Ας θυμηθούμε: Το σαμιαμίδι και το μυστικό του πιο περίεργου τάφου του Βόλου (ΒΙΝΤΕΟ)

Ένα επιβλητικό, αλλά εγκαταλειμμένο σήμερα, αρχοντικό βρίσκεται στα Άνω Λεχώνια Πηλίου. Το αρχοντικό Κοντού βρίσκεται πάνω στο δρόμο Βόλου-Τσαγκαράδας, σχεδόν στην είσοδο του χωριού Άνω Λεχώνια και χτίστηκε το 1900 μ.Χ. από την οικογένεια Κοντού.

Πολλοί εκδρομείς το συναντούν και πολλοί αναζητούν το «στοιχειωμένο σπίτι» για να ζήσουν από κοντά, όλες τις φριχτές ιστορίες και τους μύθους που το συνοδεύει. Το αρχοντικό δεν έχει καμία σχέση με την τυπική αρχιτεκτονική του Πηλίου, αφού σχεδιάστηκε από τον Ιταλό μηχανικό Εβαρέστο ντε Κίρικο, που την ίδια εποχή κατασκεύασε τη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει τον Βόλο με τις Μηλιές, αλλά και τους παλιούς πέτρινους, παραδοσιακούς πια, σταθμούς των τρένων των περασμένο αιώνα.

Μία εντυπωσιακή κατασκευή οικίας με διαχωρισμό των χώρων όπου κινούνταν τα μέλη της οικογένειας από εκείνα που κινούνταν το υπηρετικό προσωπικό. Από την κύρια είσοδο, ανεβαίνεις με τη σκάλα στους δύο επάνω ορόφους και ο πλευρικός διάδρομος βγάζει στο χώρο πίσω όπου βρίσκονταν οι κουζίνες. Αριστερά και δεξιά του διαδρόμου υπάρχουν δύο τυφλές μεγάλες αίθουσες που επικοινωνούν από το πίσω μέρος τους με τις κουζίνες για να γίνεται το σερβίρισμα. Η οικογένεια μπορούσε να μπει στις μεγάλες αίθουσες είτε από τις κουζίνες είτε από την έξω πλευρά όπου υπήρχαν στέγαστρα, που πλέον δεν υπάρχουν. Από τα στέγαστρα εισέρχονταν στις μεγάλες αίθουσες οι καλεσμένοι του σπιτιού.

Η πρώτη οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο σπίτι ήταν η οικογένεια Κοντού, αφού ο Κοντός, που ανήκε στο προξενικό σώμα της Ρωσίας, υπηρέτησε ως πρέσβης της Υψηλής Πύλης στη Βιέννη, εγκαταστάθηκε τα Λεχώνια αφού αποσύρθηκε. Ο Νικόλαος Κοντός καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Ανακασιάς. Παντρεύτηκε την Περσεφόνη Πατάκη και απόκτησε την Ελένη, τον Κώστα, την Κατίνα, την Θέλξη (Θελξινόη) και την Αγγελική.

Η οικογένεια Κοντού είχε μεγάλη περιουσία στη Ρώμη, τη Λωζάνη και την Ελλάδα, ενώ ο Νικόλαος Κοντός υπήρξε ένα από τους ισχυρότερους άντρες της Κεντρικής Ελλάδας και ήταν ευρέως γνωστός στην περιοχή των Φαρσάλων, καθώς του ανήκε το τσιφλίκι της Βρυσιάς και διέθετε σπίτι τόσο στο Βόλο, το νεοκλασικό κτίριο Γαμβέτα, όσο και την Αθήνα.

Η μητέρα του Αγγελική πέθανε στη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλη ηλικία, το Δεκέμβριο του 1889. Το 1903 ο Νικόλαος αρρώστησε. Η Περσεφόνη άφησε κληρονόμο της περιουσίας τη Θέλξη ή την Αγγελική, σύζυγο Πέτρου Μάγγου, η οποία ήταν ευκατάστατη και κατοικούσε στην Αθήνα το 1924. Τα τρία παιδιά του Νικολάου η Ελένη, ο Κώστας και η Κατίνα ήταν φυματικά και πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Η Κατίνα πέθανε στο Βόλο στις 9 Απριλίου 1896 σε ηλικία 16 ετών. Η Ελένη πέθανε το 1896 στη Γενεύη της Ελβετίας όπου ήταν τα σανατόρια των φυματικών σε ηλικία 15 ετών. Η χρονολογία θανάτου της είναι γραμμένη στα γαλλικά στο βάθρο του μνημείου στο Βόλο. Για τον Κώστα δεν υπάρχουν στοιχεία.

