Ο Ακαδημαϊκός Αλέξιος Παναγόπουλος στο politispress.gr – Συνέντευξη στον Γαβριήλ Αβραμίδη.

Ιερά Μητρόπολη Μεσογαίας

Ο Ακαδημαϊκός  Αλέξιος Παναγόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής FPSP του Πανεπιστημίου Ούνιον, Νίκολα Τέσλα στο Βελιγράδι μοιράζεται μαζί μας την γνώση του για την Σερβία. Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Γαβριήλ Αβραμίδη για το politispress.gr

Γ. Αβραμίδης: Κύριε Παναγόπουλε, ποια είναι σήμερα η παρουσία των Ελλήνων στην Σερβία; Υπάρχει ελληνική κοινότητα οργανωμένη και ελληνορθόδοξη εκκλησία; Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εκεί παλαιότερα πριν από ένα και δυο αιώνες διατηρούν την ταυτότητά τους ή έχουν αφομοιωθεί;

Α. Παναγόπουλος: Οι Έλληνες στη Σερβία αριθμούν περίπου τα 725 άτομα σύμφωνα με την κρατική απογραφή του 2011, μια προφανής αύξηση από τα 572 άτομα της απογραφής του 2002, είναι αισθητή, αφού πλέον αναγνωρίστηκε η εθνική ελληνική μειονότητα από τη σερβική κυβέρνηση και έδωσε θάρρος να δηλωθούν περισσότεροι. Σύμφωνα με μια εκτίμηση για τον αριθμό Ελλήνων με ελληνική καταγωγή να φθάνει περίπου τις 5.000. Οι Έλληνες συγκεντρώνονταν κυρίως στις εξής μεγάλες σερβικές πόλεις: στο Βελιγράδι και στο Ζέμουν, στο Σμεντέρεβο, στην Νις και στο Νόβι Σαντ. Η ελληνική παρουσία καταγράφεται επίσης και στις μικρότερες πόλεις όπως είναι: το Σόμπορ, το Πάντσεβο, η Σουμπότιτσα, το Κραγκούγιεβατς, το Ποζάρεβατς, το Μπορ, το Μπάτσκι Πέτροβατς και το Ζρένιανιν. Αρκετοί Έλληνες αναγκάσθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του κομμουνιστικού αθεϊστικού καθεστώτος να τροποποιήσουν τα ονόματά τους, να μην φαίνονται ελληνικά, έτσι και πρόσθεταν τις σλαβικές καταλήξεις: “ιτς”, “σκι” ή “εφ”, στα επώνυμά τους, ως μία διαδικασία αφομοίωσης, για την ομαλή δυνατότητα εξέλιξης στον δημόσιο βίο. Η Ένωση Ελλήνων στη Σερβία που δημιουργήθηκε το έτος 1923, με την ονομασία: Ρήγας Φεραίος. Στο όνομά του, υπάρχει η σχετική οδός, όπου έζησε από το 1986, δίπλα στο άγαλμά του, στο δρόμο που κατεβαίνει οδικώς από την δημοτική βιβλιοθήκη Βελιγραδίου προς την κεντρική είσοδο, για το ζωολογικό κήπο, του μεγάλου πάρκου Καλεμέγνταν. Η ελληνική κοινότητα και όσοι επιπλέον Έλληνες διαμένουν στο Βελιγράδι, για σπουδές ή εμπόριο ή εργασία, έχουν τη δυνατότητα κατά τα τελευταία έτη να συνεχίζουν να μαθαίνουν τα παιδιά τους την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό μας, στο ίδρυμα ελληνικού πολιτισμού, ή στο τμήμα εκμάθησης ελληνικής γλώσσας ή στα μαθήματα ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού που γίνονται μέσω του υπουργείου παιδείας της Ελλάδας με τακτικές αποσπάσεις ελλήνων δασκάλων. Όσον αφορά τα επαγγέλματα είναι επαγγελματίες, υπάλληλοι, ελάχιστοι που είναι καθηγητές σε Πανεπιστήμια κρατικά ή ιδιωτικά, κάποιοι νομικοί, δικαστές και γιατροί. Οι Eλληνοσερβικές οικογένειες έχουν