1821 Η Επανάσταση των Ελλήνων για την Ελευθερία του Έθνους Αγώνας Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος

Δημήτριος Παναγιωτόπουλος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος

Σήμερα συμπληρώνονται Διακόσια χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Η πολυετής ιστορική εμπειρία μας και η ειδική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα αφενός με την πανδημία, και αφετέρου το δεκαετές μνημόνιο και τις συνέπειες του, αλλά και τα αναδυόμενα προβλήματα διεκδικήσεων γεωπολιτικής φύσης από τρίτους, οφείλουμε να μη χάνουμε απ’ τα μάτια μας τις Θερμοπύλες της σύγχρονης Ιστορίας μας, όπως το χάνι της Γραβιάς, την Αλαμάνα, τα Δερβενάκια, το Μεσολόγγι και το Βαλτέτσι. Το Βαλτέτσι για το οποίο ο Φιλήμων είπε πως «Εάν η 25 Μαρτίου εγένετο ο Ευαγγελισμός της ελληνικής επαναστάσεως, ωμολογήται η 12 Μαΐου ως το Πάσχα της ελληνικής αναστάσεως» .
Σε κάθε εποχή, για την αντιμετώπιση της Βαρβαρότητας, οι Θερμοπύλες ορίζουν αξίες και νοήματα στο μέτρο του ανθρώπου. Οι Έλληνες το 1821 επιβεβαίωσαν το Δημάρατο, Βασιλιά των Λακεδαιμονίων, ο οποίος πριν τη μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.) στην ερώτησή του Ξέρξη « ἂν θὰ τολμήσουν οἱ Ἕλληνες νά τοῦ ἀντισταθοῦν» εκείνος του απάντησε ότι: “Ἡ Ἑλλάδα παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα εἶναι ἐφοδιασμένη μὲ Ἀρετὴ ποὺ κερδήθηκε μέ την Σοφία καί τον κυρίαρχο Νόμο. Ὁπλισμένη μὲ αὐτό το Ἦθος ἡ Ἑλλάδα ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς Πενίας καί τοῦ Δεσποτισμοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ Ἑλληνικό Πνεῦμα”. Αυτό το πνεύμα πρόβαλε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατά την κήρυξη της επανάστασης του 21 στις παραδουνάβιες χώρες: «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

Α. Των Ελλήνων Όνειρο η Παλιγγενεσία
Η επανάσταση του 21 συνοψίζει τον πόθο των Ελλήνων προς εκπλήρωση του ονείρου της παλιγγενεσίας. Ο αγώνας αυτός ενέπνευσε πόθο και πάθος σε πολλούς λαούς για εθνική ανεξαρτησία παρά το Status Quo, που επέβαλε τον καιρό αυτό η σιδηρά πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Το πρόβλημα της μορφής εξουσίας και του τρόπου κυβερνητικής διαχείρισης, παρίσταται ως αίτημα των λαών το 18ο αιώνα, το οποίο συμπυκνώθηκε στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, προβαλλόμενης έντονα στα τέλη του 19ο Αιώνα. Οι ιδέες αυτές εκφράζονται απόλυτα στη Νομαρχία του ανώνυμου Έλληνος και το Ρήγα Βελεστινλή – Φεραίου, ο οποίος διακήρυττε: «Απαλλαγή από τους τυράννους, Εθνική Ανεξαρτησία κάθε Έθνους, Σεβασμός των εθνικών κτισμάτων και της Ανεξαρτησίας κάθε άλλου Έθνους και τη δημοκρατία ως προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας».

Η επανάσταση του ‘21 έθεσε, οντολογικό, ανθρωπολογικό αίτημα, υπάρξεως δηλαδή των Ελλήνων ως έθνους, σε τόπο των προγόνων τους, με τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα Τα στοιχεία αυτά καθιστούν ένα λαό έθνος, με κοινωνική οντότητα και Εθνική Ανεξαρτησία με το δικό του θρησκευτικό συναίσθημα και πολιτισμό. Στον ιστορούμενο ξεσηκωμό των Ελλήνων για την Ελευθερία δεν πρέπει να μας διαφεύγει η απύθμενη βαρβαρότητα που υπέστησαν οι υπόδουλοι Έλληνες στον Οθωμανικό ζυγό για τέσσερις Αιώνες με το Χαράτσι και το παιδομάζωμα, που κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο έφτασαν το 1.000.000 παιδιά ή κατά τη γαλλική εκδοχή τα 5.000.000 παιδιά. Επίσης δεν πρέπει να διαφεύγει η απόλυτη εξαθλίωση των προσώπων και η βίαιη επιβολή αλλαγής πίστεως στους Έλληνες που έφτανε και στον εξανδραποδισμό. Αυτά εκτός των άλλων άσκησαν βαθύτατη επίδραση στις ψυχές των σκλαβωμένων Ελλήνων αλλά και άλλων χριστιανικών λαών. Στη διάκριση του έθνους των Ελλήνων ως προς το βάρβαρον διατυπώνει ο Ηρόδοτος και επισημαίνει: «απεκρίθη εκ παλαιτέρου του βαρβάρου έθνεος το ελληνικόν, εόν και δεξιώτερον και ηλιθίου ευηθείης απηλλαγμένον μάλλον […]» . Η σύνδεση με την ελληνική αρχαιότητα κατέστη τρόπος έμπνευσης προς εθνική αξιοπρέπεια, ως μια υπομόχλια προσπάθεια για ιστορική μεγαλουργία. Την αδιάκοπη όμως ύπαρξη του ελληνικού έθνους, δεν επιτρέπεται να τη συγχέουμε, «με τη λεγόμενη συχνά «προγονοπληξία», όπως τονίζει ο Κ. Δεσποτόπουλος, αλλά με τη νηφάλια επίγνωση από τους σημερινούς Έλληνες των αρχαιότατων εθνικών τίτλων τους ως ένα τρόπο για θαυμαστά έργα.

