EUROPEAN CARTOON AWARD…JENGA!!!

Καλημέρα από μία πολύ ιδιαίτερη χώρα, αυτή του Cartoonland. Πολλές φορές μία εικόνα ισοδυναμεί με 1000 κραυγές. Ο τρόπος που ένας καλλιτέχνης cartoon μεταφράζει τις κοινωνικές αντιλήψεις και τις εναποθέτει ως έκφραση στον ψηφιακό καμβά, αποτελεί το είδος της σιωπηλής επανάστασης και αντίστασης κατά του παράλογου τρόπου και των συνθηκών που βιώνουμε στην εποχή μας.  Έχουμε συναντήσει αρκετά κινήματα τέχνης που ήταν μία σιωπηλή διαμαρτυρία, απέναντι στα παράδοξα των εκάστοτε κοινωνικών συνθηκών. Ποιος δε θυμάται το υπερβατικό DADA του 2+2= 5;

Ως γελοιογραφία χαρακτηρίζεται κάθε ζωγραφική παράσταση της οποίας τα κύρια γνωρίσματα προσώπων ή πραγμάτων αποδίδονται κωμικά παραλλαγμένα. Στόχος της γελοιογραφίας είναι η διακωμώδηση προσώπων από τους λόγους ή των πράξεών τους καθώς και καταστάσεων που όμως δεν συμβιβάζονται στη κοινή αντίληψη. Η σημασία δε της γελοιογραφίας συνήθως υποδηλώνεται με σχετικό υπότιτλο ή στιχομυθία αν πρόκειται για γελοιογραφικό σύμπλεγμα.

Γεγονός πάντως είναι ότι η γελοιογραφία μεγαλοποιεί τα φυσικά γνωρίσματα και κυρίως τα ελαττώματα, ή με αντιθέσεις, καταδεικνύει την ασυμφωνία των φυσικών χαρακτηριστικών ή των ηθικών ιδιοτήτων του γελοιογραφουμένου προκειμένου ν΄ αναδείξει κωμικό στοιχείο. Ως θέματα της λαμβάνονται συνήθως άστοχοι ή ανόητες φράσεις, έργα, ή υποσχέσεις κλπ. Η αξία δε της γελοιογραφίας συνάγεται από το λεπτό και συνάμα δριμύ πνεύμα, συνδυαζόμενο με σαφήνεια και απλότητα έτσι ώστε να προκαλείται αυθόρμητα στον παρατηρητή εύθυμη διάθεση ακόμα και όταν αυτή αποσκοπεί στο σαρκασμό ή στην εχθρότητα. Αντίθετα η ψυχρότητα και η ασάφεια έχουν ως συνέπεια την αποτυχία της γελοιογραφίας.

Ιστορία

Η γελοιογραφία ήταν γνωστή από τους αρχαίους χρόνους. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα στην Αθήνα ζούσε ο ζωγράφος Παύσων που κατά τον Αριστοτέλη παρίστανε τους ανθρώπους, όπως οι κωμικοί ποιητές, πολύ χειρότερους σε μια ρεαλιστική τάση παρωδίας και διακωμώδησης. Άλλος γνωστός γελοιογράφος ήταν ο Αντίφιλος της Αιγύπτου (β’ ήμισυ 4ου π.Χ. αιώνα) που λέγεται πως αυτός εισήγαγε τη γελοιογραφία ως είδος της ζωγραφικής και του οποίου τα έργα επειδή σατίριζε κάποιον Γρύλλο ονομάσθηκαν «Γρύλλοι».

Στα ερυθρόμορφα αγγεία της Μεγάλης Ελλάδος (Νότια Ιταλία) τα καλούμενα «φλυακογραφίες» ήταν παραστάσεις από κωμικά λαϊκά δράματα τα οποία ειδικά στον Τάραντα λέγονταν «φλύακες». Σε αυτά παρωδούνταν μύθοι θεών και Ομηρικών επεισοδίων. Γνωστός εκεί ως γελοιογράφος ήταν και ο ζωγράφος Ασστέας.