τη δική τους ονομαστική εορτή, επίσης παράλληλα και τη Σλάβα = σερβική οικογενειακή γιορτή. Οι μικτοί γάμοι μεταξύ Σερβίδων και Ελλήνων γιορτάζουν τη Σλάβα και όλοι μαζί γιορτάζουν όλες τις ορθόδοξες γιορτές, αλλά με το παλιό εορτολόγιο, όπως στα Ιεροσόλυμα, το Άγιον Όρος και τη Ρωσία. Υπάρχει στο Ζέμουν του Βελιγραδίου ο ελληνικός ναός των Αγίων Αρχαγγέλων στο πάρκο, όπου οι ακολουθίες γίνονται με το νέο εορτολόγιο, από Έλληνα ιερέα, αποσπασμένο από την Ελλάδα. Οι γάμοι μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων που ζουν στη Σερβία είναι αρκετά συνηθισμένοι και αυτό οφείλετο στους ιστορικά στενούς δεσμούς που έχουν Έλληνες και Σέρβοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι αρκετές βασίλισσες σύζυγοι των βασιλέων τους ήταν βυζαντινές πριγκίπισσες, όπως για π.χ. η Ευδοκία Αγγελίνα, η Σιμωνίδα, η Μαρία Παλαιολόγια, η Ειρήνη Καντακουζηνή, η Ελένη Παλαιολογίνα, κ.ά. Κάποιες βυζαντινές οικογένειες βρήκαν ακόμα και καταφύγιο στη Σερβία στα τέλη του 14ου αιώνα και στις αρχές του 15ου, όταν οι Οθωμανοί κατακτητές θα κυρίευαν τα τελευταία εδάφη του Βυζαντίου. Για πρώτη φορά μνημονεύεται οργανωμένο ελληνικό σχολείο στη Σερβία από το έτος 1718, με τον Στέφανο Δάσκαλο, ως διδάσκαλο στο Βελιγράδι. Τα ελληνικά μαθήματα αντιμετωπίζονται διαχρονικά με πολύ σεβασμό και τα παρακολουθούν επίσης παιδιά αρχόντων και διάσημων Σέρβων. Μάλιστα αρχιερείς στην Σερβία έγιναν αρκετοί Έλληνες Φαναριώτες τον 18ο αιώνα. Στο θρόνο του Πατριαρχείου Πεκίου ανήλθε, ο ελληνικής καταγωγής Καλλίνικος, συγγενής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Σημαντικές προσωπικότητες με ελληνική καταγωγή στην Σερβία: Μπάτα Πασκάλιεβιτς 1923–2004, Σέρβα ηθοποιός, με Έλληνα πατέρα. Ράντομιρ Σάπερ 1925–1998, Σέρβος καθηγητής, με Έλληνα πατέρα. Πόποβιτς Κωνσταντίν (Κώτσο), γεννημένος από έλληνες γονείς στο Βελιγράδι 1908-1992, διπλωμάτης, αξιωματικός, φιλόσοφος, έως και Αντιπρόεδρος όλου του Κράτους των Λαών της Γιουγκοσλαβίας μέχρι το 1970. Κόστα Αμπράσεβιτς 1879–1898, Σέρβος ποιητής, γεννημένος στην Οχρίδα, με Ελληνίδα μητέρα. Κώστας Κουμανούδης, 1874–1962, Σέρβος πολιτικός και καθηγητής με Έλληνα πατέρα. Βλάνταν Τζόρτζεβιτς, πρωθυπουργός της Σερβίας 1897–1900. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από την Μακεδονία. Φανούλα Παπάζογλου, Σέρβα ιστορικός, γεννημένη στο Μοναστήρι – Μπίτολα, από Έλληνες γονείς. Γιόβαν Στέριγια Πόποβιτς 1806–1856, Σέρβος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής με Έλληνα πατέρα. Κονσταντίν Χάντιγια, άκμασε το 1817–1835, γραμματέας του Μίλος Ομπρένοβιτς, γεννημένος στο Ζέμουν, ο παππούς του ήταν Έλληνας. Ναούμ Καρνάρας, άκμασε το 1804 – πέθανε το 1817, γραμματέας του Καραγιώργη Πέτροβιτς, από τη Θεσσαλία. Βέρα Ευθυμιάδη – Γιομπστ, ελληνικής καταγωγής. Ντραγκούτιν Ινκιόστι Μεντένιακ, Σέρβος διακοσμητικός ζωγράφος, με Έλληνα