Β. Για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία

Από τα μέσα του 17ου Αιώνα σε πολλούς λαούς τέθηκε το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, για την απόκτηση εθνικής οντότητας, όπως η ανεξαρτησία της Αμερικής το 1776 και πολλών χωρών της Ευρώπης (βλ Γαλλία). Οι ιδέες αυτές όσο κι αν επηρέασαν και το υπόδουλο γένος των Ελλήνων, τούτο δεν μπορεί να συσχετισθεί άμεσα με το ξεσηκωμό των Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν αναζητούσαν την ανεξαρτησία τους ως ένα κράτος αλλά την ελευθερία τους, ως έθνος υπόδουλο αιώνων στον Οθωμανικό ζυγό, γι αυτό και τίθεται πρώτο το ζήτημα «για του Χριστού την πίστη την Αγία» γιατί είναι κυρίαρχα αντίθετη στο θρήσκευμα των Οθωμανών κατακτητών.
Τι σημαίνει όμως Ελευθερία για τους Έλληνες; Αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό, στην Ελληνική Νομαρχία στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, όπου τονίζεται ότι: «ἐλεύθεροι εἶναι μόνον οἱ ἰσχυρότεροι, εἰς μὲν εἰς τὴν μοναρχίαν, οὐδεὶς δὲ εἰς τὴν τυραννίαν, καὶ ὅλοι εἰς τὴν νομαρχίαν» . Αυτήν επικαλείται και αναφωνεί και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο (24 Φεβρουαρίου του 1821): «…Ας καλέσουμε, ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερία, στη γη της Ελλάδος! Ας πολεμήσουμε, στους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, για να μας αφήσουν ελευθέρους, πολέμησαν και πέθαναν εκεί. …Το αίμα των τυράννων, δεν είναι δεκτό, στη σκιά του Θηβαίου Επαμεινώνδα, του Αθηναίου Θρασύβουλου… Στα όπλα, λοιπόν, η Πατρίδα, μας προσκαλεί!». Όπως και ο Θ. Κολοκοτρώνης τόνισε : «ως μία βροχή έπεσεν σ’ όλους η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμεν σ’αυτό το σκοπό και κάναμεν την επανάσταση» . Ο Φώτης Κόντογλου επίσης επισημαίνει ότι: «Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούνε σε επανάσταση καταπάνω στον Τούρκο δεν ήτανε μονάχα η στέρηση και η κακοπάθηση του κορμιού, αλλά, απάνω απ’ όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους, μποδίζοντάς τους από τα θρησκευτικά χρέη τους, αλλαξοπιστίζοντάς τους και σφάζοντας ή κρεμάζοντάς τους, επειδή δεν αρνιότανε την πίστη τους για να γίνουνε μωχαμετάνοι».

Η πίστη επομένως και η πατρίδα στον ελληνικό κόσμο είχαν ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό που πολλοί για να σώσουν τη πίστη και την ψυχή τους, ζούσαν στα βουνά, οι λεγόμενοι «κλέφτες», καθότι είχαν απόλυτη συνείδηση πως: «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη θροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!». Όπως τόνιζε δε, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προς τους απανταχού Έλληνες: «Δέος και θαυμασμό προκαλεί το μεγαλείο της Πίστης, της Αυταπάρνησης και της Αυτοθυσίας ενός “παράτολμου” εγχειρήματος»: “Καλῶς λοιπόν γιγνώσκετε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφείλομεν κοινῶς πάντες νὰ προτιμήσωμεν τὸν Θάνατον μᾶλλον ἥ τὴν Ζωὴν. Πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας. Δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς Πατρίδος. Τρίτον δὲ ὑπέρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ τοῦ Κυρίου. Καὶ τέταρτον ὑπέρ συγγενῶν καὶ Φίλων.” Το ίδιο τονίζει και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα : «έκοψα ευθύς 2 σημαίες με σταυρό και εκίνησα», όπως κι ο Διάκος, που ύψωσε τη σημαία της επανάστασης με «χρώμα λευκό στη μια όψη κα στην άλλη τον Αγιώργη με τη φράση: Ελευθερία ή Θανατος» και ως άλλος Λεωνίδας πότισε το δένδρο της λευτεριάς με τη θυσία του στην Αλαμάνα μαζί με τον επίσκοπο Σα¬λώνων Ησαΐα. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου, κατέστησε την Αλαμάνα τις Θερμοπύλες του νεώτερου Ελληνισμού, θυσία την οποία εύγλωττα αποδίδει ο Δ. Σολωμός:
‘’Ω τρακόσιοι ! σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε μας
τα παιδιά σας θελ’ ίδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας’’

