Μια θλιβερή επέτειος – Άρθρο του Τάσου Συμιγδαλά

Πέρασε η αποφράδα, για το ελληνικό έθνος, ημέρα της 29ης Μαΐου και το επίσημο κράτος, ούτε μια υπενθύμιση έκανε για το χρέος των Ελλήνων να διατηρήσει ζωντανούς τους θρύλους και τις προφητείες, όπως “πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι” και “διπλό-τριπλό θα πάρουμε αυτό που μας επάρθει”.
Η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδας, την Κυριακή στις 22 Μαΐου, εόρτασε την Ανάσταση του Χριστού, ετεροχρονισμένα, λόγω της πανδημίας και την Παρασκευή 29 Μαΐου, ούτε ένας πένθιμος ήχος καμπάνας ακούστηκε για την Πόλη, για την Αγιασοφιά, έστω μια απλή ετεροχρονισμένη προσέγγιση “Μεγάλης Παρασκευής”, για να μας θυμίσει το χρέος μας, ως Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών, να ελευθερώσουμε την Αγιασοφιά. Και ο ελληνικός λαός αρκέστηκε να παρακολουθεί κατ’ επανάληψη, στις τηλεοπτικές εκπομπές, τους πανηγυρισμούς του σουλτάνου Ερντογάν, που δεν χάνει ευκαιρία να θυμίσει στους Τούρκους τα πατρογονικά τους κατορθώματα και το πόσο σημαντικό ήταν που κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, πριν από 567 χρόνια.
Θεωρήσαμε χρέος μας να αναφερθούμε στο χρονογράφημά μας αυτό, στο παγκόσμιας σημασίας γεγονός της Αλώσεως της Βασιλεύουσας, την 29η Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη το πρωί και να θυμίσουμε μερικούς από τους θρύλους που γεννήθηκαν αμέσως μετά την Άλωση και να επισημάνουμε κάποιες από τις προφητείες.
Στις 31 Οκτωβρίου 1448 ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Η’ ο Παλαιολόγος, απέθανε και τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος, που στέφθηκε Αυτοκράτορας στον Μυστρά, όπου βρισκόταν, την 6ην Ιανουαρίου 1449, ημέρα των Θεοφανείων. Το στέμμα το είχαν μεταφέρει από τη Βασιλεύουσα, οι αξιωματούχοι Αλέξιος Λάσκαρης ο Φιλανθρωπηνός και ο Μανουήλ Παλαιολόγος Ίαγρος.
Ήταν η τελευταία στέψη Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1404 και όταν στέφθηκε Αυτοκράτορας ήταν 45 χρόνων. Ο τελευταίος ηγέτης της Ελληνικής Αυτοκρατορίας έφθασε στη Βασιλεύουσα στις 12 Μαρτίου 1449 μέσω θαλάσσης, με τρία καταλανικά πλοία και πήγε κατ’ ευθείαν στον ναό της Αγίας Σοφίας και από εκεί στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Άρχισε αμέσως να συμμαζεύει ό,τι είχε απομείνει από την Βασιλεύουσα, ελάχιστα απομεινάρια της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας.
Από την άλλη μεριά ο Μωάμεθ Β’ έγινε Σουλτάνος το 1451, μετά τον θάνατο του πατέρα του Μουράτ σε ηλικία 21 ετών. Μισός Έλληνας και μισός Τούρκος, αφού η μητέρα του ήταν Ελληνίδα Χριστιανή, ο Μωάμεθ Β’ ανακηρύχθηκε Σουλτάνος στην Ανδριανούπολη, που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για πρωτεύουσά τους. Η μόνη σκέψη του νέου Σουλτάνου ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, την οποία είχαν πολιορκήσει, χωρίς επιτυχία, πρωτύτερα ο πατέρας του Μουράτ και ο παππούς του Βαγιαζήτ.
Αφού έθαψε τον πατέρα του στην Προύσα, στραγγάλισε τα αδέρφια του, ακόμη και το μικρότερο που ήταν μόλις οκτώ μηνών, και εξουδετέρωσε τους εσωτερικούς του εχθρούς, ώστε να ασχοληθεί απερίσπαστος στην υλοποίηση των σχεδίων του. Στο μεταξύ, ως συνήθως γίνεται, όλα τα χριστιανικά βασίλεια, μεταξύ των οποίων και οι Αυτοκράτορες Κωνσταντινουπόλεως και Τραπεζούντος, έστειλαν απεσταλμένους να συγχαρούν τον νέο Σουλτάνο, σπεύδοντας έτσι να χαιρετήσουν τον θάνατό τους. Ο Μωάμεθ γνώριζε άριστα Ελληνικά και είχε μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους και ιδιαίτερα είχε μελετήσει τον Μέγα Αλέξανδρο.
