Το ανθρωπιστικό μήνυμα των Χριστουγέννων – Της Δήμητρας Ρετσινά – Φωτεινίδου

Σαφή αναφορά στην ενσάρκωση της θείας βούλησης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, η διδασκαλία του οποίου ευαγγελίζεται την λύτρωση του ανθρώπινου γένους από τα πάθη και τα θαύματά Του ενώνουν την ρεαλιστική ζωή με το μεταφυσικό στοιχείο, κάνει ο προφήτης Δανιήλ, όπως μας διασώζεται στο βιβλίο των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη.

Στο Κεφάλαιο 1 του «Δανιήλ» αναγράφεται πως το τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ στην Ιουδαία ο βασιλιάς της Βαβυλώνας  Ναβουχοδονόσωρ πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ. Η καταστροφή ήταν μεγάλη και οι αιχμάλωτοι πολλοί. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν οι φρόνιμοι και μορφωμένοι νέοι Εβραίοι, τους οποίους οδήγησαν στο παλάτι για να διδαχθούν τη γλώσσα και τις επιστήμες των Χαλδαίων.

Ο Ναβουχοδονόσωρ διέταξε να τρέφονται οι νέοι με όλα τα καλά του βασιλικού τραπεζιού, αυτοί, όμως, έτρωγαν κρυφά λιτά γεύματα για να εκπληρώνουν τον θεϊκό νόμο. Οι παίδες αυτοί ήταν ο Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Μισαήλ και ο Αζαρίας. Πράγματι, αναπτύχθηκαν φυσιολογικά στο σώμα και στο πνεύμα και μάλιστα καλύτερα από τους συνομήλικους αναθρεμμένους μέσα στην τρυφηλή ζωή.

Κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του, ο Ναβουχοδονόσωρ είδε στον ύπνο του ένα συγκλονιστικό όνειρο και κάλεσε τους μορφωμένους και τους μάγους της χώρας του για να το εξηγήσουν. Το πρόβλημα όμως ήταν πως ο βασιλιάς δεν θυμόταν καθόλου το ενύπνιόν του. Έτσι ήταν αδύνατο, και για τους σοφούς Χαλδαίους ακόμη, να ερμηνεύσουν ένα όνειρο που δεν υπήρχε! Ο βασιλιάς γεμάτος οργή διέταξε να θανατωθούν οι επαϊοντες και οι μάγοι. Όταν ο Δανιήλ έμαθε για την επικείμενη συμφορά παρακάλεσε τον ηγεμόνα να του δώσει μια ευκαιρία προκειμένου να δώσει λύση σε αυτόν τον δύσκολο γρίφο.

Πράγματι μετά από θερμή προσευχή στον έναν και μοναδικό Θεό, που δίνει σοφία και σύνεση σε όσους το αξίζουν, ξεδιπλώθηκε μπροστά του  το όραμα με όλες τις συνυποδηλώσεις. Πρόκειται για μια εικόνα που παρουσιάστηκε στον βασιλιά και η οποία έμοιαζε με έναν φοβερό άνθρωπο. Το κεφάλι του ήταν από χρυσό, τα χέρια και το στήθος του αργυρά, η κοιλιά και οι μηροί χάλκινοι, οι κνήμες χάλκινες και τα πόδια από σίδερο και όστρακο (πηλό). Ξαφνικά ένας τεράστιος βράχος έπεσε πάνω στην παράξενη μορφή και την έκανε θρύψαλα.

Τι συμβολίζουν όμως τα πολύτιμα μέταλλα και το τέλος τους; Το χρυσό κεφάλι συμβολίζει την κραταιά εξουσία των Χαλδαίων στην μεγάλη ακμή τους. Αργυρή είναι η επόμενη εξουσία των Μήδων και Περσών. Χάλκινη είναι η κυριαρχία των Ελλήνων, οι οποίοι εξαπλώθηκαν σε όλη την οικουμένη. Τέλος, σιδηρά και οστράκινη είναι η επικράτηση των Ρωμαίων, οι οποίοι ίδρυσαν μια πολυπολιτισμική αυτοκρατορία. Και όπως ο σίδηρος δεν αναμειγνύεται με τον πηλό, έτσι και οι άνθρωποι αυτής της διαιρεμένης κοινωνίας παραμένουν συμμειγείς και όχι προσκολλώμενοι ο ένας με τον άλλον, γιατί έχουν διαφορετικές θρησκείες και κουλτούρες.

«Εν ταις ημέραις εκείναις» θα αναστήσει ο Θεός του ουρανού μια νέα βασιλεία, η οποία στους αιώνες δεν θα διαφθαρεί και δεν θα υποκατασταθεί από άλλη βασιλεία. Αντίθετα, θα μειώσει κάθε επίγεια εξουσία ενώ αυτή θα επικρατήσει εις τους αιώνας (Δανιήλ, κεφ.2). Πρόκειται ασφαλώς για τον ερχομό του Ιησού Χριστού που θα λάμψει με το αληθινό φως και θα επισκιάσει την εγκόσμια και αλαζονική εξουσία των θνητών ανθρώπων.

