Ας θυμηθούμε: Τι γιορτάζουμε την Καθαρά Δευτέρα – Του Παν. Αναστόπουλου

Η Καθαρά Δευτέρα είναι κινητή γιορτή, η οποία εξαρτάται από την ημερομηνία του Πάσχα. Συγκεκριμένα πέφτει κάθε χρόνο στο ξεκίνημα της 7ης εβδομάδας, δηλαδή 48 μέρες πριν το Ορθόδοξο Πάσχα και προφανώς πάντοτε ημέρα Δευτέρα. Την ημέρα αυτή ξεκινάει η Σαρακοστή για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σημαίνει το τέλος των Αποκριών.

Σύμφωνα με την «Έκθεσιν της Βασιλείου Τάξεως» Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, την μέρα αυτή στην αίθουσα Μαγναύρα των Βυζαντινών ανακτόρων κηρυσσόταν από τον αυτοκράτορα η έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί «καθαρίζονται» πνευματικά και σωματικά. Είναι μέρα νηστείας αλλά και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς. Η νηστεία διαρκεί 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.

Επίσης, για όσους δεν το γνωρίζουν η Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα ονομάζεται «της Τυροφάγου» επειδή είναι η τελευταία μέρα που τρώμε γαλακτοκομικά.

Η ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, γιορτάζεται έντονα σε όλη την Ελλάδα, με διάφορα έθιμα και αποτελεί επίσημη αργία. Συνηθίζεται πανελλαδικά να τρώγεται λαγάνα, δηλαδή άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται μόνο εκείνη τη μέρα, ταραμάς, χαλβάς, θαλασσινά, λαχανικά, ελιές και φασολάδα χωρίς λάδι.

Κύρια έθιμα σε όλη την Ελλάδα είναι το πέταγμα του χαρταετού, αλλά και το Γαϊτανάκι, έθιμο που έφεραν από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες. Το γαϊτανάκι είναι χορός, που χορεύεται κυρίως τον μήνα της αποκριάς. Οι συμμετέχοντες χορεύουν γύρω από ένα κοντάρι δεμένο με 12 πολύχρωμες κορδέλες που δείχνει τους 12 μήνες του χρόνου. Ο κάθε συμμετέχων κρατάει στο χέρι του μία από αυτές, και έτσι κατά την περιστροφή τους οι κορδέλες τυλίγονται στο κοντάρι και μετά αντίστροφα ξετυλίγονται, αν ακολουθηθούν σωστά τα βήματα. Η λέξη «γαϊτανάκι» είναι υποκοριστικό της τουρκικής λέξης «γαϊτανίν» που σημαίνει κορδόνι. Παραδοσιακά οι χορευτές του είναι δώδεκα.

Στα Μεστά και στους Ολύμπους και στο Λιθί της Χίου, αναβιώνει το Έθιμο του Αγά με τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, όπου σε ένα θεατρικό ο Αγάς ως δικαστής, καταδικάζει με χιούμορ και πειράγματα τους θεατές.

Στην Αλεξανδρούπολη, ένας κάτοικος μεταμφιέζεται σε Μπέη και περιδιαβαίνει την πόλη μοιράζοντας ευχές για το καλό.

Οι κάτοικοι του Πόρου καθαρίζουν τα μαγειρικά σκευάσματά τους από τα λίπη των κρεάτων που καταναλώθηκαν τις Απόκριες σε ένα έθιμο που αποκαλείται ξάρτυσμα.

Σε ορισμένα χωριά της Κέρκυρας λαμβάνει μέρος ο Χορός των Παπάδων όπου οι ιερείς στήνουν χορό που ακολουθείται από τους γέροντες.

Στην Κάρπαθο οδηγούνται στο Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων από τους Τζαφιέδες, δηλαδή τους χωροφύλακες, οι κάτοικοι που αντάλλαξαν απρεπείς χειρονομίες, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη από τους σεβάσμιους της πόλης.

Το αλευρομουτζούρωμα στο Γαλαξίδι, όπου οι καρναβαλιστές πασαλείφονται με αλεύρι και χορεύουν κυκλικά.

