Αλέξανδρος Βέλιος – πέντε χρόνια από το θάνατό του: Συνέντευξη από τον άλλο κόσμο. Του Κρικόρ Τσακιτζιάν

Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από εκείνο το ξημέρωμα Δευτέρας του Σεπτέμβρη του 2016, όταν ο φίλος μου Αλέξανδρος Βέλιος έβαζε ο ίδιος τέλος στο προσωπικό του μαρτύριο. 

Είχε χτυπηθεί από επιθετικό καρκίνο σε όλα τα ζωτικά του όργανα και υπέφερε πολύ από αβάσταχτους πόνους. Από την πρώτη στιγμή που έμαθε για την αρρώστια του, είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε ευθανασία και μάλιστα με θορυβώδη τρόπο, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο και τους πολιτικούς, ώστε κάποτε να θεσπίσουν το δικαίωμα να έχει κάποιος την επιλογή, φυσικά υπό αυστηρές προϋποθέσεις, να τελειώσει τη ζωή του αξιοπρεπώς. 

Το πρώτο το κατάφερε. Έκανε τεράστιο θόρυβο ο τρόπος του θανάτου του και συγκλόνισε ολόκληρη τη χώρα. Το δεύτερο, δηλαδή να ευαισθητοποιήσει τους πολιτικούς, μάλλον δεν το πέτυχε. Είχαν βλέπετε πολύ λίπος κάτω από την πέτσα της πολιτικής τους συνείδησης που ήταν αρκετό, ώστε να μην περάσει και να μην αγγίξει το γεγονός αυτό τις ευαίσθητες χορδές που διεγείρουν τα ανθρώπινα συναισθήματα. Έτσι μέχρι σήμερα, όχι μόνο δεν προχώρησε κάτι τέτοιο, αλλά όπως δείχνουν οι εξελίξεις, έκλεισε οριστικά το θέμα αυτό, ακόμα και σε επίπεδο ακαδημαϊκής συζήτησης. 

Θυμάμαι τον Αλέξανδρο το τελευταίο διάστημα της ζωής του, όπου οργανώναμε τον τρόπο δράσης μας την ώρα της μεγάλης απόφασης. Πώς θα κάναμε όσο γίνεται πιο μεγάλο σαματά. Έψαχνε να βρει τρόπους που θα προκαλούσαν σοκ στην κοινωνία, ώστε να ενεργοποιηθεί και να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή του αξιοπρεπούς θανάτου, όπως εξάλλου γίνεται χρόνια τώρα σε πολλές πολιτισμένες χώρες, για ανθρώπους που δεν θέλουν να υποφέρουν και να είναι καταδικασμένοι να λιώνουν με τον χειρότερο τρόπο σε ένα κρεβάτι πόνου. 

Τις τελευταίες μέρες της ζωής του, είχε μετατρέψει το δωμάτιο του νοσοκομείου που νοσηλευόταν σε γραφείο. Καλούσε σε συνάντηση επιχειρησιακής δράσης την ομάδα κρούσης, η οποία αποτελείτο απο τους πιο στενούς του φίλους και μας ανέλυσε το στρατηγικό σχέδιο της επιθετικής επικοινωνίας που είχε καταστρώσει για το αιώνιο ταξίδι που θα έκανε και μοίραζε στον καθένα μας από ένα ρόλο.

Για να συνεχιστεί και μετά το θάνατό του η συζήτηση επί του θέματος αυτού, του πρότεινα να κάνουμε μια πρωτότυπη συνέντευξη την οποία θα δημοσίευμα ένα μήνα μετά το θάνατό του. Θα ήταν μια συνέντευξη από τον άλλο κόσμο. 

Του άρεσε σαν ιδέα και βάλαμε μπρος το σχέδιο. 

Του έστειλα τις ερωτήσεις, φυσικά όχι στον άλλο κόσμο, αλλά σε τούτο δω τον μάταιο και σκληρό κόσμο. Του ζήτησα να απελευθερωθεί από τα γήινα πάθη και τις δεσμέσεις που έχει ένας άνθρωπος που είναι εν ζωή και να απαντήσει σαν να βρίσκεται στο άπειρο. 