Κατά συνέπεια οι Έλληνες στήριξαν απόλυτα τον αγώνα τους στην χριστιανική του πίστη και αυτό φαίνεται στο σύνθημα «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, ούτε στον κόσμο όλο, όπως τονίζει ο γέρος του Μωριά. Αναφερόμενος δε, στον όρκο «ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν» επισημαίνει την έκκληση: «Παναγιά μου, βοήθησε σε παρακαλώ να απαλλαγούμε από τους εχθρούς του Υιού σου, τους Μωαμεθανούς. Για την πίστη στον Υιό σου επαναστατήσαμε, βοήθησε τον αγώνα μας να μη γίνουμε πάλι σκλάβοι, αλλά να ζήσουμε ελεύθεροι, Ναι, Παναγιά μου, εσύ που είσαι προστάτης του γένους μας και με το θαύμα σου δώσε μας τη νίκη και την ελευθερία που έφερε στον κόσμο ο Υιός σου […]. Την πάσα ελπίδα τους σας αναθέτουμε, Μητέρα του Θεού, φύλαξόν μας υπό την σκέπην Σου».
Το ίδιο αίσθημα προβάλλει και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης προς τον Κολοκοτρώνη σε επιστολή του, επισημαίνοντας του: «Ιδού ο Θεός μεθ’ ημών, ος επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Ο Παντοκράτωρ Θεός δεν μας αφήνει εις την διάκρισιν του εχθρού. Αλλά είναι σύμμαχός μας, καθώς πολλάκις το είδομεν και άμποτε εις το εξής διά της δυνάμεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και διά της ενεργείας και γενναιότητός σας να αφανισθή ο εχθρός εξ ολοκλήρου.»

Αυτή η ισχυρή πίστη στύλωσε απόλυτα την ψυχή των Ελλήνων και τους οδήγησε στην ομόθυμη απόφαση ή να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν, θέτοντας στη σημαία το «Ελευθερία η Θάνατος». Αυτή η βαθιά συνείδηση για την ιδέα της Πατρίδας και η στέρεα πίστη που είχαν οι αγωνιστές του 21, προβάλλεται απόλυτα σ’ όλη την κλεφτουριά και έντονα στους καπεταναίους. Στην πρόσκληση του Μάρκου Μπότσαρη και του Κίτσου Τζαβέλα προς τους κατοίκους της Πάργας, είναι χαρακτηριστικός ο Χριστιανικός τόνος : «Είμεθα Έλληνες, πιστοί στον όρκο μας, σταθεροί στην απόφαση μας, και με το Σταυρό μπροστά, και τα όπλα στα χέρια, προτιμάμε να κατεβούμε στους τάφους, χριστιανοί και ελεύθεροι, παρά να ζήσουμε σκλάβοι, χωρίς θρησκεία, χωρίς πατρίδα, χωρίς τιμή»!
Τα παραπάνω βεβαιώνουν απόλυτα ότι χωρίς την ακλόνητη πίστη στο Χριστό η θυσία των Ελλήνων δεν θα αποφασιζόταν εύκολα, ενώ ο αγώνας αυτός θα ήταν ακόμα πιο δύσκολος στην πορεία. Το κοινό και ισχυρό αίσθημα όλων των επαναστατημένων δυνάμεων στην Χριστιανική πίστη ήταν καθοριστικό της έντασης και του πάθους που προσδιόρισε σε ύψιστο βαθμό τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Μέσα από αυτή την λάμψη των ιδιοτήτων της ελληνικής φυλής, με πνευματικό υπόβαθρο ιστορικής συνέχειας και διάρκειας, με έκσταση εθνικής αυτογνωσίας και ασύλληπτη υπευθυνότητα για τους καιρούς εκείνους, οδηγείται στο θαύμα η πορεία για την Ελευθερία (Σταμέλος, σ. 12).

