Το σύνδρομο του «γνωστού» στην πολιτική ή η συνταγή για (σχεδόν) σίγουρη αποτυχία! – Του Αντώνη Κρυζαλιώτη

Επαιρόμαστε όλοι πως ζώντας σε μία χώρα, στην οποία έχουν εμπεδωθεί οι δημοκρατικοί θεσμοί, σκεφτόμαστε και ενεργούμε δημοκρατικά. Ωστόσο, άλλο είναι τι σκέφτεσαι/φαντάζεσαι κι άλλο τι πραγματικά ισχύει. «Μα, ο λαός αποφαίνεται στις εκλογές και τοποθετεί στην εξουσία αυτούς που επιθυμεί», θα διατυπωνόταν αυθορμήτως.

Λέγεται, μάλιστα, πολλές φορές ότι τοποθετεί τους καλύτερους. Είναι, όμως, έτσι; Το πρώτο —και μοναδικό, ίσως— ερώτημα το οποίο θα έπρεπε να απαντηθεί στην περίπτωση αυτή είναι το εξής: «Εάν ήταν/είναι οι καλύτεροι, τότε γιατί η χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση;».

Η απάντηση —και πάλι αυθορμήτως— θα ήταν «Η Ελλάδα δεν είναι μόνη της στον κόσμο, επηρεάζεται από ό,τι (αρνητικό) συμβαίνει γύρω της». «Εξάλλου, εάν εξαιρεθεί η κρίση που βιώνουμε μετά το 2010», θα συνέχιζε η «απάντηση», «η χώρα βίωσε πρωτοφανή ανάπτυξη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι το 2010. Θα ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί αυτό; Άρα, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία συνέβαλλε, επί δεκαετίες, στην αδιαμφισβήτητη βελτίωση του επιπέδου ζωής του μέσου Έλληνα».

Αλήθεια, θα ήταν μάλλον δύσκολο να αρνηθεί κανείς «την αδιαμφισβήτητη βελτίωση του επιπέδου ζωής του μέσου Έλληνα» στη χρονική αυτή περίοδο. Θα ίσχυε το ίδιο, εντούτοις, και για τον ισχυρισμό περί «πρωτοφανούς ανάπτυξης»;

Προφανώς, ό,τι συνέβη μετά το 2010 δεν θα άφηνε περιθώρια για την υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού, μιας και αποδείχθηκε ότι «ο βασιλιάς ήταν γυμνός»! Και αυτό γιατί το πρόβλημα της χώρας δεν ήταν τραπεζικό —πράγμα που ίσχυε για άλλες χώρες της ΕΕ—, ήταν δομικό της οικονομίας της: ελάχιστη παραγωγή, κάλυψη των αναγκών σχεδόν αποκλειστικά με εισαγωγές, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, αναποτελεσματικό (και άδικο) φορολογικό σύστημα, λειτουργία μονοπωλίων σε πολλούς τομείς της οικονομίας/αγοράς, άρα διατήρηση υψηλών τιμών, είναι λίγα από τα πολλά που θα μπορούσαν να εντοπιστούν ως αιτίες της ελληνικής παθογένειας. «Ανάπτυξη, όμως, δεν συνιστά η οικοδόμηση τόσων νοσοκομείων, τόσων σχολείων, η κατασκευή τόσων δρόμων, η ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών, η αναλογία τουλάχιστον ενός αυτοκινήτου για κάθε οικογένεια, η δυνατότητα απόλαυσης και του «πουλιού το γάλα»; —θα έλεγαν οι αμύντορες των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα.

Ήταν, όμως, ανάπτυξη ή ήταν πύργος στην άμμο των δανεικών; Το ερώτημα, προφανώς, είναι ρητορικό, γι’ αυτό και οι υπερασπιστές τέτοιας «ανάπτυξης» θα έπρεπε μάλλον να τηρούν αιδήμονα σιωπή!

Για να επανέλθουμε, όμως, στον τίτλο, δηλαδή περί «γνωστών». Έχοντας βιώσει στο πετσί μας κυριολεκτικά τι σήμαινε η «ανάπτυξη» των προηγούμενων δεκαετιών, ψάχνουμε να βρούμε εκείνους που θα θεραπεύσουν την κατάσταση —και ορθώς πράττουμε.

