Η ψήφος των αποδήμων Ελλήνων – Του Κρικόρ Τσακιτζιάν

Κάπου στη δεκαετία του ΄50, ο Γιάννης απ’ το Μελιγαλά, πάνω στη νιότη του τότε, αναζήτησε την τύχη του σε ξένα μέρη. Βλέπετε η χώρα βίωνε δύο δεινά. Την απέραντη φτώχεια και τον εθνοσπαραγμό. Είναι την εποχή, που γράφει ο Καζαντζάκης το βιβλίο του “Οι αδερφοφάδες”, στο οποίο περιγράφει με μοναδικό τρόπο τον εμφύλιο στη χώρα μας. 

Ο Γιάννης με το πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων ανά χείρας, το οποίο επιβεβαίωνε πώς δεν ήταν κομμουνιστής, έφτασε στην Αμερική, γιατί μόνο έτσι σου επιτρεπόταν να περάσεις εκείνη την εποχή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Εδώ απαγόρευσαν στον διάσημο τότε Πάμπλο Πικάσο την είσοδο στο Αμέρικα, επειδή πάλευε τη δικτατορία του Φράνκο και είχε ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα της Γαλλίας. Στο Γιάννη απ΄ την Ελλάδα θα χαρίζονταν;  

Ο Γιάννης, μόχθησε, πάλεψε σκληρά με τη φτώχεια και την ανέχεια, ακόμη κι εκεί, αλλά τελικά τα κατάφερε. Έκανε ντόλαρς και φαμίλια στο Αμέρικα. Απέκτησε κάρο, σπίτι. Έκανε δική του επιχείρηση. Μαζί με τη ζωή του, άλλαξε και τ’ όνομά του και τόκανε Τζώνυ. Μπορεί να άλλαξε το όνομά του, αλλά δύο πράγματα δεν άλλαξε ο Τζώνυ. Την αγάπη του για την πατρίδα και τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Και τα δυό τα κράτησε βαθιά μες την ψυχή του. Πάντα ονειρευόταν να γυρίσει πίσω. Εξάλλου, όπως όλοι οι Έλληνες, πήγε κι αυτός στα ξένα για λίγο. Πέντε με έξι χρόνια θα έμενε, άσχετα αν έμεινε μια ολόκληρη ζωή κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Ο καημός όμως, παρέμενε καημός. Να γυρίσει μια μέρα πίσω στην Ελλάδα. 

Η ζωή όμως, τον έκανε να κόψει κάθε δεσμό με την πατρίδα. Τα παιδιά του μεγάλωσαν με τις ίδιες ιδέες και με την λαχτάρα να γνωρίσουν τον τόπο απ’ όπου κρατά η σκούφια τους. 

Στην Ελλάδα, κατάφερε όλα αυτά τα χρόνια να έρθει κάνα δυο φορές, για διακοπές, άντε τρεις, όπως οι περισσότεροι Έλληνες που έφυγαν στα ξένα εκείνη την εποχή. 

Ήταν η ευκαιρία να δουν και όσους από τους συγγενείς απέμειναν και την περιουσία που έμεινε να ρημάζει πίσω, κληρονομιά από τους παππούδες. 

Μπορεί να είναι αποκομμένοι από την Ελλάδα στις μέρες μας, αλλά συνδέονται μαζί της, μέσα από τους συλλόγους που συντηρούν και διαιωνίζουν τον Ελληνισμό στα ξένα. 

Κάποιοι φρόντισαν να ανάψουν και πάλι τη φλόγα στο καντήλι και να τους κάνουν να ξυπνήσουν τις μνήμες για την πατρίδα. Τους υπόσχονται να μπορούν από κει που είναι και ζουν, με την ασφάλεια που τους δίνει η νέα τους ζωή, η οποία χτίστηκε με κόπο στα ξένα, να ψηφίζουν για το μέλλον του τόπου που γεννήθηκαν οι παππούδες τους και να καθορίζουν το μέλλον για εκείνους που έμειναν πίσω να παλεύουν με Θεούς και δαίμονες για το αύριο. Και τώρα που τους φούσκωσαν τα μυαλά, ποιός τολμά να τους στερήσει τη χαρά; 

Κι αυτοί που ζουν τη σκληρή πραγματικότητα του Ευρωπαϊκού νότου; Τι θα γίνει μ’ αυτούς; Θα πρέπει να υπομείνουν τις επιλογές εκείνων, που ονειρεύονται μια Ελλάδα, τουλάχιστον πολιτικά, όπως την άφησαν; Αυτή που περιγράφει ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του “Οι αδερφοφάδες”. Με πολιτικές στο “γύψο”, γιατί τα έξι εκατομμύρια των Ελλήνων που ζουν έξω, έχουν την ευκαιρία να ικανοποιήσουν το απωθημένο τους. Να κάνουν κουμάντο και να καθορίσουν πως θα ζήσουν, όλοι αυτοί που έμειναν πίσω να φυλάνε τις σύγχρονες Θερμοπύλες, με τα καλά τους και με τα στραβά τους. 

Το επιχείρημα που προβάλλουν είναι, πως τους καλούμε πάντα να βάλουν πλάτη, όποτε τους χρειαζόμαστε. Να μην έχουν και λόγο στο πολιτικό γίγνεσθαι; 

Η απάντηση είναι μια. Είναι υποχρέωση προς την πατρίδα να βάλουν πλάτη και να μη ζητούν ανταλλάγματα. Η πατρίδα δεν τους οφείλει τίποτα. Όπως δεν οφείλει σε κανέναν. 

Ούτε σ΄ αυτούς που έχουν μείνει πίσω και δίνουν τη μάχη για να την κρατήσουν όρθια, με όποια λάθη και στραβοπατήματα έχουν κάνει και θα συνεχίσουν να κάνουν, αλλά ούτε και σ’ εκείνους που έφυγαν και την άφησαν στη μοίρα της. 

Καλά θα κάνουν λοιπόν, να τους αφήσουν εκείνους που ζουν στον έρμο ετούτο τόπο, να επιλέξουν εκείνοι πώς θα συνεχίσουν να μάχονται. Κι αν θέλουν, απλά ας συνεχίσουν να βάζουν πλάτη. 

Κρικόρ Τσακιτζιάν.