Η ιστορία του Σταύρου

Η ιστορία του Σταύρου

Πολλές φορές οι οδηγοί των ταξί ακούνε απίστευτες ιστορίες από τους πελάτες και βιώνουν καταστάσεις που πραγματικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν σενάριο για ταινία. Ένα πρωινό, στο ταξί του Σταύρου μπήκε μια γυναίκα που έκλαιγε με λυγμούς. Όταν τη ρώτησε τι της συνέβη εκείνη του είπε ότι πήγε σε μια υπηρεσία του Δήμου να πάρει ένα χαρτί και ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της είχε παιδί με μια άλλη γυναίκα, το οποίο αναγνώρισε χωρίς εκείνη να ξέρει τίποτα!
Μια άλλη μέρα περίμενε στην πιάτσα των δικαστηρίων όταν ένα ζευγάρι ήρθε προς το μέρος του. Ο σύζυγος της κυρίας τού είπε να πάει τη γυναίκα στο σπίτι τους, στο Ωραιόκαστρο. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο όμως από τα δικαστήρια, η κυρία του ζήτησε να την πάει στο Πανόραμα. Του έδωσε πολύ καλά χρήματα και έφυγε. Μέχρι να κάνει αναστροφή ο Σταύρος είδε ότι μπήκε σε ένα αυτοκίνητο που την περίμενε εκεί και αγκάλιασε με πάθος τον οδηγό του. Μάλλον ο σύζυγος δεν μπορούσε καν να φανταστεί τη διαδρομή που θα ακολουθούσε η γυναίκα του!
Ένα βράδυ πάλι έβγαλε αρκετά χρήματα. Αυτή τη φορά από έναν Αθηναίο ο οποίος δε θυμόταν πού είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Είχε πιει αρκετά αλλά ευτυχώς θυμόταν τον αριθμό των πινακίδων. Γύρισαν όλο το κέντρο για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να εντοπίσουν το αυτοκίνητο. Επειδή όμως ήταν μεθυσμένος και ανίκανος να οδηγήσει, ο Σταύρος του πρότεινε να τον πάει στο ξενοδοχείο. Την άλλη μέρα θα ερχόταν να τον μεταφέρει μέχρι το αυτοκίνητό του δωρεάν. Έτσι και έγινε.
Μια άλλη μέρα μπήκε στο ταξί μια κυρία ημίγυμνη, χωρίς να φοράει μπλούζα και στηθόδεσμο. Όταν ο Σταύρος της είπε ότι δεν μπορεί να τη μεταφέρει αν δεν φορέσει κάτι, εκείνη έβαλε τις φωνές ότι ο ταξιτζής της πήρε τα ρούχα. Ευτυχώς όλοι στη γειτονιά ήξεραν ότι η συγκεκριμένη κυρία όταν δεν παίρνει τα φάρμακά της αναστατώνει γενικά τον κόσμο.
Άλλο ένα περιστατικό συνέβη στον Σταύρο που το θυμάται ως πολύ περίεργο. Ένας πελάτης που φαινόταν πολύ καθώς πρέπει κύριος με το που μπήκε στο ταξί άρχισε να βρίζει ασταμάτητα κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Μόλις έφτασαν στον προορισμό του σταμάτησε να βρίζει, τον πλήρωσε και έφυγε.

Χαρά Ζήκα