πατέρα. Σρντζαν Σάπερ, Σέρβος μουσικός και επιχειρηματίας, με Έλληνα παππού. Σάββα Τζόρτζεβιτς, καθηγητής και μεταφραστής 5 ξένων γλωσσών, από ελληνίδα μητέρα γένος Καραθανάση – Θεσσαλονίκη. Χρήστος Αλεξόπουλος, καθηγητής ανατομικής και πρόεδρος νοσηλευτικής σχολής Κραγκούγιεβατς, από Θεσσαλονίκη. Αλέξιος Παναγόπουλος, καθηγητής νομικής fpsp, Πανεπιστημίου Ούνιον Νίκολα Τέσλα Βελιγράδι, εξ Αχαΐας. Γιάννης Σάββας, εκ Καστοριάς, πρόεδρος των Ελλήνων στη Σερβία: Ρήγας Φεραίος. Ιερέας Δημήτριος Κασάπης, από Σέρρας. Ιερέας Παναγιώτης Καρατάσιος, εφημέριος ελληνικού ναού Αγίων Αρχαγγέλων Ζέμουν Βελιγραδίου.

Γ. Αβραμίδης: Εμείς οι Έλληνες συμπαθούμε τους Σέρβους ως ορθόδοξους αδελφούς μας και όταν είχε γίνει η νατοϊκή επίθεση στην Σερβία εμείς ως λαός σταθήκαμε στο πλευρό των Σέρβων. Οι Σέρβοι πως βλέπουν την Ελλάδα και τους Έλληνες;

Α. Παναγόπουλος: Η συμπάθεια είναι διαχρονική και αμοιβαία. Η ιστορία μαρτυρεί ότι ποτέ δεν είχαμε στρατιωτική εμπλοκή μεταξύ μας και ούτε είναι αυτό δυνατό. Οι γάμοι μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων που ζουν στη Σερβία είναι αρκετά συνηθισμένοι και αυτό οφείλετε στους ιστορικά στενούς δεσμούς που έχουν Έλληνες και Σέρβοι. Από τη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα, η Σερβία ήταν διοικητικό θέμα – περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εθνογένεση των Σέρβων αναπτύχθηκε μέσα στο βαλκανικό βυζαντινό/σλαβικό περιβάλλον ως αναπόσπαστο τμήμα της ευρύτερης βυζαντινής κοινότητας. Ο φιλέλληνας Άγιος Σάββας Α’ Αρχιεπίσκοπος Σερβίας (λέγεται ότι η μητέρα του Αναστασία ήταν Ελληνίδα) βοήθησε ως ηγέτης και διπλωμάτης έτσι ώστε να προσανατολιστούν στην Κωνσταντινούπολη και στον βυζαντινό πολιτισμό. Αρκετές βασίλισσες σύζυγοι των βασιλέων τους ήταν βυζαντινές πριγκίπισσες. Η οικονομική εξάντληση και χρεοκοπία που επήλθε στο Πατριαρχείο Πεκίου από τους συνεχείς πολέμους, τους φόρους των Οθωμανών και την εκμετάλλευση των σερβικών θρόνων. Ως αποτέλεσμα έφερε στις 11 Σεπτεμβρίου 1766 ο σουλτάνος να εκδώσει χατισερίφ, με το οποίο καταργούσε το Πατριαρχείο Πεκίου με υπαγωγή πλέον στον Οικουμενικό Θρόνο. Ο ασίγαστος πόθος του σερβικού λαού για απελευθέρωση από τους Οθωμανούς ήταν εντονότερος. Αργότερα για π.χ. όταν οι Βούλγαροι, συνέλαβαν αρκετές οικογένειες από την Μακεδονία μας, ως αιχμάλωτους το 1916 και τους οδήγησαν στο Ποζάρεβατς, το οποίο βρισκόταν στα βουλγαρικά χέρια σε κατοχή, το έτος 1918 το βουλγαρικό μέτωπο έπεσε και όσοι μπόρεσαν επέστρεψαν στην πατρίδα Ελλάδα. Κάποιοι έμειναν και εργάστηκαν σε σέρβικους αμπελώνες και σε οικογένειες που ασχολούνταν με το εμπόριο. Όσοι Έλληνες παρέμειναν εκεί στο Ποζάρεβατς, δραστηριοποιήθηκαν με το εμπόριο, τα ξενοδοχεία, τα καφενεία, με μεγάλη επιτυχία. Μερικοί από αυτούς έγιναν εύποροι και σεβαστοί κάτοικοι της πόλης. Στα καταστήματα κάποιοι έδωσαν ελληνικά ονόματα, π.