Στην Ελληνιστική περίοδο η Αλεξάνδρεια εκπροσωπεί κάθε τι σκωπτικό και γελοιογραφικό είδος στη Τέχνη. Αλεξανδρινός ήταν πιθανώς και ο Γαλάτων που ζωγράφισε τον Όμηρο «ἐμοῦντα» και τους άλλους ποιητές «ἀρυομένους τὰ ἐμημεσμένα», καυτηριάζοντας έτσι τους ποιητές ότι δεν φτιάχνουν τίποτε νέο, αλλά διατηρούν ως πηγή έμπνευσης τον Όμηρο. Άλλοι γελοιογράφοι της εποχής εκείνης ήταν ο Γραφικός, ο Καλάτις κ.ά.

Στο Μεσαίωνα η γελοιογραφία αποτελεί όπλο της Εκκλησίας για να σατιρίσει τους άπιστους και αιρετικούς αλλά και την όποια εκδήλωση Τέχνης πέραν της θρησκευτικής. Αντίθετα η κοσμική Τέχνη χρησιμοποιεί τη γελοιογραφία προς διακωμώδηση έκλυτου βίου μοναχών και σατυρικής αναπαράστασης έμμετρων μεσαιωνικών μύθων.

Κατά τον 16ο αιώνα με την διάδοση της τυπογραφίας συντελείται και η ανάπτυξη της γελοιογραφίας με θέματα από τον καθημερινό βίο. Παρότι τότε η κοινωνική και πολιτική ζωή παρείχαν άφθονο υλικό τα Μοναρχικά καθεστώτα καταδίωκαν κάθε σάτιρα κατά των ισχυρών και των καθεστώτων έστω και αν εύρισκαν διέξοδο δι΄ αυτής στη σάτιρα των αντιπάλων. Έτσι η γελοιογραφία άρχισε να αναπτύσσεται επί Λουδοβίκου ΙΔ’ στη Γαλλία, Αγγλία και λοιπή Ευρώπη μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση (1789) όπου και έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της γενόμενη πλέον και προπαγανδιστικό μέσον με ιδιαίτερες εκδόσεις γελοιογραφικών περιοδικών.

Τέτοιο ήταν και το γαλλικό Σαριβαρί (Le Charivari) που ιδρύθηκε το 1832 που δημοσίευσαν περίφημες γελοιογραφίες ο Ονορέ Ντωμιέ, ο Γκαβαρνί, ο Γκρεβέν, ο Ζίλ κ.ά. Στη Γερμανία αντίστοιχο περιοδικό ήταν το «Φλίγκεντε Μπέττερ» με γελοιογραφίες των Μελγεντόρφερ, Ράϊνικε, Ιμπάουερ, του λαϊκότερου γελοιογράφου του Αννοβέρου του Μπους κ.ά. Στην Αυστρία τα περιοδικά της Βιέννης «Νόϋε Ιλλουστρίρτε Τσάιτουνγκ» και «Χουμοριστίσε Μπλέττερ» διακωμωδούσαν τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας, τον Βίσμαρκ, τον Βάγκνερ και την ελαφρά γυναίκα της Βιέννης. Στην Αγγλία δημιουργός της καλλιτεχνικής γελοιογραφίας ήταν ο Ουίλιαμ Ογκάρ. Το 1841 εκδίδεται το περιοδικό «Παντς» (Punch) που συγκεντρώνει την άριστη αγγλική γελοιογραφική παραγωγή από τους Κάρολο Κην, Ρίτσαρντ Ντόϋλ, Έντουαρτ Λίνλεϋ Σάμπουρν, κ.ά.

Στους ακόμη νεώτερους χρόνους αναδείχθηκαν πάμπολλοι γελοιογράφοι αξίας όπως ο Βέλγος Λέο Ζο, ο Ελβετός Ζυλλενμάχαρ, ο Ιάπωνας Ανταμαρακάρο, ο Ιταλός Καπιέλο, ο Μεξικανός Μοντενέγκρο, ο Ρώσος Ζλόνιτωφ, ο Τούρκος Χαλίντ Ρασίντ κ.ά. Επίσης ονομαστά ήταν και τα σατυρικά περιοδικά όπως το ιταλικό «Πασκουΐνο», το «Σουθέσος» του Σαντιάγκου, το «Φλόο» της Βιέννης, το «Καρέμ» της Κωνσταντινούπολης κ.ά.