Είχε προσβληθεί και η Θελξινόη αλλά όχι σε προχωρημένο στάδιο κι έτσι ξέφυγε το θάνατο σε νεαρή ηλικία. Παντρεύτηκε το Δημήτριο Αγνίδη, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο και υπουργό Εξωτερικών της εξόριστης κυβέρνησης κατά τον πόλεμο. Πέθανε μετά το 1950.

Η κακοδαιμονία του σπιτιού έδειξε τα “δόντια” της, ευθύς αμέσως με την εγκατάσταση της οικογένειας στο σπίτι.. Σύμφωνα με τον μύθο που συγκλονίζει ακόμη και σήμερα στο άκουσμά του, μια μικρή σαύρα, ένα σαμιαμίδι, πήρε την ζωή από ολόκληρη την οικογένεια σε ένα πρωινό. Ακούγεται πως το ερπετό βούτηξε μέσα στο γάλα και “πήρε” την ζωή όλης της οικογένειας. Ήταν τέτοια η νοοτροπία της εποχής που δεν επέτρεπε να μαθευτεί η αλήθεια. Έτσι βρέθηκε η αιτιολογία-πρόσχημα ότι ένα σαμιαμίδι τους δηλητηρίασε το πρωινό τους και πέθαναν. Είναι αδύνατο για μια τέτοια αριστοκρατική οικογένεια εκείνης της εποχής να παραδεχτεί πως τα παιδιά της πεθαίνουν από φυματίωση. Είναι κάτι σαν τη λέπρα, μια ασθένεια μόνο για τους φτωχούς. Ο μύθος ότι δηλητηριάστηκαν από σαμιαμίδι που έπεσε στο ρόφημά τους έγινε θρύλος, ενώ, είναι γνωστό πως το σαμιαμίδι δεν είναι δηλητηριώδες.

Μια ένδειξη της αρρώστιας των παιδιών είναι ότι η μητέρα Περσεφόνη κάνει δωρεά στο νοσοκομείο του Βόλου 500.000 δρχ “προς νοσηλείαν και των εν αυτώ εκάστοτε ασθενών και ιδία και εν τω δια φθισικούς προορισμένω τμήματος”. Οι επιζήσαντες επειδή θεωρούσαν όμως το σπίτι κακότυχο, το εγκατέλειψαν και έκτισαν ένα καινούριο στην Μαυροκορδάτου με Ερμού.

Η οικογένεια, λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού που προκαλούσε το άκουσμα και μόνο της φυματίωσης εκείνη την εποχή, άφησε να διαρρεύσει προς τα έξω η ιστορία με τη δηλητηρίαση από το σαμιαμίδι, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο και για την δηλητηρίαση των παιδιών από την υπηρέτρια της οικογένειας, ώστε να κληρονομήσουν το αρχοντικό άλλοι συγγενείς.

Το θρύλο έρχεται να εντείνει και ένα άλλο περιστατικό. Στο νεκροταφείο των Ταξιαρχών στον Βόλο υπάρχει ένας διαφορετικός τάφος. Ανάμεσα στις προτομές, τους σταυρούς και τα μάρμαρα, βρίσκεται ένας που μοιάζει με τραπεζαρία και παρουσιάζει ακριβώς το τραγικό συμβάν.

Ένα τραπέζι, τρεις καρέκλες που επάνω τους αναγράφονται τα ονόματα της οικογενείας, ένα βιβλίο, μια κανάτα, πιάτα, ποτήρια και μία μεγάλη σαύρα στη βάση του τραπεζιού που προσπαθεί να ανέβει αποτυπώνουν το σκηνικό του τραγικού τέλους που γράφτηκε τότε.