χ. Ιτιά, Κλέουσα, Δυο λευκά περιστέρια, Κασίνη, κ.ά. Οι δύο ορθόδοξοι λαοί είχαν καλή συμβίωση και γίνονταν μικτοί γάμοι. Με το πέρασμα του χρόνου η τρίτη γενιά των Ελλήνων εποίκων έχασε την ελληνική γλώσσα. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να ζούνε απομονωμένοι ή σε κλειστές ομάδες, αλλά ως κοινωνικοί άνθρωποι αφομοιώθηκαν στην ευρύτερη κοινωνία πολύ γρήγορα. Από το Μάιο του 1945, για π.χ. όταν 4.650 Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως άνδρες, ως μέλη του ΕΛΑΣ, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μαγκλίτς, με την υποστήριξη της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης. Για τρία χρόνια το χωριό έγινε μια ιδιόρρυθμη περίπτωση ελληνικής διοικητικής εξωεδαφικής δικαιοδοσίας. Κατόπιν όταν έγινε το σχίσμα Τίτο – Στάλιν, κατάφερε και δίχασε την ελληνική κοινότητα, υπήρχαν Έλληνες που υποστήριζαν την Γιουγκοσλαβία και άλλοι που υποστήριζαν την Κομιντέρν και εγκατέλειψαν τη χώρα. Οι Έλληνες πολιτικοί και οι ελληνικές οργανώσεις πάντα θα υποστήριζαν την Σερβία στους βαλκανικούς Γιουγκοσλαβικούς Πολέμους. Πάντα κάποιοι Έλληνες εθελοντές θα βρίσκονταν κάθε φορά όπως και αργότερα πολέμησαν και στην Ελληνική Εθελοντική Φρουρά, μια μονάδα του Στρατού της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας (ВРС, VRS). Προσωπικά ήμουν από τους πολύ στενούς συνεργάτες ελληνικών συλλόγων της κοινωνικής προσφοράς και ευαισθησίας και συμπαράστασης στους πρόσφατους πολέμους προς τους Σέρβους της Βοσνίας και της Σερβίας. Η ελληνική μειονότητα της Σερβίας με έντονη ανησυχία είχε ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να μην αναγνωρίσει την μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου, γιατί θεωρούσαν ότι θα θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα των Βαλκανίων και θα αποδυναμώσει τις παραδοσιακές Eλληνοσερβικές σχέσεις, ως εξής: «..Εμείς, οι Έλληνες στη Σερβία, ανησυχούμε από το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει παραμείνει σιωπηλή για το θέμα της μονομερούς ανακήρυξης ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους του Κοσσυφοπεδίου.. Κάνουμε έκκληση προς στην Ελλάδα να μην καταστρέψει κάθε τι τιμημένο και καλό – το οποίο έχει κάνει μέχρι σήμερα υποστηρίζοντας ένα αφοσιωμένο φίλο και σύμμαχο στη περιοχή». Η έκκληση σημείωνε, ότι μια λάθος απόφαση, στο θέμα από την ελληνική κυβέρνηση, θα «ερειπώσει ότι χρειάστηκε πολύ καιρό για να χτιστεί ανάμεσα στις δύο χώρες». Μας βλέπουν πάντα ως αδέλφια τους και ως νουνούς τους, επειδή εμείς τους βαπτίσαμε μέσω Κυρίλλου και Μεθοδίου, και νιώθουν την ανάγκη πάντα να τους καθοδηγούμε πνευματικά και να τους συμπαραστεκόμεθα. Σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο το από κοινού όραμα της Συνομοσπονδίας των Ορθοδόξων Βαλκανικών Κρατών της Κοινής Ιδέας της Χάρτας του Ρήγα Φεραίου.

