Ας θυμηθούμε: Νόμος 4000 περί τεντυμποϊσμού

Ο περίφημος νόμος 4000 «περί τεντιμποϊσμού» ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958. Στις ημέρες μας φαίνεται αδιανόητο, όμως υπήρξαν εποχές που όσοι βανδάλιζαν δημόσια περιουσία ή πετούσαν γιαούρτια και λαχανικά εναντίον άλλων ατόμων, τιμωρούνταν και μάλιστα παραδειγματικά. Ο νόμος 4000 δεν ήταν έναν νόμος σαν τους άλλους, σε ότι αφορά την μορφή των ποινών που επέβαλλε καθώς δεν φυλάκιζε, αλλά όριζε κούρεμα με την ψιλή και διαπόμπευση των παραβατών.

«Αυτό το θέαμα αντίκρισαν οι Αθηναίοι εις κεντρικούς δρόμους χθες την πρωΐαν. Με την προστατευτικήν συνοδείαν αστυνομικών οργάνων δια ν’ αποτραπή η κακοποίησις των από τους κατηγανακτημένους διαβάτας, τα αντιπαθητικά αυτά παλιόπαιδα, με αποτυπωμένην εις τα πρόσωπά των, μίαν κυνικήν θρασύτητα, οδηγούνται εις την Εισαγγελίαν, αφού εκουρεύθησαν με ψιλήν μηχανήν. Το ένα εκ των μελών της συλληφθείσης δυάδος φέρει αναρτημένην εις το στήθος του την ατιμωτικήν… ταυτότητα αμφοτέρων, ενώ το έτερον επιχειρεί αλλά μάτην ν΄ απαλλαγή από τις χειροπέδες».

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Καλλίας, θεώρησε πως δεν έπρεπε να μένουν ατιμώρητοι οι νεαροί που οργανωμένοι σε συμμορίες, πετούσαν γιαούρτια, φρούτα και λαχανικά σε περαστικούς επιδιδόμενοι παράλληλα σε βανδαλισμούς. Στόχος ήταν η αντιμετώπιση του αναπτυσσόμενου φαινόμενου των νεαρών ταραχοποιών, μέσω της δημόσιας διαπόμπευσης: τουτέστιν ξύρισμα «εν χρω» (με την ψιλή) στο αστυνομικό τμήμα, σκίσιμο του παντελονιού και πορεία ντροπής με ατιμωτικές ταμπέλες

Κάποιο θυμούνται τη σκηνή από ελληνική ταινία, αλλά για κάποιους παλαιότερους, υπήρξε πραγματικότητα, που σήμερα δείχνει αδιανόητη, ασχέτως αν προέρχεται από την Αθήνα της δεκαετίας του ’60. Το φαινόμενο καταγράφηκε και κινηματογραφικά στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νόμος 4000», στην οποία μαθητής γιαουρτώνει τον καθηγητή του και ο ηθοποιός Θάνος Παπαδόπουλος υφίσταται τις συνέπειες του νόμου.

Ο όρος τέντυ μπόυς μας ήλθε από την Αγγλία. Προέρχεται από το αγγλικό «teddy boy», όρος που χρησιμοποιούνταν για μια συγκεκριμένη ομάδα νεαρών Αγγλων της δεκαετίας του ’50 και περιέγραφε τους νεαρούς άνδρες οι οποίοι ντυνόταν επιδεικτικά με ακριβά ρούχα και είχαν στα μαλλιά τους, τα καλυμμένα με μπριγιαντίνη, να κρέμεται ένα τσουλούφι. Επρόκειτο συνήθως για νέους γόνους ευκατάστατων οικογενειών με κομψή εμφάνιση, οι οποίοι είχαν αναπτύξει προκλητική έως ρατσιστική συμπεριφορά, κυρίως με το γιαούρτωμα, τη «λευκή επανάσταση» της εποχής. Φήμες της εποχής, λένε ότι γαλακτοπωλεία είχαν κάνει συμφωνίες να τους προμηθεύουν με ληγμένα γιαούρτια. Αν και συμμετείχαν νέοι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα, η αρχή φαίνεται πως έγινε από νέους αριστοκρατικών οικογενειών, που με αυτό τον τρόπο ήθελαν να διασκεδάσουν ή να «τιμωρήσουν» στόχους όπως καθηγητές ή αστυνομικούς.

Ως πρώτο καταγεγραμμένο περιστατικό τεντυμποϊσμού που τιμωρήθηκε με την τιμωρία του κουρέματος και της δημόσιας διαπόμπευσης θεωρείται το περιστατικό που έγινε στον κινηματογράφο Αελλώ στην Κυψέλη, όταν δύο νεαροί, σχολίασαν κοροϊδευτικά την τριχοφυία ευτραφούς κυρίας, η οποία έβγαινε από το σινεμά με την κόρη της. Η κυρία αντέδρασε χαστουκίζοντας τον ένα, οι δύο νεαροί ακολούθησαν τις δύο γυναίκες και ακριβώς έξω από την πολυκατοικία τους, η επιχείρηση γιαούρτωμα έγινε πράξη. Οι δύο νεαροί συλλαμβάνονται και κουρεύονται «εν χρω» (σύριζα με την ψιλή) στο αστυνομικό τμήμα. Τα ρεβέρ των παντελονιών τους ψαλιδίζονται και η δημόσια πομπή ξεκινά από την Κυψέλη, ενώ από το λαιμό του ενός κρέμεται η ατιμωτική πινακίδα: «Είμεθα τέντυ μπόης. Πετάξαμε γιαούρτι κατά γυναικός».

Για την ιστορία, η δίκη εκείνη δεν έγινε ποτέ, καθώς επιλέχθηκε η λύση του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής, τα θύματα απέσυραν τη μήνυση, διότι «παρεκλήθην φορτικώς υπό των οικογενειών των δύο δραστών».

Η τιμωρία της δημόσιας διαπόμπευσης καταργήθηκε επίσημα δια νόμου το 1983 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Μπορεί οι τεντιμπόηδες να φαίνονταν αλήτες, αλλά ποτέ δεν μπορεί κάποιος να γνωρίζει με βεβαιότητα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γινόταν το γιαούρτωμα και τους λόγους που μπορεί να οδηγούσαν νεαρούς σε αυτή την πράξη, ειδικά στην Πανεπιστημιακή κοινότητα, που οι καθηγητές είναι ακόμη και «υπεράνω του Νόμου». Μην ξεχνάμε επίσης τις συνθήκες που επικρατούσαν. Από τη μία, η συνθήκες στη εξαθλιωμένη, συντηρητική μεταπολεμική Ελλάδα και η αγανάκτηση μπορεί να το ερμηνεύσουν, αλλά σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν τη συγκεκριμένη πράξη. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από το κράτος μόνο υπερβολικός και μη παιδαγωγικός μπορεί να χαρακτηριστεί με τα σημερινά δεδομένα.

Πλέον ανάλογες τιμωρίες δεν προβλέπονται από τη νομοθεσία. Όμως ο τεντυμποισμός ανθεί ακόμη και σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθόσον έχουμε πολλά περιστατικά δημόσιας διαπόμπευσης προσώπων, μέσα από το διαδίκτυο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.