Υπάρχουν οράματα στη σύγχρονη Ελλάδα; – Της Δάφνης Λιάτου

Έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά πως αν θέλεις να δώσεις τη χειρότερη κατάρα σε έναν άνθρωπο, τότε θα πρέπει να του ευχηθείς να μην έχει στη ζωή του όνειρα. Εύστοχη κουβέντα, βγαλμένη από τη θυμοσοφία του λαού μας, που αντικατοπτρίζει σε όλο της το μεγαλείο το πόσο σημαντικό είναι για έναν άνθρωπο να έχει όνειρα. Το ίδιο, όμως, δεν συμβαίνει μόνο για τους ανθρώπους…Το ίδιο ισχύει και για τους λαούς…
Μπορεί σήμερα κάποιος να δώσει εύκολη απάντηση στο ερώτημα ποια είναι τα οράματα που εμπνέουν και αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τον ελληνικό λαό; Μάλλον θα δυσκολευτεί.

Κι όμως η ύπαρξη του νεοελληνικού έθνους ήταν για ένα μεγάλο διάστημα συνυφασμένη με την ύπαρξη τέτοιων οραμάτων. Πριν ακόμη από το 1821 συνείχε το έθνος το όραμα της απελευθέρωσής του. Στη συνέχεια η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών, η «Μεγάλη Ιδέα» που ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ακόμη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρχε το όραμα της αποκατάστασης των Ελλήνων προσφύγων και της αφομοίωσής τους στον εθνικό κορμό. Και, τέλος, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο και τις τρομερές καταστροφές που αυτός συσσώρευσε στην ελληνική κοινωνία –σε πολλά επίπεδα– υπήρξε το όραμα της δημιουργίας μιας Ελλάδας που να ανταποκρίνεται στο σύγχρονο ευρωπαϊκό όραμα.
Δυστυχώς, όμως, μετά το 1974 σταδιακά τέτοια ή αντίστοιχα εθνικά οράματα δείχνουν να μην υπάρχουν πλέον. Με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου σε υψηλά επίπεδα –και παρά τα όσα ακούγονται κατά καιρούς από τα ΜΜΕ– ο Έλληνας δείχνει να έχει χάσει τον προσανατολισμό του, να μην ξέρει τι επιζητά και τι πρέπει να επιδιώξει, ώστε να νιώσει ευτυχισμένος. Με κορεσμένο τον υλικό ευδαιμονισμό του δείχνει πελαγωμένος στον ωκεανό της απουσίας ενός εθνικού στόχου ή οράματος. Έτσι, ή αποζητά ακόμη μεγαλύτερες υλικές απολαύσεις ή όταν δεν τις βρίσκει, ξεσπά με αγανάκτηση και δυσφορία.
Ουσιαστικά κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής δείχνει σιγά σιγά να εξαφανίζεται. Ο καθένας ενδιαφέρεται απλώς και μόνο για το άτομό του, ενώ η συλλογική ευθύνη ή η παρότρυνση και κίνηση προς την υλοποίηση εθνικών στόχων και οραμάτων δείχνει και αυτή να αποτελεί κενό γράμμα. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στην καθημερινή νεοελληνική πραγματικότητα. Ως μοναδικός σκοπός προβάλλει το «βόλεμα», η ατομική καλοπέραση, ακόμη και αν αυτή συνοδεύεται από καταπάτηση των δικαιωμάτων του άλλου, ακόμη κι αν αυτή δεν στοχεύει στο κοινό καλό…
Σε αυτήν την κατάσταση μεγάλη είναι η ευθύνη των πολιτικών κομμάτων που δείχνουν στις περισσότερες περιπτώσεις να είναι κατώτερα των περιστάσεων. Θεωρούν καθήκον τους να προτείνουν υποτιθέμενες λύσεις για τα οικονομικά προβλήματα, τα οποία όμως στην πράξη αποδεικνύονται ανίκανα να τα διαχειριστούν, συνάμα όμως επικεντρώνουν διαρκώς τη συζήτηση γύρω από την οικονομία.
Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί πως η οικονομία δεν αποτελεί σημαντική παράμετρο στην ομαλή λειτουργία ενός κράτους ή πως δεν είναι σημαντική η επίλυση των οικονομικών προβλημάτων για την ανέλιξη μιας κοινωνίας. Οι Λατίνοι εξάλλου έλεγαν «primun vivere, deinde philosophare» (πρώτα ζεις και μετά φιλοσοφείς). Είναι σημαντική, δεν είναι όμως και η μοναδική.
Ο Έλληνας είναι από τη φύση του άτομο δημιουργικό. Όταν του προσφέρεις πεδίο δράσης πέραν από τα συνηθισμένα, τότε είναι ικανό να επιτύχει τα πάντα. Μπορεί να μεγαλουργήσει και να διακριθεί σε κάθε τομέα και σε κάθε επίπεδο. Αρκεί να λειτουργεί εμπνευσμένα. Αναδεικνύεται σε πρωτοπόρο και σε ηγέτη.
Ολοκληρώνοντας, νομίζουμε πως πλέον η δημιουργία και η ανάδειξη ενός εθνικού οράματος, ενός οράματος που θα εμπνεύσει τους Έλληνες και θα αποτελέσει πυξίδα στη μελλοντική τους πορεία μέσα στο παγκόσμιο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι καθίσταται μείζονος σημασίας, παράλληλα με μια συζήτηση που θα προσπαθεί να διερευνήσει τα περιθώρια αυτόνομης δράσης μέσα σε αυτό το πεδίο. Τι πρεσβεύουμε σήμερα μέσα στην παγκόσμια κοινότητα; Ποιος ο ρόλος μας; Έχουμε τη δυνατότητα να προσφέρουμε κάτι νέο σε πολιτισμικό επίπεδο; Ή, τουλάχιστον, μπορούμε να χαράξουμε μια πολιτική που να επιτρέψει σε βάθος χρόνου την ανάδειξή μας σε έναν ισχυρό παίκτη στη ΝΑ Ευρώπη και στη Μεσόγειο;
Βέβαια μια τέτοια συζήτηση προϋποθέτει τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής, την οποία συχνά ακούμε αλλά σπανίως βλέπουμε. Ήδη έχουμε αργήσει πολύ. Η ιστορία –σκληρή αλλά ρεαλιστική– διδάσκει πως λαοί που δεν κατανοούν την αναγκαιότητα ενός τέτοιου οράματος, σύντομα οδηγούνται στην εξαφάνιση.