Πνίγοντας την Κρίση Πανικού με τα δύο σου χέρια – Της Αναστασίας Κιρλή

Πνίγοντας την Κρίση Πανικού με τα δύο σου χέρια

-Πως ένιωσες όταν έπαθες πρώτη φορά κρίση πανικού;
-Nόμιζα ότι πεθαίνω.
-Και πως ξέρεις πως είναι να πεθαίνεις;

Θυμάμαι σαν χθες το χέρι της Ναταλίας, παγωμένο να με σφίγγει κατά την απογείωση. Πτήση 218 από Θεσσαλονίκη για Ηράκλειο. Βαλίτσα, βιβλίο κι ένα μπουκάλι στο χέρι (το μπουκάλι, κράτα το αγαπητέ αναγνώστη, θα ξαναεμφανιστεί). Δίπλα μου καθόταν η Ναταλία, κορίτσι όμορφο, δύο μέτρα, φρέσκια, αθλητική, δραστήρια. Όνειρο της ζωής της να γίνει σπουδαία αθλήτρια του βόλεϊ. Το πάθος της έντονο, τα μάτια της σπίθες στη μέση του χειμώνα, τα χέρια της παγωμένα από τον πανικό που την πλημύριζε όταν οι πόρτες του αεροπλάνου έκλειναν. Άφηνε το φόβο της να την κυριεύει, αλλά όχι να την εξουσιάζει.., τον κοιτούσε στα μάτια, παρόλο που φοβόταν.

Η κρίση πανικού ξέρει ποια είναι η αχίλλειος πτέρνα σου.. εκεί θα σε χτυπήσει.
Είναι εκείνο το τραύμα που νόμιζες πως έκλεισες μέσα στη ντουλάπα σου κι όλα τελείωσαν. Εκείνες οι επιθυμίες που έπνιξες στα πρέπει, στο φοβάμαι, σε εκείνο το: «Γιατί να το ρισκάρω;» Κι όμως ήθελες, αλλά δεν το τόλμησες. Ήθελες να το σκάσεις τη νύχτα εκείνη, όμως κλείδωσες την πόρτα σου. Είπες στον εαυτό σου: «καλύτερα στο περίπου, παρά στο καθόλου» κι ένιωσες ένα φόβο που δε μοιράστηκες.
Είναι η χειραψία εκείνη που ευχόσουν να μην είχες κάνει, οι κραυγές, το ξύλο, ο πόνος, το ταξίδι που ανέβαλλες, όλες εκείνες οι σκέψεις που ήθελαν να συμφιλιωθούν μαζί σου, αλλά τις έπνιξες. Εκείνο το χέρι που σε άγγιξε όταν εσύ δεν ήθελες.. δεν ήξερες.. δεν ομολόγησες. Η αγκαλιά, το φιλί που δεν πήρες όταν η ανάγκη σε έλουζε.
Ο φόβος που κάπνισες, ήπιες, έφαγες.. κοίμισες στην αγκαλιά σου..

Ξύπνησες και ζήτησες βοήθεια από το χέρι που χρειάστηκες όταν ήσουν μικρότερος.
Ξύπνησες τα ξημερώματα. Η μάλλον καλύτερα σε ξύπνησε το τέρας που δε σε άφηνε να πάρεις αέρα.
Σε οδήγησε τέσσερις τα ξημερώματα μέσα σε εκείνο το λευκό ταξί για το νοσοκομείο.. εκεί που ο καρδιακός χτύπος πάλευε να μειωθεί και η κρίση πανικού πνιγόταν μέσα στο μπουκάλι με το νερό .. στο διπλανό κάθισμα εκείνη η μορφή, σου κράταγε το χέρι.. χέρι παγωμένο, σαν κι εκείνο της Ναταλίας, που κάποτε κράταγες εσύ κι αναρωτιόσουν: «Άραγε πως νιώθει;»
[…]
Ήταν δέκα λεπτά αγαπητέ αναγνώστη. Δεν ξανασυνέβη, δεν το επέτρεψα να ξανασυμβεί. Αυτό να λες στο μαύρο τέρας: «Δεν είσαι τίποτα παραπάνω από δέκα λεπτά».
Κοίταξε το στα μάτια και αφάνισε το.
Έχεις τη δύναμη, μέσα σου.
Έχεις δυο χέρια που..
δε σε αφήνουν να κάνεις βόλτα μόνος στα σκοτάδια σου.