 Ωστόσο, μεταξύ ποίων τους ψάχνουμε; Μήπως δίνουμε προσοχή σε όσους μιλάν τη γλώσσα της λογικής και οι οποίοι με συνέπεια παρουσιάζουν τις θέσεις τους, δίχως να φωνασκούν; Μήπως προσπαθούμε να διαπιστώσουμε εάν αυτά που λέγονται ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένο όραμα, όχι μόνον εκείνο της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και της βελτίωσης της κοινωνίας και της τοποθέτησης της Ελλάδας στην πρωτοπορία —σε βάθος χρόνου, ασφαλώς, και ύστερα από σκληρή δουλειά με συνέπεια και εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνατοτήτων λαού και χώρας; Θετική απάντηση στα προηγηθέντα θα μπορούσε να δοθεί είτε από αιθεροβάμονα είτε από κάποιον που έπεσε ουρανοκατέβατος εδώ! Θα συμφωνούσαμε όλοι, όμως, ότι αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει είναι να ψάχνουμε συνεχώς κάποιον με διείσδυση στον κόσμο, για όποιον λόγο, και να «κρεμόμαστε» επάνω του θεωρώντας κάθε φορά ότι είναι «ο άνθρωπός» μας. Το (μη) ορθό της τακτικής αυτής καλό θα ήταν να μείνει ασχολίαστο ή μάλλον να ταυτιστεί με ό,τι λέει ο λαός πως συμβαίνει στα έντομα που έλκονται από το φως: καίγονται!

Γιατί πρέπει σώνει και καλά ο σταρ της τηλεόρασης, ο ηθοποιός, ο ποδοσφαιριστής, ο αθλητής γενικώς, ο πανεπιστημιακός έστω, να είναι ο «εκλεκτός»; «Και γιατί να μην είναι;», θα ήταν η αυθόρμητη ερώτηση; «Δεν θα ήταν πιθανό κάποιοι —ή και πολλοί— από αυτούς να είναι οι καλύτεροι, οι καταλληλότεροι;». Μια αρνητική απάντηση πιθανόν να αδικούσε κάποιους από αυτούς —όχι πολλούς, ωστόσο, στην περίπτωση αυτή. «Τότε, γιατί να μην ψάξουμε μεταξύ των γνωστών;», θα διερωτώταν πολλοί. Η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή: «Ακόμη κι αν κάποιοι από τους «γνωστούς» είναι ικανοί, εντασσόμενοι ωστόσο στα κόμματα εξουσίας, τα οποία κατά γενική σχεδόν παραδοχή ΔΕΝ μπορούν να θεραπεύσουν αυτό που τα ίδια χάλασαν, πόσα περιθώρια τούς επιτρέπεται να διαθέτουν ώστε να λειτουργήσουν εποικοδομητικά;». Η απάντηση, μάλλον, δεν είναι για δυνατούς λύτες! Άλλωστε, η πορεία όλων αυτών στο πολιτικό στερέωμα μοιάζει πολύ με ό,τι μας αρέσει να βλέπουμε στο ουράνιο στερέωμα τις θερινές νύχτες: διάττοντες αστέρες!

Ηθικό δίδαγμα: η Δημοκρατία σημαίνει, βεβαίως, απόλαυση δικαιωμάτων, σημαίνει όμως και υπεύθυνη στάση εκ μέρους του λαού —για τη διατήρηση, ακριβώς, τόσο των δικαιωμάτων όσο και της συνεχούς απόλαυσής τους. Σημαίνει ωριμότητα στις επιλογές. Το γνωστό δεν είναι απαραίτητα το καλύτερο. «Μα, το άγνωστο έχει ρίσκο». Σωστά! Ο αντίλογος, ωστόσο, είναι εδώ: «Αυτό που γνωρίζεις και σε έχει κυβερνήσει έως τώρα, είναι το καλύτερο; Το αντίθετο, μάλλον! Είναι 100% σίγουρο ότι είναι ακατάλληλο! Ως προς το άγνωστο, η πιθανότητα δεν μπορεί παρά να είναι 50%. Τι είναι, λοιπόν, προτιμότερο; Το 100% εγνωσμένα ακατάλληλο ή το 50% πιθανώς ακατάλληλο;». Η απάντηση είναι κάτι παραπάνω από προφανής!

Να πάψουμε, λοιπόν, να εμπιστευόμαστε αυτούς που, πέραν πάσης αμφιβολίας, έχουν αποδείξει ότι δεν υπηρέτησαν και ούτε προτίθενται να υπηρετήσουν τα εθνικά συμφέροντα.

Να τους αποδείξουμε ότι δεν λειτουργούμε σαν ιθαγενείς που αρκούνται «στις χάντρες και τα καθρεφτάκια» των γνωστών/επώνυμων διά των οποίων υφαρπάζουν την ψήφο μας δελεάζοντάς μας με τις «ικανότητές» τους που δεν συνίστανται σε τίποτε άλλο παρά στο γνωστό του προσώπου τους.

Να ενωθούμε, αντιθέτως, όλοι με τους Δημοκρατικούς Ορίζοντες με ένα νέο, κοινό, όραμα, το οποίο έχει ανάγκη η πατρίδα, προκειμένου να τη βγάλουμε από τη στενωπό και να τη βάλουμε στην πρωτοπορία, όπως της αξίζει άλλωστε. Να δώσουμε την ευκαιρία σε εκείνους που μοιράζονται τους ίδιους δημοκρατικούς ορίζοντες και το ίδιο όραμα με εμάς, τους απλούς πολίτες, τους ανώνυμους, να δημιουργήσουν (επιτέλους) ένα κίνημα προόδου, παραγωγής και ανάπτυξης.