Γ. Κοινότητα των Ελλήνων, Ελευθερία –Δημοκρατία
Στην έναρξη της επανάστασης τον υπόδουλο Έλληνα, το «ραγιά» τον απασχολεί η ελευθερία και το να ξαναειπωθεί Έλλην. Δεν τον απασχολεί απλά να γίνει η Ελλάδα ένα όποιο κράτος, αλλά να συνταχθεί ως έθνος για να γραφτεί στον κατάλογο των εθνών όπως τονίζει ο Μακρυγιάννης. Στις αρχές του αγώνα του 1821 τίθεται ήδη πολύ νωρίς και το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και της διοίκησης με τις αρχές της Δημοκρατίας και προβάλλονται φιλελεύθερες ιδέες για την εξασφάλιση Συντάγματος ενάντια σε κάθε μορφή αυταρχικής εξουσίας. Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελούσε περιεχόμενο της Επανάστασης. Τέθηκε , όμως αμέσως μετά τις πρώτες επιτυχίες και την εγκαθίδρυση της στην μέχρι τότε ελεύθερη Ελλάδα ως συγκρότηση Συνταγματικής τάξης. Τούτο κατά την άποψή μας σκοπόν είχε κυρίως να ελέγξει την επανάσταση και τους καπεταναίους παρά να εγκαθιδρύσει τη Δημοκρατία. Στα χρόνια του σκληρού αγώνα, χωρίς καμία πολιτική βεβαιότητα εθνικής οντότητας και σε αβέβαιους καιρούς, τέτοια διοίκηση θα ήταν θνησιγενής και όσο κι αν είχε καλές προθέσεις θα ήταν και επιβλαβής για τον αγώνα που απαιτούσε επαναστατική ομαιχμία . Για την περίσταση μάλλον ήταν μια εκπληκτική μέθοδος, ευγενές άλλοθι ελέγχου της εξουσίας κατά την επανάσταση, με τη γραφή και τον λόγο, τον άγνωστο αυτόν τρόπο για τους αγωνιστές οι οποίοι είχαν την έννοια τους στη λευτεριά με το σπαθί στο χέρι .
Ο κατ’ ιδέα δημοκρατικός τρόπος συγκρότησης εξουσίας τελικώς έγινε προνόμιο αυτών που είχαν και προς τούτο καταλλήλως εκπαιδευτεί όπως ο Μαυροκορδάτος, ο Νέγρης και ο Κωλέτης περισπούδαστος γιατρός στη Γαλλία και με μεγάλη εμπειρία στα τερτίπια δίπλα στον Αλή Πασά, ώστε με ευγενή και «δημοκρατικώ τω τρόπω» να ελέγξουν την επανάσταση και τους φυσικούς ηγέτες της, μετά την επιτυχή έκβαση του αγώνα στο πεδίο των μαχών και στα ταμπούρια. Αβίαστα προκύπτει και άμεσα άλλωστε από τη φύση των πρώτων δομών εξουσίας και τον τρόπο συμμετοχής σε αυτές ο έλεγχος της εξουσίας δια πληρεξουσίων, με την αναγκαία επιρροή που απαιτείτο για την ανάδειξη τους και στις τρεις πρώτες δομές: Πελοποννησιακή Γερουσία, Δυτική και Ανατολική χέρσος Ελλάς και τους χάρτες- «Συντάγματα», όπως και στη συνέχεια στις εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου και της Τροιζήνας. Ο τρόπος της εθνοσυνέλευσης, σε καιρό επανάστασης κατά του Οθωμανικού ζυγού, ήταν η μέθοδος επικράτησης της τότε ελίτ και των προυχόντων, όπου παρά την όποια καλή θέληση από το αποτέλεσμα κρίνεται ότι έβλαψε πάρα πολύ την επανάσταση. Έφερε δε, και σε πολύ δύσκολη κατάσταση τους πρωτοκαπετάνιους, Κολοκοτρώνη, Ανδρούτσο, Καραϊσκάκη, στο σπαθί των οποίων στηριζόταν η Επανάσταση και τους οποίους έσπρωχνε στην εξόντωση. Στον τρόπο αυτό της συγκρότησης της πολιτείας εντός της επαναστατικής εμπόλεμης κατάστασης εθνικού Αγώνα, ήταν απόλυτα φυσικό να λείπει η δικαιοσύνη και ο ορθός και δίκαιος τρόπος χειρισμού των προσώπων και των επαναστατικών πραγμάτων που ανέμεναν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Στις εθνοσυνελεύσεις καταγραφόταν η διάσταση θέσεων ανάμεσα στη διοίκηση των δομών εξουσίας και στην επαναστατημένη πραγματικότητα την οποία εξέφραζαν οι μαχόμενοι Έλληνες η «κλεφτουριά» με τους καπεταναίους. Την αναγκαιότητα της δικαιοσύνης επισημαίνει ο Αδ. Κοραής σε γράμμα του προς τον Οδ. Ανδρούτσο, πως «…Μόνη η δικαιοσύνη φέρει την ελευθερίαν, την δύναμιν και την ασφάλειαν.
Όπλα χωρίς δικαιωσύνην, γίνονται όπλα ληστών, ζώντων εις καθημερινόν κίνδυνον να στερηθώσι την δύναμιν από άλλους ληστάς, ή και να κολασθώσιν ως λησταί από νόμιμον εξουσίαν.
Η ανδρεία χωρίς την δικαιοσύνην είναι ευτελές προτέρημα, η δικαιοσύνη, αν εφυλάσσετο από όλους, ουδέ χρείαν όλως είχε της ανδρείας.
Και αυτή του Θεού η παντοδυναμία ήθελ’ είσθε χωρίς όφελος διά τους ανθρώπους, αν δεν ήτον ενωμένη με την άπειρον δικαιοσύνην του…» . Αυτό το γράμμα πρέπει να άσκησε απόλυτη επιρροή στον Ήρωα ώστε να παραδοθεί προσμένοντας να δικαστεί δίκαια για τις κατηγορίες που του προσήπταν, κι αντ’ αυτού βρεθηκε άδικα κατακρημνισμένος τη νύχτα της 4ης Ιουνίου του 1825 στο βράχο της Ακρόπολης, με πολύ αρνητικές συνέπειες για τον αγώνα.
Η δια των πληρεξουσίων διχαστική λογική τελικώς, όχι μόνο δικαιοσύνη δεν μπορούσε να θέσει αλλά ούτε στοιχειώδη σύμπνοια και επιβαλλόμενη σύμπλευση αντιμετώπισης των αναγκών του πολέμου ο οποίος ήταν σε επικίνδυνη φάση. Αυτό έγινε απολύτως φανερό μετά τον πρώτο δανεισμό το 1823 που αναπτύχθηκε η διχόνοια, και η αγγλική πολιτική επέβαλε τον Γ. Κουντουριώτη προσωρινό Πρόεδρο κυβέρνησης στην θέση του νόμιμα εκλεγμένου Π. Μαυρομιχάλη. Στον β΄ εμφύλιο δε, τον Ιούνιο 1825, οι δανειστές του Λονδίνου εκβιαστικά απαιτούν την εκτέλεση του Κολοκοτρώνη και των λοιπών “προδοτών” . Τον ίδιο καιρό και με τον ίδιο τρόπο, επιχειρείται η δολοφονία του Καραϊσκάκη, του Θ. Κολοκοτρώνη, του Βαρνακιώτη, του Βισβίζη, ενώ δολοφονούνται ο Π. Κολοκοτρώνης, και ο Οδ. Ανδρούτσος όπως αναφέραμε. Μέγα θαύμα αποτελεί το ότι ο Κολοκοτρώνης στην Επανάσταση κατάφερε και μέσα στο πολιτικό πεδίο του αγώνα να παραμείνει ζωντανός, και να εξασφαλίσει από την Συνέλευση της Τροιζήνας την απόφαση υπέρ του Καποδίστρια.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι η αγγλική πολιτική δεν είναι βέβαιον για το τι ελεύθερο ελληνικό κράτος ήθελε, το σίγουρο είναι ότι δεν ήθελε τη Ρούμελη ούτε και να συνορεύει με τα Ιόνια νησιά . Τεκμήριο σ’ αυτό αποτελεί η υπόδειξη του στρατηγό Hamilton στον Κολοκοτρώνη όταν του είπε “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”, ο οποίος του απάντησε καταλλήλως .