Το δρώμενο του Καλόγερου στη Θράκη γινόταν την Καθαρή Δευτέρα. Δύο καλόγεροι (εκλέγονται από τους εγγάμους κάθε τέσσερα χρόνια), η μπάμπω με το εφταμηνίτικο παιδί της, δυο κορίτσια ή νύφες (άγαμοι νέοι), δύο κατσίβελοι και δύο χωροφύλακες είναι τα πρόσωπα που συμμετέχουν. Οι καλόγεροι είναι μεταμφιεσμένοι με δέρματα ζώων, προσωπίδες από δέρματα, και φέρουν κουδούνια και δοξάρι. Οι κατσίβελοι κατασκευάζουν υνί, σύμβολο της γονιμότητας της γης. Η εικονική άροση με ανθρώπους στο ζυγό είναι συνηθισμένο δρώμενο. Ο ένας καλόγερος ξαφνικά θέλει να νυμφευθεί και βρίσκει τη νύφη. Ο άλλος καλόγερος- κουμπάρος τον σκοτώνει και η νύφη θρηνεί. Κάποια στιγμή ο καλόγερος ανασταίνεται. Ο δαίμων της φύσεως φονεύεται σε ακμαία ηλικία για να μη πεθάνει από γεροντικό μαρασμό και ανασταίνεται. Το τελευταίο μέρος είναι σοβαρή εικονική άροση-όργωμα μπροστά στην εκκλησία με καινούργιο αλέτρι και ζυγό καθώς και σπορά= ομοιοπαθητική μαγεία, που μας μεταφέρει ακόμη και σε προδιονυσιακές τελετές.

Στη Μεθώνη Μεσσηνίας γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος, αναπαράσταση ενός πραγματικού γάμου του 14ου αιώνα, ενώ στη Νέδουσα οι αγρότες προσκαλούν την ευημερία με το αγροτικό καρναβάλι τους.

Στη Βόνιτσα ένας αχυρένιος ψαράς δεμένος σε γάιδαρο γυρνώντας μέσα από το χωριό καταλήγει σε μια φλεγόμενη βάρκα στο έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη.

Στη Θήβα λαμβάνει μέρος ο Βλάχικος γάμος όπου ξυρίζεται ο γαμπρός για να παντρευτεί κάποιον άντρα συγχωριανό του μεταμφιεσμένο σε νύφη. Ο Βλάχικος γάμος, αποτελεί μνημείο άϋλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. ο Βλάχικος γάμος είναι ένα κράμα θαυμαστό της Διονυσιακής λατρείας και της γονιμότητας. Ακόμα, μπορεί ίσως να θεωρηθεί το ζωντανότερο και ισχυρότερο κατάλοιπο, των αρχαίων ομαδικών ελληνικών τελετουργιών που είχαν σχέση με τη γονιμοποίηση, τη βλάστηση, την ανάσταση της φύσεως κατά την εποχή τη άνοιξης, καθώς και το θάνατο των φυτών κατά την εποχή του χειμώνα. Ταυτόχρονα, ο Βλάχικος γάμος είναι μία σατυρική παραλλαγή ενός πραγματικού ποιμενικού γάμου, όπως εθιμικά τελετουργείται, κατά αδιάψευστες και γνωστές λαογραφικές και ιστορικές πηγές. Στην αναπαράσταση του γάμου αναμιγνύονται ελληνικά έθιμα που δεν είναι γαμικά αλλά ανήκουν σε διάφορα άλλα έθιμα μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας, γνωστά ή άγνωστα. Οι προετοιμασίες του Βλάχικου γάμου ξεκινούν την Τσικνοπέμπτη όπου μαζεύονται οι Βλάχοι και χωρίζονται σε παρέες.

Οι Μουτζούρηδες στο Πολύσιτο Βιστωνίδας, μουτζουρώνουν με κάπνα τους επισκέπτες του χωριού.

Ανάλογα δρώμενα είχαμε και σε άλλες περιοχές: Ο Ζαφείρης στην Ήπειρο, οι Μάηδες στο Πήλιο αργότερα, ο Μπέης, ο Κιοπέκμπεης, Πιττεράδες, η Κορέλλα στη Σκύρο, ο θάνατος-κηδεία του Καρνάβαλου, το Καρναβάλι του Σοχού, η Σούσα στην Αγιάσο της Μυτιλήνης κά»

Ο Εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στην ύπαιθρο είναι γνωστός και ως “Κούλουμα”. Η λέξη Κούλουμα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, η προέλευση της δεν είναι ξεκάθαρη. Γιορτή πανελλήνια και κατ’ άλλους έχει αθηναϊκή καταγωγή, ενώ κατ’ άλλους βυζαντινή.

