Ευαγόρας Παλληκαρίδης – ”Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ…”- Του Λάμπρου Παπαδή (Βίντεο)

Τα εγκλήματα της Αγγλικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο όπως και οι μέθοδοι ιμπεριαλιστικής επιβολής και εξόντωσης των Ελλήνων της Κύπρου από το καθεστώς του Λονδίνου στο νησί, σύμφωνα με αρκετούς συγγραφείς και ερευνητές θα μπορούσαν να συγκριθούν άνετα με τα όσα διέπραξαν οι Γερμανοί στις κατακτημένες χώρες της Ευρώπης κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου….Ο απαγχονισμός του αγωνιστή της ΕΟΚΑ Ευαγόρα Παλληκαρίδη από τους Άγγλους αποικιοκράτες εν μέσω διεθνούς κατακραυγής και απάθειας των υπολοίπων ξένων συμμάχων ήταν ένα από τα χιλιάδες εγκλήματα πολέμου της αγγλικής αποικιοκρατίας και κατοχής στην Κύπρο.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης ή Βαγορής όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, ήταν ο μικρότερος σε ηλικία Κύπριος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Βρετανούς το ξημέρωμα της 14ης Μαρτίου του 1957 στην Λευκωσία. Ήταν ο τελευταίος αλλά και ο νεότερος σε ηλικία από τους ήρωες Κύπριους αγωνιστές που δολοφονήθηκε από τους Άγγλους αποικιοκράτες. Όταν τον ανέβασαν στην κρεμάλα, ο Ευαγόρας συμπλήρωνε μόλις τα 19 του χρόνια.
Είχε συλληφθεί τρεις μήνες νωρίτερα να μεταφέρει οπλισμό για τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Φεύγοντας από την Λυσσό μαζί με δυο ακόμα νεαρούς συναγωνιστές του έπεσαν σε Αγγλική περίπολο. Οι δυο άλλοι διέφυγαν, αλλά ο Παλληκαρίδης συνελήφθη μ’ ένα οπλοπολυβόλο Μπρεν πάνω του και τρεις γεμιστήρες. Στη δίκη του δεν άφησε κανένα περιθώριο υπεράσπισης του, καθώς παραδέχτηκε την ενοχή του λέγοντας προς τους δικαστές: «Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε. Ότι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»

Ο Βαγορής, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, είχε μπει από μικρός στη μύτη των Άγγλων αποικιοκρατών. Το 1953, ξεσηκώθηκε μαζί με άλλους συμμαθητές του στο κολέγιο της Πάφου, διότι οι Άγγλοι ύψωσαν στο σχολείο την Αγγλική σημαία, στα πλαίσια των επίσημων εορτασμών για την στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Δεκαπεντάχρονος μαθητής τότε ο Ευαγόρας, σκαρφάλωσε στον ιστό, κατέβασε την Αγγλική σημαία και την έκαψε. Συνελήφθη αλλά δεν τιμωρήθηκε λόγω της μικρής του ηλικίας, όμως οι φασαρίες και οι διαδηλώσεις των μαθητών και της Κυπριακή νεολαίας στην περιοχή έφεραν αποτέλεσμα. Από τότε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης ήταν μονίμως στο στόχαστρο των δυνάμεων κατοχής. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 συνελήφθη ξανά. Ήταν ήδη μέλος της ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ) και οργάνωσε διαδηλώσεις παρενόχλησης των Βρετανών. Τον πήγαν στο δικαστήριο, αρνήθηκε την ενοχή του και η δίκη αναβλήθηκε. Ο Παλληκαρίδης συνελήφθη από τους Άγγλους, επειδή μετέφερε ένα οπλοπολυβόλο τύπου Bren μαζί με τρεις γεμιστήρες, και καταδικάστηκε σε θάνατο, πριν ολοκληρωθεί αυτή η δίκη, συνελήφθη ξανά για την μεταφορά των όπλων στις 18 Δεκέμβρη του 1956. Αυτή τη φορά ήταν δεδομένη η τύχη του, οι Άγγλοι ήθελαν να απαλλαγούν απ’ αυτόν.

Στο δικαστή που του ανακοίνωσε την καταδίκη του είπε απλώς τα εξής: «Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος που αγωνίζεται για την ελευθερία του».
Ο 19χρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης ανέβηκε στο ικρίωμα και ξεψύχησε εννέα δευτερόλεπτα αφότου άνοιξε η ξύλινη καταπακτή της αγχόνης, σύμφωνα με τη φρικώδη γραπτή μαρτυρία του Άγγλου δημίου του.