Η πολιτική αυτή ελέγχου της εξουσίας των επαναστατημένων, με συνεργό τον ξένο παράγοντα, γέννησε τη αξιοποιήσιμη γι’ αυτόν διχόνοια, «αχίλλειο πτέρνα» του αγώνα αλλά και τους εμφυλίους πολέμους. Μετά το 1823 και τα δύο αυτά κατέστρεψαν ακόμα και τις νεοτεριστικές δημοκρατικές ιδέες και κινδύνεψε να σβήσει κάθε επαναστατική εστία που είχε στηριχτεί στο πάθος για λευτεριά και στην ομόνοια για την οποία ο γέρος του Μωριά τονίζει: «ηθέλαμεν κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν και ίσως φτάναμε κι ως την Κωνσταντινούπολη» .
Το ρόλο εκείνων που θέλησαν να εκμεταλλευθούν τον αγώνα για ανεξαρτησία για ιδιοτελείς σκοπούς αποτυπώνει ανάγλυφα και ο Μακρυγιάννης: «[…] όσα έπαθε η πατρίς δια τους νόμους και το καλό αυτεινών και όσα παλικάρια σκοτώθηκαν , δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων. Κατοικίσαμεν μέσα στα σπήλαια και ζούνε με τα θηρία και ρημώσαμε τους τόπους και γίναμε παραλυσία του κόσμου» […]»(Α΄, σελ.21). Ο ίδιος συνεχίζει: «Ό, τι διχόνοιαν έχομεν αναμεταξύ μας το να το κόμμα με τα’ άλλο (όπού η καλωσύνη σας μας κάμετε κόμματα […] και πρέπει να μονοιάσουμεν αναμεταξύ μας […]» (Β΄, σ.246).
Παρά ταύτα όμως ο καημός των Ελλήνων για να δουν την πατρίδα και το γένος ως έθνος ελεύθερο, ήταν πολύ πιο μεγάλος.
Στον ορίζοντα της πατρίδας όσα γεννούν τη χαρά και τη λύπη ακόμα και οι πεποιθήσεις είναι ζητήματα που αφορούν όλους και όχι ατομικές υποθέσεις γι’ αυτό αναζητάται η αλληλεγγύη και η συνυπευθυνότητα να «Είμαστε εις το «εμείς», κι όχι εις το «εγώ», όπως έξοχα το προβάλλει ο Μακρυγιάννης (Β΄σ. 253) πεπεισμένος ότι το ιδιωτικό το καθορίζει το κοινόν και ακολουθεί. Γιατί όπως έχει τονισθεί από τον Hράκλειτο, μόνο τότε ακόμα και το εγώ, αποκτά νόημα και λογοδοτεί στο συλλογικό, το κοινόν δηλαδή εμπεριέχει το λόγο της κοινότητας, λόγο που αναδεικνύει τη συλλογικότητα μέσα στην οποία υφίσταται και η ατομικότητα. Η συλλογικότητα είναι που προσδιορίζει τον ορίζοντα του ελληνικού πολιτισμού , της πόλεως, τόσο στην κλασσική εποχή όσο και στο βυζάντιο αλλά και στα χρόνια της σκλαβιάς.
Στον ορίζοντα αυτόν κινείται η σκέψη των αγωνιστών του ‘21 και είναι πεπεισμένοι ότι, οι πολλοί δεν μπορούν να ζήσουν έχοντας ιδιωτική φρόνηση. Οι αγωνιστές δεν προβάλλουν ιδιωτική βούληση, «ιδία φρόνηση» του ιδιώτη, αλλά λόγο και δράση κοινής βούλησης τον κοινό λόγο ελευθερίας της Πατρίδας. Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται και στον Aριστοτέλη: «πρότερον δε τη φύσει πόλις ή έκαστος ημών έστιν». Προηγείται η πόλις, η κοινωνία είναι πάντοτε ένα πρότερον, ένα «πριν» από το «έκαστος ημών». O καθένας από μας έρχεται μετά από την πόλιν, υπακούει στην πόλιν (Πολιτικά, 1253α, 18), τούτο προβάλλει και ο λόγος του Μακρυγιάννη όπου σήμερα ο πληθυντικός του «εμείς» αποκτά ακόμα μεγαλύτερο νόημα όχι μόνο για τον Έλληνα αλλά για τον κόσμο ολόκληρο όπου στο globalization διάγουμε απόλυτη φθορά ως άνθρωποι υπό το κράτος της απολύτου ατομικότητας με αποστροφή κάθε έργου κοινού λόγου.
Κριτήρια της κοινότητας, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στον ελληνικό πολιτισμό, ορίζονται ήδη στον Ηρόδοτο ως : 1) το όμαιμον τε 2) το ομόγλωσσον, 3) και τα των θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι 4) ή θεά τε ομότροπα». Αυτή τη θέση προβάλλει ο Μακρυγιάννης όταν λέει «[…] Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζεί αυτός και οι συγγεννείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών, βάρος της γής […]» (Α΄, σελ.20).
Στην επανάσταση του 1821 το όνειρο είναι η εθνικά ανεξάρτητη κοινωνία Ελευθέρων Ελλήνων, συγκροτημένη με ομότροπα ήθη, δικαιοσύνη, και τον δικό της πολιτισμό. Αυτά τα ήθη εμπεριέχουν και την κοινή αντίληψη για το Iερόν, για το Θείον, είναι η κατακλείδα που εκφράζεται στο «όλοι μαζί». Επειδή σε κάθε συγκροτημένη κοινωνία, η συνείδηση περί του «Iερού» είναι πάντοτε ένα συλλογικό θέσμιον, θέσμιον της Πόλεως με την έννοια ότι δεν υπόκειται στην ατομική ευαισθησία του «πιστεύω», «δεν πιστεύω », μου αρέσει δεν μου αρέσει αλλά στην πίστη της κοινότητας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, στην Αθήνα ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο με την αιτιολογία ότι, «ου θεούς νομίζει ους η Πόλις νομίζει».
Αυτή την αντίληψη επιβεβαιώνει ο εθνικός ποιητής Δ. Σολωμός όταν χαρακτηρίζει Iερά τα κόκκαλα των Eλλήνων, επειδή το Iερόν είναι και σημείο αναφοράς στο κοινόν των Eλλήνων όπως το θείον. Το κοινον όμως μόνο σε κοινωνία Ελευθέρων ανθρώπων, παίρνει σάρκα και οστά ως: «το ταυτόν και έτερον», στο οποίο κοινόν δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί η αντικειμενική υπόσταση του ετέρου γιατί με τη δικαιοσύνη πιστοποιείται το ταυτόν δια του ετέρου και επιβεβαιώνεται το κοινόν.
Αυτή η πατρίδα αποτελεί κοινή αίσθηση των Ελλήνων του 21 την οποία προβάλλει άριστα ο Μακρυγιάννης όταν λέει ότι: «… αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ΄χω, στραβός θα να είμαι» (Aπομ. Μακρυγιάννη ), ή ότι «[…να είμαστε με τη διοίκησιν και με τους νόμους, να δυναμώνει γενικώς η πατρίδα και όχι τα άτομα» (Α΄, σ. 155). Αυτός ο απλοϊκός λόγος αποτελεί συνέχεια στο λόγο του Θουκυδίδη, ο οποίος τόνισε : «Νομίζω ότι περισσότερο όταν η πόλη ευημερεί, ωφελεί τους ιδιώτες, παρά όταν ευπραγεί ο κάθε πολίτης ξεχωριστά, ενώ συλλογικά η πόλη σφάλλει. Γιατί, ακόμη κι αν τα καταφέρνει για τον εαυτό του, ο πολίτης συμπαρασύρεται στη φθορά όταν καταστρέφεται η πατρίδα, ενώ αν αυτός κακοτυχεί σε πατρίδα που ευτυχεί, τότε κι αυτός διασώζεται». Έτσι, ανάμεσα στον Θουκυδίδη, τον Μακρυγιάννη και το σύγχρονο λόγο (βλ. Σεφέρη), συγκροτείται μία ταυτότητα πολιτειακής αντίληψης στους Έλληνες, που διαρκεί τουλάχιστο τρεις χιλιάδες χρόνια.