Τελικά η γελοιογραφία μέσα από τον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα, φέρνει τον κοινωνικό καθρέπτη μπροστά μας, αλλά παράλληλα εκπαιδεύει τον ψυχισμό μας μέσα από τις πολύ ιδιαίτερες αντανακλάσεις. Σε αυτόν τον πόλεμο της δημιουργίας, το μόνο που χρειάζεται κανείς είναι ζωηρή φαντασία, με όπλα του το ταλέντο και μαρκαδοράκια, πινέλα , γραφίδες και φυσικά σύμμαχό του τα χρώματα. θα ασχοληθούμε με 2 είδη γελοιογραφίας.

Ψηφιακής προσέγγισης, αλλά και πατροπαράδοτης. Τελικά το σχέδιο, η σύλληψη της ιδέας είναι ανώτερη από την πρακτική εφαρμογή της; Θα μπορούσε άραγε ένα κόμικς να είναι σχεδιαστικά ανώτερο από ένα άλλο, αλλά το “βάψιμο” να ενέχει τόσο επαγγελματισμό και να υπερτερήσει η τεχνολογία έναντι του πηγαίου ταλέντου. Φυσικά, το καλύτερο όλων θα ήταν οι συνδυαστικές δυνατότητες.

 

Το πρόβλημα στους εκκλησιαστικούς κύκλους του Βατικανό και της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας παρουσιάζεται μέσα από έναν χιουμοριστικό, μα ταυτόγχρονα και καυστικό τρόπο , όπως τον αποδίδει ο  Joep Bertrams. ” Αυτό που λέει στην αργκό η λαϊκή ρύση: Κάποιοι σκέφτονται με το κάτω κεφάλι”. Πόσο όμορφα αποδίδεται στη συγκεκριμένη γελοιογραφία, χωρίς να αγγίζει τα όρια του χυδαίου, παρουσιάζει τη γυμνή αλήθεια, όπως ακριβώς είναι για το human-children trafficking , που ταλανίζει εδώ και δεκαετίες τους εκκλησιαστικούς κύκλους.

 

 

Ο αριστερός έγχρωμος νεαρός ρωτάει τον εκ δεξιά του άλλο νεαρό: ” Συγγνώμη, να σε ρωτήσω, είσαι σίγουρος ότι είσαι gay; Και ο άλλος νεαρός απαντά: Συγγνώμη, να σε ρωτήσω, είσαι σίγουρος ότι είσαι μαύρος;

 

Η εικόνα αποτυπώνει πλήρως τις διαβαθμίσεις του ρατσισμού μέσα από το φάσμα των κοινωνικών αντιλήψεων- πεποιθήσεων. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το ίδιο δικαίωμα στη ζωή και στις εκφάνσεις και εκφράσεις αυτής, ανεξάρτητα από το χρώμα, το θρησκευτικό τους υπόβαθρο, τις γεννητικές τους καταβολές, την ηλικία, το βάρος, τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Εδώ η γελοιογραφία θέτει ερώτημα με ερώτημα με κύριο στόχο να προβληματίσει. Είναι μεγάλου είδους προσβολή να αναφέρεσαι σε χαρακτηριστικά κοινωνικοψυχικού πλαισίου που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο “φωτογραφίζουν” και κατηγοριοποιούν τους ανθρώπους. Δεν έχουν ετικέτες οι άνθρωποι, και δεν έγκειται μόνο στο θέμα της διαφορετικότητας, αλλά της μοναδικότητας του καθενός. Επομένως, σεβόμαστε την ύπαρξη του άλλου συνανθρώπου μας!

 

Στο συγκεκριμένο cartoon  αντιλαμβανόμαστε από τον τίτλο: Jede Liebe verdient Respekt ,(κάθε αγάπη αξίζει σεβασμό), ότι το θέμα σχετίζεται με ακόμη ένα μελανό σημείο της κοινωνικής ανισότητας. Αυτό που πρεσβεύει ο καλλιτέχνης μέσα από το έργο του είναι το περιβόητο:” Μέσα στο πλήθος και όμως μόνος”. Ίσως να είναι μία ανάμνηση που αποδόθηκε καλλιτεχνικά πριν από την περίοδο της πανδημίας. Το πως είμασταν πριν και να θέλησε έτσι να βιώσει τη χαρά της ανθρώπινης κοινωνικής εξωστρέφειας και ανταλλαγής .