Στην Κωνσταντινούπολη εορταζόταν έντονα από πλήθος κόσμου που συνέρρεε σε έναν από τους επτά λόφους της πόλης και συγκεκριμένα σ’ εκείνον του ελληνικότατου οικισμού των «Ταταούλων».

Για την ετυμολογία του ονόματος που παραμένει άγνωστη, όπως και η αρχή του εορτασμού, υπάρχουν πολλές απόψεις. Κατά μερικούς προήλθε από τον αναγραμματισμό της λατινικής λέξης cumulus που σημαίνει σωρός, αφθονία ή επίλογος, υποδηλώνοντας έτσι το πολύ φαγοπότι με πολύ χορό, ή το τέλος της εορταστικής περιόδου της αποκριάς. Ειδικότερα όμως ο Α. Καμπούρογλου σημειώνει ότι ο όρος είναι καθαρά αθηναϊκός και προέρχεται από τις κολώνες του ναού του Ολυμπίου Διός που τις αποκαλούσαν στη νεότερη ιστορία οι Αθηναίοι columna, κόλουμνα, κούλoυμνα, κούλουμα, χωρίς όμως αυτό και να προσδιορίζει την αρχή της εορτής που πιθανολογείται κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο ίδιος όμως προσθέτει στις σημειώσεις του ότι ο λόφος επί του οποίου βρίσκεται το Θησείο ονομαζόταν, στην αρχή της εποχής του Όθωνα, «τριάντα δυο κολώνες». Κι αυτό, επειδή το πρώτο γλέντι της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Στην Αθήνα, από πολλές δεκαετίες προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Κούλουμα εορτάζονταν στις πλαγιές του λόφου του Φιλοπάππου, όπου οι Αθηναίοι τρωγόπιναν καθισμένοι στους βράχους από το μεσημέρι μέχρι τη δύση του ήλιου. Οι περισσότεροι χόρευαν υπό τους ήχους πλανόδιων μουσικών, κατά παρέες, είτε δημοτικούς είτε λαϊκούς χορούς υπό τους ήχους λατέρνας.

Το σούρουπο όλοι οι Ρουμελιώτες γαλατάδες της Αθήνας έστηναν λαμπρό χορό – κυρίως τσάμικο – γύρω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός παρουσία των Βασιλέων και πλήθους κόσμου.

Η λαγάνα, παρασκευάζεται χωρίς προζύμι, και έναν τέτοιο πρόχειρο άρτο χρησιμοποίησαν και οι Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο υπό την αρχηγία του Μωυσή. Έκτοτε επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πεσάχ (Πάσχα), μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.
Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες» λέει «Λαγάνα πέττεται» δηλ .»Λαγάνες γίνονται». Ο δε Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει τη λαγάνα ως «Το γλύκισμα των φτωχών». Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι.

Φυσικά από την καθαρά Δευτέρα δεν έλειπε και ο χαρταετός. Ο πρώτος χαρταετός πέταξε στην Κίνα πριν από 2.400 χρόνια και ήταν φτιαγμένος από ξύλο. Οι λαοί της Ανατολής χρησιμοποιούσαν τους αετούς σε μαγικές τελετές, θρησκευτικές εκδηλώσεις και ενέργειες εξορκισμού του κακού. Πολλοί έγραφαν σε ένα μικρό χαρτί τα προβλήματα και τις αρρώστιες τους και τα άφηναν να πετάξουν μακριά.

Ο συμβολισμός του πετάγματος του χαρταετού στην ελληνική χριστιανική παράδοση είναι αρκετά συναφής με τον κινεζικό. Συμβολίζει το πέταγμα της ανθρώπινης ψυχής προς τον ουρανό και το Θεό. Μάλιστα οι άνθρωποι παλιότερα πίστευαν ότι όσο πιο ψηλά πετάξει ο χαρταετός τόσο πιο πιθανό ήταν ο Θεός να εισακούσει τις προσευχές τους και να τις πραγματοποιήσει.

Διαβάστε επίσης:

Τσικνοπέμπτη σήμερα – Του Παναγιώτη Αναστόπουλου

Ας θυμηθούμε: Το πέταγμα του χαρταετού την Καθαρά Δευτέρα

Παν. Αναστόπουλος