Δ. Ανεξάρτητη Ελλάς και δολοφονία της ελευθερίας

Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827 εξελέγη Κυβερνήτης της Ελλάδος ο Ιωάννης Καποδίστριας ο οποίος αν και είχε αποδεχθεί την εκλογή του τον Αύγουστο του 1827 έφτασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1828. Άργησε να έρθει στην Ελλάδα γιατί, ως κορυφαίος της εποχής διπλωμάτης και υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας γνώριζε ότι για να κυβερνήσει τον τόπο αυτόν έπρεπε να εξασφαλίσει τη στήριξή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων γι’ αυτό τις επισκέφτηκε πριν αναλάβει. Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι τον Μάιο του 1827, και αμέσως μετά την εκλογή του Καποδίστρια, η Γ’ Εθνοσυνέλευση ψήφισε το τρίτο Σύνταγμα εν μέσω εξέλιξης και έκβασης του αγώνα το οποίο κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση «υπερέβαινε όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής του ως προς την εφαρμογή των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεωδών». Ήταν μεγάλη επιθυμία κυρίως αυτών που ήταν εμπνευσμένοι από τα κυρίαρχα φιλελεύθερα ιδεώδη της εποχής σε διάσταση με την κρατούσα διεθνή πολιτική κατάσταση και την επαναστατική πραγματικότητα, το οποίο όμως καλείται να θέσει σε εφαρμογή ο Καποδίστριας. Ένας εξαίρετος πολιτικός, τίμιος και θεοσεβούμενος πλην όμως συντηρητικών απόψεων ο οποίος κατά τα άλλα γνώριζε άριστα ποια ήταν η πολιτική κατάσταση διεθνώς και τι άρμοζε ως πολιτική πρακτική για την περίσταση για να δυναμώσει το κράτος των Ελλήνων έως ότου δυναμώσουν και οι Έλληνες. Άλλωστε όπως ο ίδιος διατύπωσε, το τόσο φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα ήταν σαν «ξυράφι στα χέρια μικρού παιδιού». Ήταν φυσικό λοιπόν να θέσει βέτο με την άφιξή του για το φύση του Συντάγματος και να αναγκάσει την Εθνοσυνέλευση να αναστείλει την ισχύ του, καθότι σε διαφορετική περίπτωση θα παραιτούνταν.

