετικά καθεστώτα ωραίες γυναίκες ως δόλωμα, για τις βρομοδουλειές τους, για να βάλουν στο χέρι, διεφθαρμένους ηγέτες.

Στη συνέχεια η Μεχριμπάν και η οικογένειά της βρέθηκαν να κατέχουν την ασφαλιστική εταιρεία Pasha Insurance, την κατασκευαστική Pasha Construction, το ταξιδιωτικό πρακτορείο Pasha Travel, την τράπεζα Pasha Bank, τη δική της σειρά καλλυντικών και την αντιπροσωπεία της Bentley στην Παλιά Πόλη. Τώρα ποιος θα αγόραζε Bentley σε μια χώρα με τόσο φτωχό πληθυσμό; Μα μόνο οι μαφιόζοι του συστήματος, οι οποίοι είχαν πέσει στη μαρμίτα με τα πετροδόλαρα και κάνανε πάρτι, σε βάρος αμόρφωτων και πεινασμένων μουσουλμάνων, οι οποίοι έμειναν μόνο με το θρησκευτικό φανατισμό και το μένος απέναντι στους αιώνιους εχθρούς, τους Αρμένιους. Αυτό το μένος τους σέρβιραν ως τροφή του φανατισμού και της τύφλωσης για τα εγκλήματα που διέπραττε και διαπράττει μέχρι σήμερα το δικτατορικό καθεστώς του Αλίγιεφ, προκειμένου να ξεχάσουν την πείνα τους και τις αδικίες που γίνονταν εις βάρος τους.

Από τότε μέχρι σήμερα, έχει κυλήσει πολύ πετρέλαιο στο μύλο της κυβέρνησης Αλίγιεφ. Οι γύπες των υδρογονανθράκων έστησαν το δικό τους πάρτι στη συγκεκριμένη υπανάπτυκτη χώρα του Καυκάσου και οι μίζες έπεσαν βροχή στα θησαυροφυλάκια της οικογένειας Αλίγιεφ.
Με όλο αυτό τον πλούτο, κατάφεραν να εξοπλιστούν με τα τελευταίου τύπου όπλα που αγόρασαν από τους ίδιους γύπες, προκειμένου να κερδίσουν τον αιώνιο εχθρό και να κρατήσουν για τις επόμενες δεκαετίες σε λήθαργο το λαό του Αζερμπαϊτζάν, να κοιμάται με άδειο το στομάχι, αλλά πάνω στις δάφνες της νίκης και να κλείνει τα μάτια στις αρπαγές και τις λεηλασίες που διαπράττει η ηγεσία της χώρας εδώ και δεκαετίες, σε βάρος τους.