Μάλιστα για να μη με πάρουν με τις πέτρες όταν θα δημοσίευα μια τέτοια συνέντευξη, του ζήτησα να μου τις ταχυδρομήσει ο ίδιος με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση του σπιτιού μου. 

Θεωρώ πως είναι ακόμη και σήμερα, πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, τόσο επίκαιρη, που αξίζει στη μνήμη του, να την δημοσιεύσω ξανά και να τη διαβάσει ο κόσμος. Σας την παραθέτω όπως ακριβώς έγινε. 

Η συνέντευξη γράφτηκε στις 28 Ιουλίου του 2016. 

Αλέξανδρε, με το που δημοσιοποίησες το πρόβλημά σου έγινε κυριολεκτικά ένας χαμός. Κατάφερες να στείλεις το μήνυμα που ήθελες προς όλες τις κατευθύνσεις. Το βέβαιο είναι πως άνοιξες για τα καλά τη συζήτηση στη χώρα μας για την ευθανασία. Αυτό δεν ήθελες; Τώρα πια είναι απλά θέμα χρόνου να το παοδεχθούν όλες οι πλευρές και να γίνει νόμος του κράτους, έστω και με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών. 

Δεν θα είχε κανένα νόημα να σου κάνω κι εγώ άλλη μια συνέντευξη μέσα στις τόσες που έδωσες και να τη δημοσιεύσω όσο είσαι εν ζωή.  

Γι΄αυτό και διάλεξα να τα πούμε…μετά θάνατον. Θα μου πεις δύσκολο. Ναι, αλλά τελικά όπως βλέπεις κι εσύ, όχι ακατόρθωτο. Τι λες ξεκινάμε; 

Τώρα που έχεις φύγει από αυτό το μάταιο κόσμο, τι θα ήταν αυτό που θα ήθελες να φωνάξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου, (συγγνώμη παρασύρθηκα, εσύ δεν έχεις πια ψυχή) και να σε ακούσει όλος ο κόσμος από κει ψηλά που βρίσκεσαι; 

Ακόμα κι αν εδώ ψηλά διέθετα φωνή και συνείδηση, ο κόσμος δεν θα με άκουγε ούτε αν ανακοίνωνα μετά γνώσεως πως επίκειται η…Δευτέρα Παρουσία! Ο κόσμος μας, ο κόσμος σας θέλω να πω, έχει αυτιά μόνο για τα κελεύσματα του Μαμμωνά, υπηρετεί αποκλειστικά το θεό του Χρήματος. Οι μεταφυσικοί του αισθητήρες έχουν ατονίσει. Αυτό που ονομάζει ευτυχία είναι συνάρτηση των οικονομικών του δυνατοτήτων, όταν μιλάει για απόλαυση εννοεί τον ξώπετσο ηδονισμό. Το ανθρώπινο είδος έχει απωλέσει την αίσθηση της ιστορικότητάς του. Εδώ πάνω, είναι το άπειρο της ανυπαρξίας. Εκεί κάτω, σε εσάς, κυριαρχεί το άπειρο του Μηδενός. Τ’ αυτιά σας είναι κλειστά. 

Πώς βλέπεις τα πράγματα από κει πάνω, τώρα που είσαι απαλλαγμένος από μικροδεσμεύσεις και τυπικότητες. Μιλάω κοινωνικά, πολιτικά και πάνω απ’ όλα από πλευράς ηθικής της κοινωνίας. 

Απεχθανόμουν τον κομφορμισμό όσο ζούσα, δεν ανήκα σε κανένα κόμμα, Εκκλησία, ομάδα, απέφευγα τη συναναστροφή με άτομα που δεν εκτιμούσα ή με παρέες που με έκαναν να πλήττω. Δεν υπήρξα ούτε πολιτικά ούτε κοινωνικά ορθός, επομένως από λίγα βαρίδια με απήλλαξε ο θάνατος. Κυρίως, από την ανάγκη να κερδίζω το ψωμί μου με τον ιδρώτα μου – και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό! Από εδώ, βλέπω μια ανθρωπότητα να διαγκωνίζεται κυνηγώντας αξιώματα, χρήματα, αναγνώριση, απολαύσεις, προνόμια, και δεν συναισθάνεται πόσο αυτό το κυνηγητό της χρυσής ματαιότητας έχει τη γεύση της στάχτης. 

