Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει τις παραλείψεις της ΕΕ για το μεταναστευτικό. – Άρθρο του Κωνσταντίνου Μαργαρίτη

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει τις παραλείψεις της ΕΕ για το μεταναστευτικό.

Το μεταναστευτικό αρχίζει να παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Δεν είναι πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά της Ευρώπης.
Οι εταίροι μας στην Ευρώπη δεν μπορούν να επικαλούνται την αρνητική κοινή γνώμη. Έχουμε συγκεκριμένα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα, ενώ είναι σαφές ότι οι μετανάστες έχουν άλλο τόπο προορισμού και η Ελλάδα είναι μόνο ένα σημείο μετάβασης. Η Ευρώπη είναι αρκετά μεγάλη για να αποτελέσει τόπο ασφαλούς εγκατάστασης και προκοπής για τους μετανάστες. Εάν αυτό δεν ισχύει, τότε οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να διαμορφώσουν μια άλλη πολιτική.
Η πολιτική, βέβαια, αυτή πρέπει να στοχεύσει στην προστασία των πραγματικών προσφύγων, γιατί αν θεωρήσουμε ότι όλοι οι μετακινούμενοι για διάφορους άλλους λόγους πρέπει να τυγχάνουν προστασίας από την Ευρώπη, αυτό μπορεί να καταστεί πρακτικά αδύνατο, με συνέπειες που θα επιβαρύνουν τόσο τους Ευρωπαίους όσο και τους μετακινούμενους.
Σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), η ΕΕ πρέπει να εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της στους τομείς του ασύλου, της μετεγκατάστασης και της επιστροφής μεταναστών, προκειμένου να επιτύχει σε μεγαλύτερο βαθμό τους στόχους της στήριξής της. Τα προγράμματα μετεγκατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν πέτυχαν τις τιμές-στόχο που είχαν τεθεί, ενώ ο κύριος στόχος τους, η ελάττωση της πίεσης που ασκείται στην Ελλάδα και την Ιταλία, επιτεύχθηκε μόνο μερικώς. Παρά την αύξηση των ικανοτήτων διεκπεραίωσης αιτήσεων ασύλου στις δύο χώρες, οι διαδικασίες παραμένουν εξαιρετικά χρονοβόρες και εξακολουθούν να εμφανίζουν σημεία συμφόρησης, ενώ τα ποσοστά επιστροφής παράτυπων μεταναστών παραμένουν χαμηλά και η διαδικασία της επιστροφής προβληματική σε ολόκληρη την ΕΕ.
Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ βρέθηκε αντιμέτωπη με μεταναστευτικές ροές άνευ προηγουμένου, οι οποίες κορυφώθηκαν το 2015 και είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των αιτήσεων ασύλου, ιδίως στην Ελλάδα και την Ιταλία. Για να αντεπεξέλθει στην κρίση, η ΕΕ δημιούργησε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης (ΚΥΤ ή hotspot), εφάρμοσε προσωρινά προγράμματα μετεγκατάστασης και αύξησε τη χρηματοδότησή της. Οι ελεγκτές εξέτασαν σε ποιο βαθμό η ενωσιακή στήριξη προς τις δύο χώρες πέτυχε τους στόχους της, αν τα προγράμματα μετεγκατάστασης πέτυχαν τις τεθείσες τιμές-στόχο, καθώς και την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα των διαδικασιών επιστροφής.
«Παρότι ανταποκρινόταν στις ανάγκες, η διαχείριση της μετανάστευσης από πλευράς της ΕΕ στην Ελλάδα και την Ιταλία δεν έχει αποδώσει το μέγιστο των δυνατοτήτων της,» δήλωσε ο Leo Brincat, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για την έκθεση. «Είναι καιρός να εντατικοποιηθεί η δράση ώστε να αντιμετωπιστούν οι αποκλίσεις μεταξύ στόχων και αποτελεσμάτων.»