Στη διαμορφωμένη κατάσταση μετά και τον οκταετή ανηλεή πόλεμο των Ελλήνων, δεν ήταν ώριμη η κατάσταση για ένα τόσο ριζοσπαστικά φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα . Το πιο φυσικό θα ήταν να αφεθούν οι Έλληνες να τους κυβερνήσουν τα έμπειρα χέρια ενός Έλληνα πρώην υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου που εκτός των άλλων ήταν επιπλέον τίμιος!! Η πολιτική του Καποδίστρια, στην αρχή, ήταν πράγματι ηπίως αυταρχική, δεχόταν ισχυρές πιέσεις να αποκαταστήσει τη δημοκρατική ομαλότητα, όμως εκείνον τον απασχολούσε η φτώχεια και οι ανάγκες του λαού για την εποχή, μετά τον πολυετή αγώνα αίματος, τα ορφανά των αγωνιστών και η παιδεία.

Παρά ταύτα όμως ως πολύ δημοφιλής το καλοκαίρι του 1829 αποφάσισε να προκηρύξει εκλογές για Δ΄ Εθνοσυνέλευση και ενίσχυσε τη δημοτικότητά του, ενώ με τις περιοδείες γνώρισε καλύτερα τον τόπο που κυβερνούσε, μετά και την τελευταία μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας το 1829 και στην συνέχεια την απελευθέρωσης της Ελλάδος με τις δικές του προσπάθειες το 1830.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική του Καποδίστρια άφηνε απέξω τα τζάκια και τα προνόμια των κοτζαμπάσηδων και των καραβοκύρηδων. Έτσι με την προβαλλόμενη φιλελεύθερη ιδεολογία για δημοκρατία, διαμορφώθηκε μάλλον ένα άριστο πλαίσιο τριβής και φθοράς του Καποδίστρια την οποία με πάθος εξέφραζε, από το πρώτο φύλλο η αντιπολιτευόμενη εφημερίδας «Απόλλων» (11/3/1831), στην Ύδρα, του Αναστάσιου Πολυζωίδη. Κατάληξη όλων αυτών ήταν η δολοφονία του κυβερνήτη Καποδίστρια και η εν συνεχεία ανώμαλη περίοδος μέχρι το 1832 με Βιάρο και Αυγουστίνο. Έτσι αντί της Δημοκρατίας επεβλήθη ασμένως η ξενόφερτη απόλυτος μοναρχία με την άφιξη του Όθωνα ως Βασιλέα της Ελλάδος με την αντιβασιλεία των Βαυαρών Armansperg, Heideck και Maurer.
Κατανοείται επομένως πλήρως ότι η ελευθερία των Ελλήνων που κερδήθηκε με ποταμούς αίματος δεν θεσμοποιήθηκε από τους ίδιους τους Έλληνες αλλά μοναρχικώς καθ’ υπόδειξη του ξένου παράγοντα. Η ελευθερία της πατρίδος δολοφονήθηκε στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 με τη δολοφονία του πρώτου και τελευταίου Έλληνα Κυβερνήτη του Ιωάννη Καποδίστρια .
Από τότε αρχίζουν οι διωγμοί των αγωνιστών με τη γνωστή κατάληξη τους στα μπουντρούμια της πατρίδας, την οποία αυτοί με το σπαθί τους ελευθέρωσαν.

Αρχίζει έτσι ένας νέος αγώνας του ελληνικού λαού για να κυβερνηθεί η Ελλάδα με αρχές, νόμους και δικαιοσύνη και την καθιέρωση Συντάγματος στις 3 του Σεπτέμβρη το 1843.
Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδος με αίμα και θυσίες, η νέα αυτή απολυταρχική διοίκηση από τον Όθωνα και η μετέπειτα Συνταγματική Βασιλεία έθεσε στους Έλληνες τα θεμέλια του αιτήματος της λαϊκής κυριαρχίας, ενός αιτήματος το οποίο θα ικανοποιηθεί ουσιαστικά μόλις μετά τη μεταπολίτευση το 1974 με όλες τις αμαρτίες του πολιτικού συστήματος ενάντια στα συμφέροντα του Λαού και του Έθνους με δημοκρατική νομιμοποίηση ιδιαίτερα στα δέκα χρόνια της βαρβαρότητας των μνημονίων.