Γ. Αβραμίδης: Γνωρίζω πως έχετε ισχυρούς δεσμούς με το Σερβικό Πατριαρχείο και μάλιστα με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο είχατε πολύ στενούς δεσμούς. Πόσο ισχυρή είναι η ορθόδοξη ταυτότητα στη Σερβία, στο Μαυροβούνιο, τι ρόλο παίζει η ορθοδοξία στην κοινωνική ζωή;

Α. Παναγόπουλος: Γνώριζα προσωπικά τόσο τον Πατριάρχη Γερμανό (εξ εγγάμων) του οποίου ο υιός του ήταν ιεροδιάκονος και καθηγητής της Ιερατικής Σχολής Βελιγραδίου, όσο και τον Πατριάρχη Παύλο ο οποίος μου προλόγισε δύο βιβλία μου και είμαστε μαζί στην Γενεύη στις ειρηνευτικές συνομιλίες το 1993. Με τον νύν Πατριάρχη Ειρηναίο επίσης γνωρίζομαι πολλά έτη από τότε που ήταν επίσκοπος Νίς και σύνδεσμος μας στην Ελληνοσερβική φιλία για ανθρωπιστική βοήθεια του σερβικού λαού, ενώ είχε φιλοξενηθεί στην Πάτρα αρκετές φορές από τον πατέρα Ερμόλαο. Με τον όσιο ενταφιασμό του καθηγητή μου επί διδακτορία και Μητροπολίτη Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου και εξάρχου του θρόνου του Πεκίου, στον κατάμεστο Ναό της Αναστάσεως στην Ποτγκόριτσα, θεωρώ, ότι ήταν από τους σημαντικότερους αρχιερείς του αιώνος τούτου. Πάντα θα μου έλεγε στις κατά τόπους περιοδείες μας και επισκέψεις μαζί του, ότι όλα εδώ, είναι ελληνικά στην παραθαλάσσια του Μαυροβουνίου. Εκοιμήθη σε ηλικία 82 ετών. Υπήρξε πνευματικό ανάστημα του καθηγητή και οσίου ομολογητού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίο το αθεϊστικό καθεστώς απέλυσε από καθηγητή Πανεπιστημίου Βελιγραδίου. Ο Αμφιλόχιος σπούδασε θεολογία και κλασική φιλολογία, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές σε Βέρνη και Ρώμη, όπου ήταν συμφοιτητής με τον νυν Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και κατόπιν στην Αθήνα. Κήρεται μοναχός στην Αθήνα το 1967 και στον ναό του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά χειροτονείται ιεροδιάκονος στο Αργοστόλι, το έτος 1968 και πρεσβύτερος με οφίκιο αρχιμανδρίτου, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο, για τον οποίο πάντα θα μας μιλούσε με σεβασμό και θα προσπαθούσε όποτε μπορούσε να πηγαίνει να του κάνει Τρισάγιο στο μνήμα του. Για πολλά έτη μετά την χειροτονία του διακονεί ως εφημέριος και ιεροκήρυκας στην Ιερά Μητρόπολη Μεσογαίας, κυρίως στα Σπάτα και το Κορωπί. Αριστεύει και στις διδακτορικές του σπουδές ως Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, 15 Ιουνίου 1973. Με θέμα διατριβής “Το μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν”, το οποίο βιβλίο εξέδωσε το Ίδρυμα Πατερικών Μελετών Μονής Βλατάδων και θυμάμαι εγώ του μετέφερα ένα κουτί βιβλίων από την Βλατάδων στο Βελιγράδι στο γραφείο του ως Πρόεδρος της Θεολογικής Σχολής και μου είπε «έλα εσύ πρώτος θα πάρεις που τα έφερες». Μετά την Αθήνα θα