Πιο κάτω, τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ, έτσι όπως τα περιγράφει με μεστή γραφή ο ίδιος ο Παπάντωνης μέσα στο βιβλίο του με τίτλο «Πώς έζησα το δράμα των Απαγχονισθέντων»:

Ήτο τόση ή βία του, ώστε νά διάταξη τήν έκτέλεσίν του προ τού μεσονυκτίου, ένώ δλους τούς προηγουμένους τούς έξετέλεσαν κατά τάς πρώτας πρωϊνάς ώρας, διότι ήθελε νά προλάβη μή τυχόν και ήρχετο χάρις άπό τήν Βασίλισσαν, διότι δλοι αυτό έπεριμένα μεν. Λέγεται δτι εδόθη ή χάρις, ήτο δμως άργά, αν πράγματι εδόθη.

Το απόγευμα τής 13ης Μαρτίου ό διοργανωτής τών εκτελέσεων κ. Λκκερ μέ ενημέρωσε περί τής εκτελέσεως τού Παλληκαρίδη και ότι έπρεπε ώς συνήθως νά παραμείνω στάς Φύλακας.
Έζήτησα νά μείνω στο σπίτι μου και νά μεταφερθώ εις τάς Φύλακας ολίγον προ τής εκτελέσεως και έδέχθησαν μέ τήν ύπόσχεσιν δτι πράγματι θά εύρισκόμην στο σπίτι, γιατί όπως αντελήφθην ένόμιζαν πώς θά τούς γελούσα.

Έκανονίσαμεν ή ώρα 10 μ.μ. νά ρθούν νά μέ πάρουν, δπως και έγινε.
Μόλις έφθασα στάς Φύλακας, ώδηγήθην πλησίον τού Παλληκαρίδη διά νά τού μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν. Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς την παραμικράν έκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας.

Τα λόγια του εις τήν συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα. Έκάθητο εις τό κρεββάτι του, πού έψαυε σχεδόν τό δάπεδον τοϋ κελλιού, και έγώ λίγον υψηλότερα σ’ ένα σκαμνί.
Τον είχαν στο κελλί τοϋ Ανδρέα Δημητρίου, και στο άλλο τοϋ Καραολή είχαν τον Μάίμάρη, πού τον κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο είναι τά κελλιά τών μελλοθανάτων πλησίον τής άγχύνης, και γι’ αυτό τούς δύο πρώτους τούς είχαν σ’ αυτά τά κελλιά. πού είναι πολύ πληκτικά, όπως και τώρα τούς δύο αυτούς, μέ τήν διαφοράν ότι τώρα μύνον ό ένας μέ ενδιέφερε εθνικά.

Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος μέ ένα όπλο, πού δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθή. ήτο νύχτα, και οί σύντροφοι του έτρεξαν και έφυγαν, και δέν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δέν έτρεξε να φύγει. και περίεργος γι’ αυτό τοϋ υποβάλλω τήν έρώτησιν.

– Γιατί δέν έτρεξες νά φύγης και σύ όπως έκαμαν οί άλλοι;

Έσήκωσε τό πρόσωπον του και μέ είδε στά μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και μέ έλαφρόν μειδίαμα μού λέγει.

-Τούς επήρα γιά δειλούς, όταν τους ειδα νά τρέχουν.
Επικρατεί σιωπή. και πάλιν ερωτώ.

-Έχεις τίποτε νά μού πής, παιδί μου ;

– Μετανοιώνω γιά κείνο πού έκαμα και άν ζούσα δέν θά το ξανάκαμνα.
Δέν εννοούσε τό ότι έλαβε μέρος στον αγώνα άλλά άλλο πράγμα, τής ψυχής.
Τοϋ υπέδειξα, άν ήθελε νά αφήσει τον σταυρόν του νά τον έχωμεν ώς ένθύμιον, άλλά μοϋ λέγει: Όχι. πάτερ, θέλω νά τον πάρω μαζί μου.

Λυπήθηκα, πού δέν σκέφθηκα νά πάρω άλλον μαζί μου και να τον κρατούσα ώς ιερόν κειμήλιον. όπως έκαμα στους τρεις προηγουμένους. Μετά τήν εκτέλεση τον έφερε στο λαιμό του.

Τού συνέστησα νά έχη θάρρος μέχρι τέλους και νά μήν άφήση τήν εντύπωση στους Άγγλους δημίους ότι έδειλίασε.

– Έχω θάρρος, μού λέγει, και δέν θά δειλιάσω, εύχομαι δέ να είμαι ό τελευταίος. Τά τελευταία του λόγια ήσαν: Τούς χαιρετισμούς μου εις όλους, και εύχομαι σύντομα τήν έλευθερίαν τής Κύπρου.

Τού μετέδωσα τέλος τήν Θείαν Κοινωνίαν. και άφού τον έφίλησα τον άπεχαιρέτισα μέ τάς λέξεις, θάρρος, και νά μήν χάνης τάς ελπίδας σου.
Κάποια έλπίς διασώσεως του υπήρχε μέχρι τής τελευταίας στιγμής,ήτοι τής ενδέκατης και μισής, πού έξετελέσθη.