Συμπέρασμα
Καθίσταται πλέον απόλυτα σαφές ότι με την έναρξη της επαναστάσεως το πρόβλημα των Ελλήνων ήταν η Ελευθερία των Ελλήνων και η εθνική παλιγγενεσία και ανεξαρτησία στον ορίζοντα της χριστιανικής Πίστης όπως αυτήν βίωσαν οι Έλληνες στα χρόνια του βυζαντίου και ατσαλώθηκε στα χρόνια της σκλαβιάς . Το κάθε ένα από αυτά είχε το δικό του ειδικό βάρος και βαθμό ωριμότητας για τον καθέναν στην εποχή της επαναστάσεως και ήταν ανάλογη και σύμφωνη με την κοινωνική θέση και τοπική προέλευση.
Την πορεία της επανάστασης επηρέασε βαθειά το πολιτικό ίδιο συμφέρον και η προσκόλληση σε ξένα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων.
Εμείς οι νεότεροι Έλληνες, οι Έλληνες του σύγχρονου κόσμου στον καιρό της παγκοσμιοποίησης:
α. Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχνάμε πως, το 1821 για τους Έλληνες δεν είναι μια σημαντική, μια μεγάλη ιστορική ημέρα, αλλά ότι είναι χρόνος ανάδειξης της Πατρίδας των Ελλήνων ως έθνος, στο πλαίσιο των αρχαίων ιδεωδών και ιδανικών των προγόνων μας με την πίστη στο Χριστό. Την πίστη την αγία όπως αυτή σφυρηλατήθηκε στο βυζάντιο δια του Ελληνικού πολιτισμού, της Ελληνικής γλώσσας και των ιδεωδών της κοινότητας των Ελλήνων, η οποία κατέστη κυρίαρχη από τον Ιουστινιανό μέχρι και τα Χρόνια της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης το 1453. Αυτή η κοινότητα με την σε υψηλό βαθμό οικονομική ανάπτυξη και κυρίως την παιδεία οδήγησε τους Έλληνες το 1821 στον Αγώνα για την ελευθερία της πατρίδος.
β. Έχουμε χρέος, τις Υψηλότατες Αρχές του ελληνικού πολιτισμού, της Χριστιανικής Πίστης, ως πνεύματος Αληθείας, της Δημοκρατίας και της φιλτάτης Ελευθερίας, εναντίον κάθε ζυγού και τυραννίας, να τις διατηρήσουμε στο σύγχρονο κόσμο όχι ως απλή ανάμνηση αλλά ως φως και ζωή.
γ. Οφείλουμε να αναζητήσουμε την ελευθερία και το πνεύμα της αληθείας στη προσωπική ζωή και στην κοινωνία. Ένας – ένας και όλοι μαζί, οφείλουμε να ανακαλύψουμε εμάς και τους δίπλα μας. Να θέσουμε ξανά θεσμούς ανθρώπινους με πνεύμα αλληλεγγύης κοινοτικό με Αναθέσμιση παντού και τα ιδανικά να γίνουν φωτοδότης της πορείας μας ως έθνος .
Με τη δέουσα Τιμή και σεβασμό στεκόμαστε στην μνήμη του Ιερού Αγώνα των Ηρώων και Ηρωίδων του 1821, που για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία, ανάστησαν το γένος των Ελλήνων και τον Ελληνισμό.

 

[1] Βλ. Δ. Φωτιάδη, 1977, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21» Β’ Έκδοση ‘Ν.ΒΟΤΣΗ’ .

[2] Ηροδότου ιστορίαι, Ἱστοριῶν πρώτη ἐπιγραφομένη Κλειώ, παρ 60.3.

[3] Βλ. Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος – Ακαδημαϊκός – πρώην υπουργός Παιδείας, http://www.kathimerini.gr/718467/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/grammata-anagnwstwn

[4]  Ανωνύμου του Έλληνος,   “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ”  ήτοι Ύμνος εις την Ελευθερίαν.

[5] Ομιλία του Θ. Κολοκοτρώνη  στην Πνύκα 1838.

[6]  Η ιστορική προκήρυξη,24 Φεβρουαρίου 1821.

[7] Η Διακήρυξη  στις 28 Ιουνίου του 1821 προς τους κατοίκους της Πάργας

[8] Βλ. Αδ, Κοραής προς Οδυσσέα Ανδρούτσον, 1824.

[9] Αρκεί να διαβάσει κανείς τη σχετική επιστολή του Ιωάννη Ορλάνδου από το Λονδίνο στις 30/6/1825 με  Παραλήπτη τον Γ. Κουντουριώτη.  

[10] Βλ. Καρόλου Βαρώνου ΕΥΔΕΚ, Τα Των Βαυαρών Φιλελλήνων Εν Ελλάδι Κατά τα έτη 1826-1829. «  Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Βρετανοί δεν ήθελαν το Ελληνικό κράτος να συνορεύει με τους Ιονίους νήσους. Δεν ήθελαν δηλαδή ελεύθερη την Ρούμελην. Μην έχουμε την εντύπωση ότι όσοι ξένοι ήρθαν ήταν φιλέλληνες. Πολλοί ήταν πράκτορες και εξυπηρετούσαν αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα των χωρών τους».  Από τα  απομνημονευμάτα.   Σελ. 332-334

[11] Θ. Κολοκοτρώνης :«Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον».

[12]   Θ. Κολοκοτρώνης  στα απομνημονεύματά του  τονίζει: «Στον πρώτο χρόνον είχαμεν μεγάλη ομόνοιαν και όλοι τρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπεδο κι αν αυτή ομόνοια βαστούσε ακόμη δυο χρόνους, ηθέλαμεν κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν και ίσως φτάναμε κι ως την Κωνσταντινούπολη. Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουαν Έλληνα και φεύγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός κι ένα καράβι μια αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε. Ήρθαν  μερικοί και θέλησαν να γενούν μπαρμπέρηδες στου κασίδη το κεφάλι.

[13] Βλ. Τζοσαια Όμπερ ( 2020) Η άνοδος και η πτώση της κλασσικής Ελλάδας, Δώμα! Αθήνα..

[14] Στη συνθήκη αυτή, ο Yψηλάντης επισύναψε και μία ξεχωριστή επιστολή προς τους Oθωμανούς αρχηγούς, με την οποία τους διαβεβαίωνε “ως προς την ήσυχον οδοιπορίαν σας”. Τη συνθήκη υπογεγραμμένη και από Tούρκους στρατηγούς, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1829 την οποία προσκόμισε, ο Φιλήμονας στο ελληνικό στρατηγείο.

[15] τη δολοφονία του Καποδίστρια   σχολίασε Ο Γέρος του Μοριά   με τον ακόλουθο μύθο:

 «Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Σαμαρά,  για να απαλλαγούν από τα σαμάρια και από το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. ‘Έτσι κι έγινε.

Αμέσως όμως κατόπιν την κατασκευή ανέλαβαν οι καλφάδες (μαθητευόμενοι), μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους.

 ‘Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που τότε κατάλαβαν  ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το αναγκαίο καλό στο χειρότερο…».