Παρά τους όρκους και τις υποσχέσεις για ειρήνη, ο Μωάμεθ Β’ ξεκίνησε αμέσως τις προπαρασκευές του και τον εξοπλισμό του στρατού του με βαρέα πυροβόλα (μπομπάρδα) και την κατασκευή φρουρίων, ακόμη και κινητών.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ αγωνιζόταν να συγκροτήσει κάποιο αξιόλογο στρατό, αλλά είχε να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές θρησκευτικές έριδες ενωτικών και ανθενωτικών (καθολικών και ορθοδόξων). Ο Γεώργιος Σχολάριος, ο μετέπειτα Πατριάρχης της Αλώσεως, μάζεψε όλους τους μοναχούς και τις μοναχές, που έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι και ξεσήκωναν τον λαό για την “προδοτική” στάση του Αυτοκράτορα, που επεδίωκε όλοι μαζί να αντιμετωπίσουν την απειλή Μωάμεθ. Όμως οι πραγματικοί προδότες πρέπει να αναζητηθούν σ’ αυτούς που αρνήθηκαν να βρεθούν στις επάλξεις της Πόλης, φορώντας το ράσο του καλόγερου, παρακολουθώντας από το κελί του μοναστηριού τους τις σφαγές, τους βιασμούς και τις λεηλασίες των κατακτητών. Την Κωνσταντινούπολη, μόνο λίγες χιλιάδες Ελλήνων και Ιταλών προσφέρθηκαν να την υπερασπισθούν. Στα μέσα Μαρτίου του 1453 ο Μωάμεθ, είχε ήδη συγκεντρώσει το σύνολο του στρατού του, 160.000 άνδρες, στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και οι κανονιοβολισμοί στα γερασμένη τείχη της Βασιλεύουσας άρχισαν από τις 6 Απριλίου. Συνεχείς οι επιθέσεις των πολιορκητών, οι οποίες αποκρούονται από τους αμυνόμενους μέχρι την παραμονή της 29ης Μαΐου. Τα τείχη, σε πολλά σημεία γκρεμίζονταν, αλλά τη νύχτα οι αμυνόμενοι με πέτρες και καλάθια με χώμα τα ξανάχτιζαν όπως-όπως. Ο Μωάμεθ υποσχόταν πλούτη και ουρί του παραδείσου, ο Κωνσταντίνος καλούσε τους υπερασπιστές της Πόλης να αγωνισθούν και να πεθάνουν για την Πατρίδα, την Οικογένεια, τη Θρησκεία και τον Βασιλιά τους. Έμεινε αθάνατη η απάντηση του τελευταίου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ Β’, όταν του ζήτησε να του παραδώσει την Πόλη και να αποχωρήσει με όλα του τα υπάρχοντα, καθώς και όλοι οι κάτοικοι της Πόλης. “Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουκ εμόν εστίν ουτ’ ετέρου των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Με άλλα λόγια, έδωσε την ίδια απάντηση που έδωσε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες (Μολών Λαβέ), στην ανάλογη απαίτηση του Ξέρξη να του παραδώσουν τα όπλα. Τότε οι Θερμοπύλες κυριεύθηκαν και ο Ξέρξης πέρασε, αλλά ο Λεωνίδας έγινε μετέωρο της Ιστορίας. Το 1453 η Κωνσταντινούπολη δεν άντεξε και κυριεύθηκε από τον Μωάμεθ, αλλ’ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έγινε ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, το σημείο αναφοράς των ονείρων των Ελλήνων. Γεννήθηκαν θρύλοι, ξεπήδησαν προφητείες. Και αυτός που δοξάστηκε δεν ήταν ο κατακτητής αλλά ο αυτοκράτορας που έπεσε μαχόμενος ως απλός στρατιώτης στην πύλη του Ρωμανού πολεμώντας για την πατρίδα του. Ποιητές και λογογράφοι ύμνησαν τους πρωταγωνιστές των γεγονότων και δόξασαν τη θυσία τους. Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο γιος της Ελένης (ο Άγιος, Μέγας Κωνσταντίνος), ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Κωνσταντίνος ΙΑ’, γιος Ελένης (ο Παλαιολόγος), την έχασε.
Και η προφητεία λέει, ότι κάποιος Κωνσταντίνος, γιος Ελένης, θα την ξαναπάρει. Δεν προσδιορίζει αν θα είναι Κωνσταντίνος ο ΙΕ’ ή ο Κ’ ή ο Μ’. Απλά λέγει ότι θα είναι κάποιος Κωνσταντίνος, γιος Ελένης.

Διαβάστε επίσης :

Πατέρας και υιός άφησαν την τελευταία τους πνοή στην άσφαλτο με διαφορά …. 9 χρόνια.