πάει στο Άγιο Όρος δίπλα στην Παναγούδα όπου ζούσε ο γέροντας Παΐσιος για ένα περίπου έτος, για να εφαρμόσει την θεωρία σε πράξη, όπως μου έλεγε, να αποκτήσει πνευματικές νουθεσίες από τους εκεί ασκητές και κελιώτες. Λόγω της φήμης του λαμβάνει πρόσκληση να διδάξει ως καθηγητής στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, στο Παρίσι, από το 1974 έως το 1976. Μαθαίνει πολύ καλά γαλλικά τα οποία αργότερα με την ιταλική και τα τελευταία έτη με την ισπανική του γίνονται απαραίτητα στα διεθνή συνέδρια. Κατόπιν θα τον ζητήσει το Βελιγράδι ως εκλεγμένο καθηγητή. Η διδακτική του εμπειρία και η γνώση του δημιούργησαν αρκετά συγγραφικά πονήματα, ένα εξ’ αυτών ήταν «δεν υπάρχει καλύτερη πίστη από την χριστιανική» σε συνεργασία με τον καλόν και πολυμορφωμένο επίσκοπο Δανιήλ για πολλά έτη βοηθό του αείμνηστου Πατριάρχη Γερμανού (εξ εγγάμων), το οποίο βιβλίο μετέφρασα στα ελληνικά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διψώ στην Πάτρα. Μου πρότεινε ως σύμβουλος μου καθηγητής να υποβάλλω την πολυετή διδακτορική μου διατριβή με θέμα: οι εσχατολογικές διαστάσεις της κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο μέσα από την ελληνική και σλαβική βιβλιογραφία. Το 1985 ως καθηγητής και αρχιμανδρίτης εκλέγεται επίσκοπος Μπανάτου με έδρα το Βρσατς, του Πατριαρχείου Σερβίας. Την χειροτονία έκανε ο Πατριάρχης Σερβίας Γερμανός, συμπαραστατούμενος από τον Μητροπολίτη πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιο και τους Επισκόπους Ζίτσης Στέφανο, Σουμαδίας Σάββα και Δαλματίας Νικόλαο. Τον επισκέφθηκα αρκετές φορές στο μεγαλόπρεπο κτίριο της Μητρόπολης. Στις 30 Δεκεμβρίου 1990 εξελέγη για την γενέτειρα πατρίδα του ως Μητροπολίτης Μαυροβουνίου, αφού λίγο πριν είχε κοιμηθεί ο γηραιός Μητροπολίτης Δανιήλ. Όλα τα πνευματικά του τέκνα μαζί και εγώ τον ακολουθήσαμε. Η παρουσία του θύμιζε τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού και τις «Αγάπες». Ανακαίνισε, ανοικοδόμησε, επάνδρωσε εκκλησίες και μονές, έλεγε βρήκα 10 ιερείς και έφτασα να έχω σχεδόν 300. Πλήθος πνευματικών του τέκνων και νέων ανθρώπων αποφάσισαν να εισέλθουν στην ιερωσύνη και στον μοναχισμό. Βρήκε ελάχιστες μονές και έφτασε να έχει περίπου 40. Η ακαδημαϊκή του κατάρτιση δεν περιορίστηκε, αντίθετα αυξήθηκε με την ίδρυση φορέα εκδοτικής δραστηριότητας με το όνομα, όχι Σβέτα-γκόρα, που κάποιοι παρανόησαν ως το Άγιον Όρος, αλλά, ως «Σβετιγκόρα» = ως πηγή ύδατος, με μεταφορική έννοια, από ένα όραμα που είχε δει, όπως μας έλεγε, ως η έλαφος επιποθεί, επί τας πηγάς των υδάτων. Ίδρυσε και ραδιοφωνικό σταθμό στο οποίο έχω μιλήσει αρκετές φορές. Για πρώτη φορά στην ιστορία του Μαυροβουνίου το 1993 επισκέπτονται τη Μητρόπολή του ο συμφοιτητής του από την Ρώμη νυν Οικουμενικός Πατριάρχης και άλλοι Πατριάρχες, π.