«Εγώ, Εμείς, Αυτοί»

Περιμέναμε ματαίως… Οι Αγάπες δεν ήρθανε … Τα τρένα φύγανε… Τα λουλούδια στη γλάστρα μαράθηκαν… Τί γύρευες θυμάσαι ; Τα ονείρατα έγιναν σύννεφα ανεμελιάς, τελείως άπιαστα κι αυτά… Τι βαρύ τίμημα να ζει κανείς στο κόσμο τούτο!!! Δε βοηθά η φαντασία! Το γαλάζιο πουκάμισο ξεθώριασε, το ρούχο ξέφτισε, τα μισά κουμπιά ξηλωμένα … Πώς έγινα έτσι; Ένα με το πουκάμισο μοιάζω πια! Διακατέχομαι από ειρωνία… Τί περίμενες από ένα σκάρτο σύστημα να έρθει να σε σώσει? Έχεις μυαλό νεογέννητου μου φαίνεται! Τώρα απέμεινε μόνο η λίμνη των κύκνων σε λα μινόρε να στριφογυρίζει στη σκηνή του εγκεφάλου μου! Ματαίως περιμέναμε… Ματαίως περιμένουμε… Κάνω υπόκλιση , η αυλαία έκλεισε! Τέλειωσε το έργο επί σκηνής! Ματαίως περιμέναμε! Τώρα σκορπούν λουλούδια στον τάφο μας ,διαβάζοντας με στόμφο επικήδειους για κάποιους άλλους, όχι για εμάς… Εμείς είμαστε οι άλλοι, όχι αυτοί ! Μη μας περιμένετε! Γίναμε ένα με τη γη που μας γέννησε… Ματαίως περιμέναμε… Ματαίως περιμένατε αυτό που δεν ήρθε ποτέ!

Πώς μπορεί κάποιος να μιλήσει για την Ελλάδα μέσα στην κατάρρευση; Φοβάμαι ότι παρά τον ωκεανό των λέξεων , η σκέψη μας εξακολουθεί να αφήνει ανέγγιχτο το νεοελληνικό ήθος με το οποίο χρεοκόπησε ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης, οργάνωσης και πολιτικής , στον οποίο στηρίχτηκε η μεταπολίτευση. Η κρίση ανέδειξε ανάγλυφα τις προκλητικές υστερήσεις όχι μόνο του πολιτικού συστήματος , αλλά την εν’ όλω αδυναμία του ελληνισμού να καταστεί μια νεωτερική κοινωνία. Προβάλλει επιτακτικά σήμερα πιότερο από ποτέ η ανάγκη όχι μόνο να ψηλαφίσουμε τις πληγές μας, αλλά η ανάγκη μιας ριζικής τομής. Το αίτημα ενός αναστοχασμού για μια νέα Στροφή , ανάλογη με εκείνη που υπαινίχθηκε ο Σεφέρης στον Μεσοπόλεμο. Τι κάνει αυτό το «μικρό κι αλαζονικό έθνος» ,όπως το ονόμαζε ο Νίτσε να ξεχωρίζει θετικά ή αρνητικά ; Γιατί άραγε η Ελλάδα , ενώ ήταν από τα πρώτα έθνη που κατά τον 19ο αιώνα υιοθέτησε τους πιο προχωρημένους ευρωπαϊκούς θεσμούς , ανακυκλώνει την ατελέσφορη πάλη της νεωτερικότητας με την παράδοση; Γιατί η συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου που σμιλεύτηκε στη Δύση παρέμεινε στην Ελλάδα ημιτελής; Γιατί ο Λόγος παραμένει υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα δεν εκταμιεύεται ως ατομική ευθύνη, δε γονιμοποιείται σε συλλογική Πράξη;

Η απόπειρα να ψηλαφίσουμε την κρίση σκοντάφτει στην επανάληψη των καταγωγικών ερωτημάτων , με τα οποία γράφεται ιστορικά το ελληνικό δράμα . Αυτό επιχειρώ να ανιχνεύσω διαχρονικά, την ελληνική ιδιαιτερότητα με άξονες τις έννοιες της ατομικής ευθύνης , της συγκρότησης του υποκειμένου, του εμφύλιου πάθους, της ελληνικότητας, του έθνους, του λαού, του λαϊκισμού.

Μέσα από την ιστορική διαδρομή αιώνων, διαφαίνεται ένας διαφορετικός τρόπος συγκρότησης του υποκειμένου. Στη μεν Δυτική Ευρώπη , σε ένα διαφορετικό θεολογικό πλαίσιο, την Επανάσταση της Μεταρρύθμισης και τον Διαφωτισμό, διαμορφώθηκε μια νέα ατομικότητα που ερμηνεύει τον κόσμο και την κοινωνία ορθολογικά , ενώ στην Ελλάδα το υποκείμενο διαμορφώνεται εθιμικά μέσα από την κοινότητα. