Ας θυμηθούμε: Πτήση 411 της Ολυμπιακής Αεροπορίας

Ολυμπιακή Αεροπορία

Ήταν 9 Αυγούστου 1978. Ένα από τα τέσσερα Boeing 747-200 της Ολυμπιακής Αεροπορίας, θα ξεκινούσε το ταξίδι του από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα, προς τη Νέα Υόρκη με 374 επιβάτες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Αμερικανοί τουρίστες και 18 μέλη πληρώματος. Το 747-200 ήταν ένα διώροφο Boeing, διπλάσιο σε μέγεθος από τα συνηθισμένα αεροσκάφη, με πρωτοποριακό σχεδιασμό για την εποχή του.

Κυβερνήτης ήταν ο Σήφης Μιγάδης, με 32 χρόνια εμπειρίας και συγκυβερνήτης ήταν ο Κ. Φικάρδος, στενός φίλος του και συνεργάτης με τον οποίο έκαναν πολλά ταξίδια οι δυό τους στη διακυβέρνηση των αεροσκαφών.

Στις 14.00 το πλήρωμα πήρε τις θέσεις του και το αεροπλάνο μπήκε στον αεροδιάδρομο για την απογείωση. Με τις μηχανές στο φουλ και πριν οι ρόδες ξεκολλήσουν από το έδαφος, ακούστηκε μια έκρηξη από τον δεξί κινητήρα Νο3, ο οποίος εξερράγη λόγω υπερθέρμανσης των αγωγών ψύξης του στροβίλου, ενώ οι υπόλοιποι 3 έχασαν την ισχύ τους. Άμεση απόφαση του κυβερνήτη μιας και δεν μπορούσε να σταματήσει, να δώσει εντολή στον συγκυβερνήτη του να μαζέψει τις ρόδες για να συνεχίσει.

«Αυτό που ήξερα, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, ήταν ότι έχουμε σκοτωθεί», ανέφερε στη μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε ο Μιγάδης.

Το αεροσκάφος είχε 160 τόνους καύσιμα. Οι 2 πιλότοι έδιναν μάχη να ανυψωθεί το αεροσκάφος, ενώ όσοι βρίσκονταν στο αεροδρόμιο πίστευαν ότι θα έπεφτε. Κατάφερε να περάσει το πρώτο εμπόδιο 200 μέτρων που ήταν ο λόφος Πανί στον Άλιμο με ύψος στα 209 μέτρα. Εάν το αεροσκάφος έπεφτε, θα συρόταν σε κατοικημένη περιοχή για τουλάχιστον 500 μέτρα, πράγμα που σημαίνει ότι θα είχαμε εκτός από 400 νεκρούς επιβάτες και χιλιάδες νεκρούς στο έδαφος.

Ο συγκυβερνήτης έστελνε σήματα κινδύνου στον πύργο ελέγχου και παντού είχε σημάνει συναγερμός. Το αεροπλάνο πλέον πετούσε με ταχύτητα ελάχιστα χαμηλότερη απ το όριο για την απώλεια στήριξης. Ο Μιγάδης επέλεξε να το κρατήσει σταθερό σε οριζόντια θέση καθώς γνώριζε πολύ καλά αεροδυναμική. Με πορεία μόνο ευθεία και οριζόντια, καθώς κάθε άλλη ενέργεια θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του, το αεροπλάνο πέρασε πάνω από τις πολυκατοικίες της Καλλιθέας και της Νέας Σμύρνης και ξυστά από το κτίριο της Interamerican στη Συγγρού. Όπως είχε αναφέρει μια αεροσυνοδός, είδαν σε κοντινή απόσταση τους υπαλλήλους που εργάζονταν στα γραφεία τους, οι οποίοι τους κοιτούσαν με έκπληξη. Το αεροσκάφος πετούσε με ταχύτητα μόλις 160 μιλίων σε ύψος 55 μέτρων από το έδαφος.

Ο κυβερνήτης δεν τράβηξε τα χειριστήρια για να ανεβάσει το αεροπλάνο, αλλά κόλλησε το αεροπλάνο στο έδαφος σε μικρή απόσταση, ώστε να υπάρχει το φαινόμενο “ground effect” για αύξηση της άνωσης κι αποφάσισε να κινηθεί προς το όρος του Αιγάλεω, για να πέσει τουλάχιστον σε ακατοίκητη περιοχή.

Το αεροπλάνο συνέχιζε να πετά στα 55 μέτρα ξύνοντας τις πολυκατοικίες και παρασέρνοντας ακόμα και κεραίες τηλεοράσεων. Σιγά σιγά η ταχύτητα άρχισε σταδιακά να αυξάνεται μετά από την παρέμβαση του μηχανικού κι όταν ανέβηκε στα 170 μίλια ο κυβερνήτης άρχισε σιγά σιγά να ανεβάζει το αεροπλάνο φτάνοντας σε ύψος 300 πόδια (100μ) και κατευθύνθηκε προς τη θαλάσσια περιοχή στην Ελευσίνα, για να αδειάσει τις δεξαμενές του αεροπλάνου.

Με λεπτούς χειρισμούς και μικρούς ελιγμούς κατάφερε να το στρίψει να το περάσει πάνω από Σαλαμίνα και να επιστρέψει. Η άφιξη του αεροσκάφους έγινε σε πανηγυρικό κλίμα. Οι εργαζόμενοι του Ελληνικού που το είδαν να έρχεται από τον Πειραιά, δεν το πίστευαν.

Όπως είχε δηλώσει ο Μιγάδης σε συνέντευξη του: «Όσοι ζούμε μετά από αυτό, ζούμε λαθραία».

Μετά την παρολίγον τραγωδία, πήρε ξανά τη θέση στο πιλοτήριο νέου αεροσκάφους και στις 6 το απόγευμα πέταξε με το υπόλοιπο πλήρωμα για τη Νέα Υόρκη. Η ψυχραιμία του, οι γνώσεις του και η εμπειρία του έσωσε χιλιάδες ανθρώπους.

Το αεροσκάφος πέταξε κάτω από τα όρια απώλειας στήριξης και μέχρι σήμερα η boeing θεωρεί ότι «έπεσε», καθώς δεν είναι δυνατόν με αυτή την ταχύτητα να μείνει στον αέρα. Το επίτευγμα του Μιγάδη, διδάσκεται στα σεμινάρια της Boeing, καθώς “νίκησε τους νόμους της φυσικής”, πετώντας σε εξαιρετικά χαμηλό ύψος και με ελάχιστη ταχύτητα κάτω από το όριο της απώλειας στήριξης.