Τα παιδιά κάθονται στο τραπέζι και περιμένουν να πιουν το πρωινό τους γάλα, ένα σαμιαμίδι, όμως, πέφτει μέσα σε αυτό και τα 3 παιδιά πεθαίνουν ακαριαία από δηλητηρίαση. Κάτω από την τραπεζαρία έχει σκαλιστεί το σαμιαμίδι, ενώ πάνω της υπάρχει ανάγλυφος χάρτης της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα της Ελβετίας. Είναι εκεί που τελικά μεταφέρεται ένα από τα παιδιά για να θεραπευτεί από τη φυματίωση, καθώς στην Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν υπάρχει θεραπευτήριο. Δεν τα καταφέρνει όμως.

Οι αδελφοί Κοτζαμάνη, διάσημοι γλύπτες της εποχής, δημιούργησαν αυτή την ταφική τραπεζαρία. Ένα μαρμάρινο τραπέζι και γύρω τους τρεις καρέκλες. Πίσω τους αναγράφονται τα τρία ονόματα των παιδιών που χάνονται: Κωνσταντίνος, Ελένη, Κατίνα.

Το μνημείο για χρόνια βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, ωστόσο, το 1922 η μητέρα των παιδιών, Περσεφόνη, ζητά να μεταφερθεί το ταφικό μνημείο στον Βόλο όπου και ζει μόνιμα με τις δύο τις κόρες. Μυστήριο, ωστόσο, πλανάται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο όλο αυτό το μαρμάρινο κατασκεύασμα μεταφέρθηκε τόσα χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στην Κεντρική Ελλάδα.

Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής η Oικία Κοντού έγινε αρχηγείο και κολαστήριο της Γκεστάπο. Πολλοί ήταν αυτοί που βασανίστηκαν εκεί και λέγεται πως οι Γερμανοί σκότωσαν φεύγοντας και τις δύο τελευταίες ενοίκους του σπιτιού που τις είχαν κρατήσει για να τους υπηρετούν.

Το 1960 περίπου το σπίτι πουλήθηκε στον εργολάβο Κουτσιδάκη ή Κουφιδάκη, ο οποίος επισκευάζοντάς το δε σεβάστηκε την αξία του ως μνημείο και χρησιμοποίησε υλικά κατώτερης ποιότητας. Στο σοβά χρησιμοποίησε υπολείμματα ασετιλίνης, αντί για ασβέστη που τα έπαιρνε από το εργοστάσιο «Οξυγόνο» του Βόλου. Οι τοιχογραφίες καταστράφηκαν όλες. Ο ίδιος εργολάβος παραχώρησε μέρος της αυλής για να διαπλατυνθεί ο επαρχιακός δρόμος Βόλου-Τσαγκαράδας. Τρία χρόνια μετά αυτός αρρώστησε και πέθανε. Οι κόρες του το πούλησαν στο δικηγόρο Κίμωνα Χατζησταματίου.

Το 1985 με απόφαση της Μελίνας Μερκούρη, η οικεία χαρακτηρίζεται διατηρητέα.

– Το άρθρο συμπεριλαμβάνει πληροφορίες από το βιβλίο της κ. Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση – «Ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του βόλου». Η αρχαιολόγος Βασιλεία Γιασιράνη για περισσότερα χρόνια από 20 χρόνια ερευνά την ιστορία γύρω από τους οικογενειακούς τάφους του νεκροταφείου και το 1996 εκδίδει το βιβλίο «Ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του Βόλου» στο οποίο και παρουσιάζει τη ζωή των ανθρώπων που θάβονται εκεί μέχρι το 1940.

– http://anolehonia.blogspot.com/

“Σύντομη ιστορία των πολεμικών τεχνών” – Παναγιώτης Αναστόπουλος εκδόσεις 24γράμματα

Διαβάστε επίσης:

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Μπαλίκος

Ουρουγουάη: Δεν στέλνει πρέσβη στην Τουρκία λόγω Μεβλούτ Τσαβούσογλου

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχεται σε ευχαριστιακή κοινωνία την Εκκλησία των Σκοπίων