Η γελοιογραφία απαρτίζεται και από τους κάτωθι στίχους: Με λένε αλήθεια, αυτή που αρνείσαι, με λένε φως αυτό που δεν αντέχεις να δεις κατάματα. Με λένε αγκαλιά αυτή που φοβάσαι τόσο να αγγίξεις και πάνω από όλα με λένε ζωή…Η ΖΩΗ ΣΟΥ.

Ίσως να αποτελεί έναν εσωτερικό διάλογο του ίδιου του καλλιτέχνη σε συνάρτηση με τον κοινωνικό του περίγυρο.  Η να κάνει σπαγκάτο ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και στον παρατηρητή μέσα του. Παρατηρούμε τη δυναμική που έχει μία γελοιογραφία κατά το δοκούν της προσωπικής αντίληψης τόσο του πομπού, όσο και του δέκτη. Μπορεί να αντιμετωπίζουν το ίδιο ακριβώς “θέμα” μίας κατάστασης με κάτω από εντελώς διαφορετικό πρίσμα.

Ο χώρα λοιπόν της γελοιογραφίας, του cartoon  του κόμικς είναι πολυσχιδής, πολύπλευρη και σίγουρα δεν μπορεί να την ερμηνεύσει κάποιος τόσο απλά. Έχει τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας και ανταλλαγής γνώσεων και βιωμάτων. Σίγουρα όμως δεν παύει να μας ελκύει και να μας εντυπωσιάζει.

Η γελοιογραφία στην Ελλάδα

Το γελοιογραφικό πνεύμα στην Ελλάδα εκπροσώπησαν τα περιοδικά «Ασμοδαίος» και «Άστυ». Πρώτος που καλλιέργησε με σαφήνεια, κομψότητα, απλότητα αλλά και πνευματώδη χαρακτήρα το είδος αυτό της τέχνης ήταν ο Θέμος Άννινος που υπήρξε και ο εκδότης των παραπάνω περιοδικών. Επόμενοι ήταν ο Δημήτριος Γαλάνης, ο Ζαχ. Παπαντωνίου, ο Φρ. Αριστεύς, ο Σταμ. Σταματίου, ο Ηλ. Κουμετάκης, ο Σοφοκλής Αντωνιάδης (ΣΟΦΟ), ο Φωκ. Δημητριάδης, και ο ζωγράφος Ροϊλός.

Νεότεροι αυτών μέχρι το 1950 διακρίθηκαν οι Ν. Καστανάκης, Γ. Μαυριλάκος (Noir), Δ. Παπαδημητρίου (Μιμ. Παπ.), Σ. Αντωνιάδης, Γ. Γκεϊβέλης, Αρσλόγλου, Κ. Μαραγκός (ο Κεμ Αλεξανδρείας), Κ. Ρωμανός του Καΐρου, Σ. Πολενάκης, Π. Παυλίδης, Μ. Γάλλιας, Ε. Τερζόπουλος, Α. Βλασσόπουλος, Αρχέλαος Αντώναρος, Β. Χριστοδούλου, Ν. Νομικός, Α. Θεοφιλόπουλος κ.ά.

Ας κλείσουμε και μία επίκαιρη γελοιογραφία, η οποία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την μετά covid πραγματικότητα- καθημερινότητα.

Εύχομαι να απολαύσατε το σημερινό άρθρο και ίσως να έχετε άλλο καθρέπτη από σήμερα και στο εξής.

Ο επίλογος ανήκει και στη μεγάλη νικήτρια και την οικολογική της συνείδηση. Συγχαρητήρια σε όλους για το μοναδικό τρόπο που ο καθένας εξέφρασε την αλήθεια του.

Με αγάπη

Lena Kyropoulos and Personalities team

 

Υ.Γ. Χρησιμοποίησα κείμενο από το wikipedia , καθώς και οπτικό υλικό από https://www.europeanpressprize.com/winner-announcement/