Τα έβαλες με το κατεστημένο, σχεδόν όλα σου τα δημοσιογραφικά χρόνια. Τελικά τι είναι αυτό το κατεστημένο βρε Αλέξανδρε; Δεν έχει ταυτότητα; Ποιοί είναι αυτοί που κρύβονται τόσο καλά πίσω από αυτό; Δεν βρίσκονται ανάμεσά μας; Μήπως είναι τίποτα φαντάσματα; 

Γιατί φαντάσματα; Οι ολιγάρχες της μεταπολίτευσης έχουν κατονομαστεί επανειλημμένα, το γεγονός ότι λεηλάτησαν κυριολεκτικά τον τόπο ως κράτος εν κράτει έχει περιγραφεί επαρκώς. Λίγο- πολύ γνωστοί είναι και οι μισθοφόροι τους, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, παραγοντίσκοι πάσης φύσεως. Το ντόπιο κατεστημένο περιλαμβάνει ακόμα τα τρωκτικά των κομμάτων εξουσίας, ένας εσμός ευρύτερος από τους βουλευτές, που δρουν σαν υπεργολάβοι της εξουσίας αποσπώντας δουλειές και παχυλές μίζες. Πόσοι και πόσοι δεν φτιάχτηκαν έτσι στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αλλά γιατί μιλώ για όλα αυτά, που δεν με αφορούν πια, σε ενεστώτα χρόνο; 

Πάντα έλεγες ότι δεν πιστεύεις σε Θεούς και Αγίους. Πράγματι, ποτέ σου δεν πίστεψες ή έπαψες να πιστεύεις από κάποια περίοδο της ζωής σου και μετά; 

Είχα μια φυσική αποδομητική τάση απέναντι στις θρησκείες και τα χαϊμαλιά τους, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ακόμα και στο δημοτικό! Τις θεωρούσα πάντοτε πρωτόγονες συνταγές εξουσίας. Από την άλλη, διατηρούσα βαθιά πίστη στις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου, αν και δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις για την ανθρώπινη φύση. Κατά βάθος, αυτό με κάνει πιο θρησκευόμενο από πάρα πολλούς πιστούς κατά συνθήκη. 

Εκεί που πήγες, συνάντησες το Θεό; Να ελπίζει κανείς ότι μπορεί να τον δει; Να του μιλήσει; Τι λες;

Δεν είχα τέτοια ελπίδα φεύγοντας.  Εκεί που είμαι τώρα, δεν υπάρχει συνείδηση, δεν υπάρχει Εγώ – άρα πώς να υπάρχει Θεός; Αλλά μιλάω προσωπικά. Δεν έχω το δικαίωμα να στερήσω την ελπίδα για μετά θάνατον ζωή από κανένα άνθρωπο. Θα ήταν απάνθρωπο και, στο κάτω -κάτω, αυθαίρετο. 

Μια ζωή ζητούσες να επικρατήσει το αυτονόητο. Μα είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί σ’ αυτό τον τόπο το αυτονόητο; Διεκδικείς το δικαίωμα να επιλέγει κανείς να πεθάνει με τον τρόπο που επιθυμεί. Λες ότι τα κατάφερες; Δηλαδή τώρα εκεί που βρίσκεσαι είσαι ικανοποιημένος; 

Διεκδίκησα για λογαριασμό μου και για όλους, το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια του θανάτου – κατ’ επέκταση στην αξιοπρέπεια της ζωής. Αυτά δεν αρέσουν στις συστημικές εξουσίες. Με κάτι τέτοια ανοίγει ο ασκός του Αιόλου της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου! Μακάρι να είχα φύγει με τη σιγουριά ότι η περίπτωσή μου ενέπνευσε επαρκώς κάποιες κοινωνικές δυνάμεις και η Πολιτεία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, υπό όρους προφανώς, το δικαίωμα στην ευθανασία. Αλλά έμαθα να μην υποτιμώ τη δύναμη της κοινωνικής αδράνειας, ιδίως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα. 

