Πόσοι επιζούν από ένα μεγάλο σεισμό; Από τι σύνδρομο κινδυνεύουν οι διασώστες; Του Κρικόρ Τσακιτζιάν

Τι συμβαίνει με τους τραυματίες από τους σεισμούς; Σε τι ποσοστό επιζούν και τι βλάβες υφίστανται όσοι βρίσκονται καταπλακωμένοι κάτω από τα ερείπια; Οι διασώστες από τι μετατραυματικό σύνδρομο κινδυνεύουν και μάλιστα για μεγάλο διάστημα μετά το πέρας των διασώσεων; 

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα μας δίνει απαντήσεις η Πρόεδρος του Ινστιτούτου Διαχείρισης Ανθρωπογενών και Φυσικών Καταστροφών (ΙΔΑΦΚ) κ. Ξένια Γεωργιάδου, τις οποίες άντλησε από επιστημονικά εγχειρίδια, όπως αυτά διδάσκονται στους πιστοποιημένους διασώστες. 

Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι τον 20ο αιώνα καταγράφηκαν παγκοσμίως πάνω από 1.000 σεισμικές δονήσεις, με μέγεθος μεγαλύτερο των 7 ρίχτερ, από τις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 1.300.000 άνθρωποι. Σύμφωνα με τους ερευνητές οι τραυματισμοί ήταν 3 φορές περισσότεροι από τους θανάτους. Έχει διαπιστωθεί ότι περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους που τραυματίστηκαν στο κρανίο κατά τη διάρκεια των σεισμών, πέθαναν. 

Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, η παγίδευση των ατόμων κάτω από σωρούς ερειπίων, αυξάνει την πιθανότητα τραυματισμού τους στο πενταπλάσιο της αρχικής, ενώ στα παγιδευμένα άτομα παρεμποδίζεται η αναπνοή από τη μεγάλη πίεση που τους ασκείται στο στήθος προκαλώντας έτσι ασφυξία, η οποία άλλωστε μπορεί να προκληθεί και από τις μεγάλες ποσότητες σκόνης που συσσωρεύονται από την κατάρρευση των κτιρίων.

Σε 26 ώρες μετά από ένα σεισμό, λιγότεροι από τους μισούς ανθρώπους που έχουν παγιδευτεί κάτω από σωρούς ερειπίων είναι πιθανό να επιζούν. Ακόμα και αυτοί που δεν πεθαίνουν λόγω των τραυμάτων τους, μπορεί να πεθάνουν από το σοκ ή από υποθερμία αφού περάσουν 48 ώρες (οι περιπτώσεις των “θαυματουργών” διασώσεων από τα οργανωμένα σωστικά συνεργεία παγιδευμένων ατόμων πολλές ώρες μετά από ένα σεισμό είναι πράγματι πολύ σπάνιες). Ακόμα και άτομα που είναι μεν παγιδευμένα κάτω από ερείπια αλλά δεν έχουν τραυματιστεί μπορεί να πεθάνουν από αφυδάτωση. Τα θύματα που έχουν τραυματιστεί θα πρέπει να κρατηθούν ζεστά και ακίνητα, κάτι βέβαια που είναι αδύνατο να γίνει μέσα στα ερείπια. Επιπλέον, τα ηλικιωμένα άτομα, ασθενείς ή άτομα με ειδικές ανάγκες είναι λιγότερο πιθανό να καταφέρουν να επιζήσουν κάτω από τέτοιες συνθήκες από κάποια νεότερα και υγιή. 

Πολλοί από τους εγκλωβισμένους θα υποστούν το “Chrush Syndrome”… ή αλλιώς  σύνδρομο καταπλάκωση….. μια  πάθηση που προκύπτει όταν υπάρχει καταπλάκωση από μεγάλο βάρος των άκρων του ανθρώπινου σώματος (χέρια ή πόδια). Εμφανίζεται σε θύματα σεισμικών δονήσεων, βομβαρδισμών και φυσικών καταστροφών. Μπορεί να επιφέρει νεφρική ανεπάρκεια ακόμη και θάνατο. 

