Εξαρτησιογόνες ουσίες, αλκοόλ και πρόσφυγες

Προβληματισμό προκαλούν στις αρχές αλλά και στην επιστημονική κοινότητα η χρήση αλκοόλ και εξαρτησιογόνων ουσιών στις δομές και στα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων.
Οι σοβαρές μετατραυματικές εμπειρίες , ο χρόνος παραμονής στις δομές φιλοξενίας, οι δυσκολίες προσαρμογής σε ένα καινούργιο περιβάλλον, η απόρριψη της αίτησης ασύλου, ο αποχωρισμός από την οικογένεια και η πλήρης αβεβαιότητα για το μέλλον είναι οι κύριες αιτίες που οδηγούν τους πρόσφυγες και τους ασυνόδευτους ανήλικους στη χρήση αλκοόλ και εξαρτησιογόνων ουσιών.
Το θέμα , αλλά και τα κενά στην αντιμετώπισή του καταδεικνύει έρευνα για τη «Χρήση και τη Διακίνηση ουσιών σε Κέντρα υποδοχής και Φιλοξενίας προσφύγων» (ΑΠΘ Νομική Σχολή ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας τμήμα Νομικής ΔΠΜΣ 2018). Σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη μελέτη, ο προβληματισμός γίνεται πιο έντονος καθώς το ζήτημα των εξαρτησιογόνων ουσιών , αλλά και του αλκοόλ συνδέεται συχνά με φαινόμενα βίας και συμπλοκών μέσα στις δομές φιλοξενίας.
Η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών στους ασυνόδευτους ανήλικους στα camps στην Ελλάδα αποτελεί μια από τις πιο επικίνδυνες συμπεριφορές που εκδηλώνουν. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, τα ποσοστά της χρήσης αλκοόλ και ναρκωτικών στους ανήλικους πρόσφυγες είναι 5% και 8% αντίστοιχα (2017).
Ενδεικτικό της συστηματικής έρευνας ( http://ikee.lib.auth.gr/record/309772/files/GRI-2019-26319.pdf), στο Κέντρο Φιλοξενίας του Ελαιώνα οι απαντήσεις εργαζομένων και φιλοξενούμενων συγκλίνουν κατά γενική ομολογία στο ότι γίνεται χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών στο camp με συγκεκριμένες αναφορές στις ουσίες που χρησιμοποιούνται. Μάλιστα οι τρεις στους τέσσερεις φιλοξενούμενους στη δομή απαντούν θετικά στη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών.

Ιστορίες πίσω από τα νούμερα των Κέντρων Φιλοξενίας
Σμύρνη , Πειραιάς, Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Συρία, Τουρκία, Λέσβος, Αθήνα, Ειδομένη, Σκόπια, Μόναχο.
Ο Μανώλης Συλλιγάρδος στο βιβλίο του «Πρόσφυγες Σμύρνη-Συρία. Δύο κόσμοι με κοινή μοίρα»( https://www.pigi.gr/?product=prosfiges), καταγράφει με τρόπο μυθιστορηματικό τις μαρτυρίες δύο οικογενειών προσφύγων που βρίσκονται στο δρόμο με διαφορά ενενήντα χρόνων:
«Τυλιγμένοι σε λεπτά πλαστικά αδιάβροχα, που τους ακριβοπούλησαν πλανόδιοι μικροπωλητές, προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τη βροχή. Οι ώρες περνούσαν στην παραλία περιμένοντας τις βάρκες που θα τους μετέφεραν απέναντι. Ο μικρός Αλή, κουρνιασμένος στην αγκαλιά της Αϊσέ, είχε σταματήσει να ζητά τον ξάδελφό του τον Αχμέτ. Δεν άρχηγε να καταλάβει ότι δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. Η πείνα τον βασάνιζε και το κρύο περόνιαζε τα κόκαλά του (…) Κοίταξε τη θάλασσα που λυσσομανούσε. Φοβόταν…Άκουσε τον πατέρα του να λέει στη μητέρα του ότι ήμερα θα έφευγαν για ένα νησί στην Ελλάδα που το έλεγαν Λέσβο και το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντί τους».