Έχεις να ζητήσεις κάτι, από τον κόσμο ή από τους φίλους σου, που να μπορεί να σου φανεί χρήσιμο έστω και μετά το θάνατό σου; 

Θα ευχόμουν να είχα προλάβει να ιδρύσω ένα φορέα με την επωνυμία “Πολίτες για την αξιοπρέπεια στη ζωή και στο θάνατο”, ο οποίος να πίεζε και να επιτύγχανε την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας. Τότε θα αισθανόμουν ότι έφυγα πραγματικά δικαιωμένος. 

Φίλε, πες μου ειλικρινά, νιώθεις προνομιούχους; Δεν πιστεύεις ότι κατάφερες να δεις πως θα αντιδράσει ο κόσμος με το θάνατό σου, ενώ βρισκόσουν ακόμα εν ζωή; Σου άφησε μια γλυκόπικρη γεύση αυτό το συναίσθημα; Σου μαλάκωσε λίγο τον πόνο όσο προετοιμαζόσουν γι’ αυτό το ταξίδι; 

Νιώθω προνομιούχος γιατί, με την παρουσίαση του βιβλίου μου, παραβρέθηκα στο ωραιότερο μνημόσυνο που θα μπορούσα να φανταστώ για τον εαυτό μου! Νιώθω προνομιούχος γιατί έφυγα εισπράττοντας πολλή αγάπη, συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Νιώθω, τέλος, προνομιούχος γιατί έφυγα σωματικά νέος ακόμη, με όλες τις δημιουργικές ικανότητές μου άθιχτες, απρόσβλητος από πόνο, φθορά, μαρασμό. 

Τέλος θέλω να μου πεις απο κει που βρίσκεσαι, σου λείπει αυτό ο μάταιος και σκληρός κόσμος; 

Είναι πράγματο σκληρός, και ταυτόχρονα ωραίος. Μάταιος; Για τους πολλούς, ναι. Αλλά δεν βρίσκω ματαιότητα σ’ εκείνον που δημιουργεί και ολοκληρώνεται μέσα στη ζωή. Πλην όμως, πόσοι είναι αυτοί; Όχι, εγώ προσωπικά είχα ένα καλό μέρισμα ζωής και δεν μπορώ να πω ότι ο κόσμος σας μου λείπει. 

Μήπως τελικά έφυγες την ώρα που έπρεπε για να μη δεις τα χειρότερα ενδεχομένως που έρχονται ή μήπως ήσουν από εκείνους που πίστευαν ότι έρχονται καλύτερες μέρες; 

Λοιπόν, έφυγα έχοντας απολέσει κάθε ελπίδα και, ίσως κάθε ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Στον ορατό ορίζοντα, δεν έβλεπα άλλη προοπτική από την περαιτέρω φτωχοποίηση, την περαιτέρω οικονομική και κοινωνική αποτελμάτωση. Τι κίνητρο ζωής είχα όταν δεν υπήρχε τίποτε να διεκδικήσεις ή ν’ αντιπαλέψεις; Η αιώνια Ελλάς, είναι μια χαμένη ιστορία – όπως άλλωστε και η Ενωμένη Ευρώπη κατά πάσα πιθανότητα. Με ανακούφιση άφησα πίσω μου τον βάλτο με τα βατράχια των τηλεπαραθύρων. Τα τελευταία χρόνια, ζούσα με το αίσθημα του εσωτερικού μετανάστη, ανήμπορος να συνδιαλλαγώ με την κυρίαρχη μικρόνοια, μικρολογία, μικροπρέπεια. Σαν να μην ανήκα πια στο βάθος ούτε στον τόπο, ούτε στη γλώσσα μου, ούτε στο επάγγελμά μου. Αυτά τα έχω περιγράψει επακριβώς στην ποιητική μου σύνθεση “ΟΔΥΣΣΕΙΑ” που εκδόθηκε 3 μήνες πριν από το “Εγώ κι ο θάνατός μου”. 

Κλείσε αυτή τη συνομιλία μας, όπως θέλεις εσύ. Εγώ σε αποχαιρετώ και σου λέω κάνε υπομονή, θα συναντηθούμε. 

Δεν είμαι φτιαγμένος για πομπώδεις αποχαιρετισμούς. Να ξέρεις μόνο ότι έφυγα με το χαμόγελο στα χείλη, διότι κατάφερα να έχω μια αξιοπρεπή ζωή κι έναν αξιοπρεπή θάνατο. 

 

Αλέξανδρος Βέλιος