χ. ο Ιεροσολύμων και ο Ρωσίας. Από το καλοκαίρι του 2007 έως και τον Ιανουάριο του 2010 ο Αρχιεπίσκοπος Τσέτινιε, Μητροπολίτης Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλόχιος Ράντοβιτς ορίζεται ως Τοποτηρητής του χηρεύοντος Πατριαρχικού Θρόνου της Σερβίας, μετά την οσιακή εκδημία του Πατριάρχη Παύλου (όλοι σχεδόν οι Πατριάρχες θα γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα). Με τον Πατριάρχη Παύλο ήταν αρκετά και πνευματικά συνδεδεμένος (το έβλεπα, το βίωνα, μου το έλεγε), καθώς τότε το πνευματικό του τέκνο ο ιερομόναχος Μεθόδιος (κατόπιν βοηθός επίσκοπος Μαυροβουνίου) από τη μονή του Τσέτινιε, είχε αναλάβει την προσωπική φροντίδα του Πατριάρχη Παύλου, τόσο στο Πατριαρχείο Σερβίας όσο και στο στρατιωτικό Νοσοκομείο Βελιγραδίου. Θυμάμαι τις πολλές ώρες συνομιλίας μας για θεολογικά, παιδαγωγικά και νομοκανονικά θέματα που τον απασχολούσαν και θα ζητούσε την γνώμη μου, ως πνευματικό του τέκνο και ως καθηγητή. Ενώ τελευταία ενώπιον όλων θα με ονόμαζε ο καθηγητής και «θείος μας», όταν θα ήμουν στο Τσέτινιε έδινε εντολή να φιλοξενηθώ στα δώματα πάνω από το γραφείο του ή δίπλα του, όπου θα φιλοξενούσε μόνο επισκόπους ή καθηγητές συνεργάτες του. Ήταν ανιδιοτελής. Στο όνομά του δεν βρέθηκαν καθόλου οικονομικά στοιχεία. Ακόμα και την τελευταία μηνιάτικη σύνταξή του ως καθηγητής την έδωσε σε μοναχό, πνευματικό του τέκνο, για έκδοση βιβλίου. Οι μονογραφίες του αγγίζουν τις 40 περίπου, αφού η επανέκδοσή τους στα «Άπαντα» είχε αρχίσει πριν από την κοίμησή του. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε έναν αναντικατάστατο καθηγητή και Ιεράρχη, που μπορούσε επαξίως να σταθεί σε όλα τα ακροατήρια, από το πιο απλό έως και το πιο επιστημονικό και σύνθετο σε διεθνές επίπεδο. Πριν από πέντε έτη περίπου η Σλαβική Ακαδημία Επιστημών Μόσχας τον αναγόρευσε τακτικό μέλος της, η ίδια Ακαδημία, ομοίως ανακήρυξε και εμένα, πριν από δύο έτη, έτσι είχαμε ακόμα περισσότερα κοινά ζητήματα συνομιλιών. Η σύνεσή του, η προσήνεια του, η ειρηνική διάθεσή του, η καλοσύνη του, η ευγένειά του, θα κέρδιζε και τον πιο δύσκολο συνομιλητή του. Οι πνευματικοί του δεσμοί με την Πάτμο όπου γνώρισε τον πνευματικό του πατέρα Αμφιλόχιο Μακρή και έτσι έλαβε αυτό το όνομά του, τον βοήθησαν να τραγουδά και να ψάλλει για την Ελλάδα ως πατρίδα του: «τα δώδεκα ευζωνάκια», και άλλα σχετικά, είχε μια αγάπη για την Αγία Σοφία, και πολύ τον έθλιψε που την έκαναν τζαμί. Στο Μαυροβούνι με το νέο εκλογικό αποτέλεσμα από 30-8-2020 ο συνάδελφος καθηγητής και νέος πρωθυπουργός και κάποιοι υπουργοί από τους δώδεκα είναι πνευματικά τέκνα του μακαριστού Αμφιλοχίου και αρκετά φίλα προσκείμενοι για πολύ περισσότερη ακόμα ελληνική συνεργασία