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν, αφενός, ότι οι ενωσιακές δράσεις στήριξης που εξετάστηκαν ανταποκρίθηκαν στις διαπιστωθείσες ανάγκες, αλλά και, αφετέρου, ότι τα περισσότερα έργα δεν πέτυχαν πλήρως τις τιμές-στόχο που είχαν τεθεί. Οι διαδικασίες καταγραφής και λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων των μεταναστών βελτιώθηκαν σημαντικά, ωστόσο η κατάσταση στα ελληνικά ΚΥΤ παραμένει ιδιαίτερα κρίσιμη, ιδίως όσον αφορά τη δυναμικότητά τους και την κατάσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων. Οι επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) συνέχισαν να μαστίζονται από την έλλειψη εθνικών εμπειρογνωμόνων, ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) είχε διαθέσει περισσότερο προσωπικό από το αναγκαίο στα ιταλικά ΚΥΤ, τα οποία διαπιστώθηκε ότι ήταν άδεια ή σχεδόν άδεια.
Έναντι 160 000 μεταναστών που ήταν η αρχική τιμή-στόχος, οι χώρες της ΕΕ δεσμεύθηκαν νομικά να μετεγκαταστήσουν 98 256. Εντούτοις, τελικώς μετεγκαταστάθηκαν μόλις 34 705 (21 999 από την Ελλάδα και 12 706 από την Ιταλία). Κατά την εκτίμηση των ελεγκτών, οι χαμηλές επιδόσεις των προγραμμάτων μετεγκατάστασης οφείλονται κυρίως στο πολύ μικρό ποσοστό των δυνάμει επιλέξιμων για μετεγκατάσταση μεταναστών, καθώς οι αρχές αμφότερων των χωρών αρχικώς αδυνατούσαν να εντοπίσουν το σύνολο των δυνητικών υποψήφιων και να τους προσανατολίσουν επιτυχώς προς την κατεύθυνση της αίτησης μετεγκατάστασης. Από τη στιγμή που οι μετανάστες εντάσσονταν σε πρόγραμμα μετεγκατάστασης, οι προσπάθειες τελεσφορούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό. Παρ’ όλα αυτά, οι ελεγκτές εντόπισαν σειρά επιχειρησιακών αδυναμιών στη διαδικασία μετεγκατάστασης.
Στην Ελλάδα, η αυξημένη ικανότητα διεκπεραίωσης αιτήσεων ασύλου εξακολουθούσε να μην επαρκεί για την εκκαθάριση του αυξανόμενου όγκου των εκκρεμών υποθέσεων. Η δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016 είχε σημαντικό αντίκτυπο στις αφίξεις. Εντούτοις, ο ακρογωνιαίος λίθος της, η ταχεία διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ασύλου στα σύνορα δεν διεξάγεται με την απαιτούμενη ταχύτητα. Το 2018 χρειάζονταν κατά μέσο όρο 215 ημέρες από την υποβολή της αίτησης έως την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Οι καθυστερήσεις αυτές οφείλονταν κυρίως σε προβλήματα όπως η έλλειψη ιατρών για τη διενέργεια των αξιολογήσεων ευαλωτότητας στα ελληνικά νησιά. Όσον αφορά την ταχύρρυθμη και την τακτική διαδικασία, η κατάσταση ήταν ακόμη πιο προβληματική, καθώς οι ημερομηνίες των συνεντεύξεων ορίζονται σε τέτοιο βάθος χρόνου που φθάνουν το 2021 και το 2023 αντίστοιχα. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός απορριπτικών πρωτοβάθμιων αποφάσεων μετακινείται στο στάδιο των προσφυγών, όπου εκκρεμεί ήδη μεγάλος όγκος υποθέσεων.
Έως το 2019, η ΕΕ διέθεσε 703 εκατομμύρια ευρώ ως στήριξη έκτακτης ανάγκης στην Ελλάδα και 122 εκατομμύρια ευρώ στην Ιταλία από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (EMAS του ΤΑΜΕ), επιπλέον των 328 και 394 εκατομμυρίων ευρώ που τους είχε διαθέσει αντίστοιχα στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων του ΤΑΜΕ για την περίοδο 2014 2020.
Ενίσχυση της διαχείρισης της στήριξης έκτακτης ανάγκης, των συστημάτων ασύλου και των διαδικασιών επιστροφής, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αποτελεσματικά. Ενίσχυση της υποστήριξης των διαδικασιών ασύλου από την EASO και στην προσαρμογή της στήριξης της διαδικασίας επιστροφής και της τοποθέτησης εμπειρογνωμόνων από τον Frontex στις εκάστοτε συνθήκες.
Η χώρα μας να πιέσει και να απαιτήσει να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις της ΕΕ.

Κωνσταντίνος Μαργαρίτης