Η ιστορία της Ρουθ

Η ιστορία της Ρουθ

Στη γη του Ισραήλ πολύ συχνά έπεφτε λοιμός, όπως αναφέρουν οι γραφές. Σε μια τέτοια δύσκολη περίοδο, ένα ζευγάρι, ο Ελιμέλεχ και η Ναομί πήραν τους δυο γιους τους και πήγαν σε άλλη περιοχή για να γλιτώσουν. Οι γιοι παντρεύτηκαν ντόπιες γυναίκες, την Όπρα και τη Ρουθ, οι οποίες δεν ήταν χριστιανές. Μετά από κάποια χρόνια οι άντρες της οικογένειας πέθαναν και η Ναομί αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρογονική εστία.
Η Ρουθ θέλησε να ακολουθήσει την πεθερά της προφέροντας το περίφημο «Όπου και αν πας κι εγώ θα έρθω. Ο Θεός σου θα είναι και δικός μου Θεός». Οι δύο γυναίκες βρέθηκαν στη γη του Ισραήλ μόνες, φτωχές και απροστάτευτες. Η Ρουθ προσπαθούσε να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους μαζεύοντας τη σοδειά που έπεφτε από τους εργάτες στα χωράφια. Ο νόμος τότε προέβλεπε: ότι μάζευε κάποιος από αυτά που έπεφταν από την σοδειά, μπορούσε να μη τα επιστρέψει και να τα κρατήσει, προκειμένου να μπορούν να ζήσουν οι άποροι με αξιοπρέπεια.
Ένας ισχυρός και πλούσιος γαιοκτήμονας ερωτεύτηκε τη Ρουθ και διέταξε τους εργάτες να αφήνουν αρκετή σοδειά αμάζευτη. Έτσι η Ρουθ πήγαινε συχνά και κάποια στιγμή κατέληξε στο κρεβάτι του γαιοκτήμονα. Μετά έκαναν κι ένα γάμο για να νομιμοποιήσουν την ερωτική πράξη.
Έτσι, η ειδωλολάτρισσα Ρουθ από οικονομική μετανάστρια που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, με μια εκτός γάμου σεξουαλική ένωση που ξεπερνούσε τα θρησκευτικά δεδομένα της εποχής, έγινε αγία και προγιαγιά του μεγάλου βασιλιά Δαυίδ, που από τη γενιά του γεννήθηκε ο Ιησούς.

Χαρά Ζήκα
(Μπορείτε να επικοινωνείτε με τη Χαρά Ζήκα και να στέλνετε τη δική σας ιστορία που θα γίνει άρθρο στο e-mail: xarazika@gmail.com)