Ο Απόστολος Παύλος τονίζει πως «έχουμε τον θησαυρό της χάριτος εν οστρακίνοις σκεύεσι» (Β’ Επιστολή Προς Κορινθίους). Οστράκινα σκεύη είναι τα σώματά μας που δέχονται εντός τους την χάρη του Θεού. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δίνει και μιαν άλλη ερμηνεία. Ο θησαυρός που υπάρχει στην ψυχή μας είναι ο Λόγος του Θεού ενώ οστράκινο σκεύος είναι η «ιδιωτεία», δηλαδή η έλλειψη προσόντων για την εκφορά/προφορά της Λογικής /Λόγου. Θα μπορούσαμε να πούμε πως «πήλινο σκεύος» είναι η ανθρώπινη φύση που δέχθηκε «την αχώρητη στον κόσμο παντάπασι σοφίαν του Θεού», που μεταλαμπάδευσε το φως της αληθινής Επιγνώσεως σε όλη την οικουμένη.

Ο λογοτέχνης και αγιογράφος Φώτης Κόντογλου – Αποστολλέλης (Αϊβαλί 1895 – Αθήνα 1965) ανέδειξε στο έργο του την ελληνικότητα των βυζαντινών παραδόσεων. Στο Χριστουγεννιάτικο διήγημα «Καπετάνιος Αγιογράφος» ο Κόντογλου αφηγείται μια συγκινητική ιστορία. Τα Χριστούγεννα του 1864 στο αγριεμένο πέλαγο ανοιχτά από την Τήνο, το καϊκι του καπετάν Γιώργη φορτωμένο κρασιά από την Σαντορίνη, πάλευε με τα μανιασμένα κύματα. Λίγο πριν βουλιάξει το καϊκι τους, ο καπετάν Γιώργης και οι δύο γεμιτζήδες πρόφτασαν και έριξαν την βάρκα στη θάλασσα.

Μέσα στη βάρκα οι τρεις άνδρες προσεύχονταν στον Θεό να τους γλυτώσει από την τρομερή fortuna και έκαναν τάμα να γίνουνε καλόγεροι στο Άγιο Όρος αν τύχει και σωθούν. Πράγματι, μόλις ξημέρωσε και γλύκανε ο καιρός οι τρεις ναυτικοί ξεβράστηκαν στη Σύρα σώοι και αβλαβείς. Αφού γλύτωσαν από βέβαιο πνιγμό αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν το τάμα τους. Έτσι κι έγινε. Στο μεταξύ οι δικές τους οικογένειες τους είχαν για χαμένους.

Ο καπετάν Γιώργης ασκήτεψε με αυστηρότητα, με πολλή προσευχή και νηστεία. Παράλληλα έγινε αγιογράφος κοντά στους σπουδαίους μαϊστορες της αγιογραφικής τέχνης του Άθω. Μέσα του όμως, η νοσταλγία για την γυναίκα του και τα παιδιά του τον σιγόκαιγε καθημερινά, ώσπου πήρε την μεγάλη απόφαση. Να επισκεφθεί το νησί του και το κονάκι του incognito, ως πάτερ Γεράσιμος πια. Εξάλλου, όπως είχε αλλάξει το όνομά του έτσι αλλιώτεψε και το πρόσωπό του. Έγινε βαθύ, ξερακιανό, εξαϋλωμένο. Κανείς δεν θα τον αναγνώριζε.

Βγήκε λοιπόν, στην Νάξο, έξι χρόνια από τότε που έγινε καλόγερος. Οι επίτροποι της Εκκλησίας του έδωσαν ένα κελί για να μείνει και για να ζωγραφίζει τις υπέροχες σεπτές του μορφές. Το δώμα αυτό έτυχε, κατά Θεία Οικονομία, να βρίσκεται απέναντι από το σπίτι του. Τα βράδια έκλαιγε με λυγμούς γιατί δεν μπορούσε να πάει να αγκαλιάσει τα παιδιά και τη γυναίκα του. Τα πρωινά πάλι, δοξολογούσε τον Θεό για το κουράγιο που του έδινε για να μεταστρέφει τον κοπετό σε χαρά και ευφροσύνη.

«Μια μέρα χτύπησε η πόρτα του κελιού του και σαν άνοιξε βλέπει μπροστά του τη γυναίκα του. Και σαν να ήταν από πέτρα και όχι άνθρωπος με κορμί, δεν απόδειξε τίποτα κι ούτε ταράχτηκε στο παραμικρό. Και εκείνη δεν τον γνώρισε ολότελα. Κάθισε ντροπαλή και πικραμένη στο σεντούκι και θέλοντας να μιλήσει η κακομοίρα δάκρυσε. Η γυναίκα που δεν γνώρισε τον άντρα της, δάκρυσε, και εκείνος που τη γνώρισε, δεν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα απόδειξε, παρά καθότανε με χαροποιό πρόσωπο, σαν τους μάρτυρες την ώρα που τους καίγανε και που ξεσχίζανε τα κορμιά τους…»

 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