Με την καταπλάκωση διακόπτεται στα καταπλακωμένα άκρα η κυκλοφορία του αίματος και στην περιοχή που έχει διακοπεί η κυκλοφορία υπάρχει υπέρ- συγκέντρωση τοξινών όπως: μυοσφαιρίνης, γαλακτικού οξέος κ.λπ., οι οποίες, όταν απελευθερωθεί το άκρο, απελευθερώνονται ταυτόχρονα και ξαφνικά στην κεντρική κυκλοφορία του αίματος με αποτέλεσμα ο ασθενής να περιέλθει σε υπογκαιμικό σοκ και να δημιουργείται και νεφρική ανεπάρκεια από την αδυναμία των νεφρών να ανταπεξέλθουν στη διήθηση μυοσφαιρίνης.    Η νεφρική αυτή ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στο θάνατο του ασθενούς. 

Όσο για το μετατραυματικό στρες των Διασωστών ούτε λόγος….. Παρά το γεγονός ότι οι καταστροφές ενοποιούν τις κοινωνίες, όταν κατά τη διάρκεια της περιόδου μιας έκτακτης ανάγκης που ακολουθεί ένα καταστροφικό γεγονός, οι επιζώντες συνήθως δεν εγκαταλείπουν την περιοχή αλλά αντίθετα μεγάλες ομάδες ανθρώπων και τεράστιες ποσότητες προμηθειών, οι οποίες συχνά είναι άχρηστες ή δεν έχουν καν ζητηθεί, συγκεντρώνονται στην πληγείσα περιοχή ως “αντίδραση κοινωνικής σύγκλισης και  συμπαράστασης”. Τα άτομα που καταφθάνουν στην περιοχή έχουν ταξινομηθεί σε πέντε ομάδες:

-Στους κατοίκους της περιοχής που επιστρέφουν, 

-τους συγγενείς που αγωνιούν, 

-τους Διασώστες και τα στελέχη-εμπλεκόμενους των συνεργείων παροχής βοήθειας, 

-τους περίεργους και 

-τα άτομα που διαβλέπουν κέρδος από την καταστροφή.

Οι εθελοντές που καταφθάνουν στην περιοχή της καταστροφής για να προσφέρουν τη βοήθειά τους, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσουν καταστάσεις πέρα από ότι είχαν φανταστεί. Σε πολλούς τότε αναπτύσσεται το κόμπλεξ Magna Mater, με το οποίο ο διασώστης προσπαθεί να θεωρήσει εκείνη τη στιγμή όλα τα προβλήματα σαν προσωπικά του, γεγονός που γρήγορα το οδηγεί σε κούραση και απελπισία. Άλλοι πάλι αναπτύσσουν αισθήματα παντοδυναμίας,  αισθανόμενοι ότι μπορούν να επιλύσουν όλα τα προβλήματα πράγμα φυσικά αδύνατο.

Ωστόσο οι πιο κατάλληλοι και επαγγελματίες που προέρχονται από τα σώματα ασφαλείας και αποτελούν μέλη-δυνάμεις του συνόλου των κλιμακίων βοηθείας αντιμετωπίζουν την κατάσταση πολύ καλύτερα από τους εθελοντές. 

Παρόλα αυτά όμως και οι επαγγελματίες που θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή του αγώνα για τη διάσωση των θυμάτων μιας καταστροφής μπορεί να εμφανίσουν τα ίδια συμπτώματα ψυχολογικής επιβάρυνσης όπως και οι εθελοντές. 

Μια κύρια πηγή ψυχολογικής πίεσης εντοπίζεται στις συνθήκες της εργασίας τους, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας προσωπικού τραυματισμού ή τραυματισμού φιλικών προσώπων, ή ακόμα και της θέας μαζικών θανάτων, τραυματισμών και καταστροφών.

Μετά από ένα τραυματικό ή στρεσογόνο συμβάν ή έπειτα από μια παρατεταμένη τραυματική εμπειρία οι άνθρωποι μπορεί να δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη πραγματικότητα και να βιώνουν δυσκολίες στην καθημερινότητα. 

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις μιας φυσικής καταστροφής μπορεί να ταλαιπωρούν τα θύματα όσο και τους διασώστες για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα αν δεν έχουν τον κατάλληλο χειρισμό από τους ειδικούς.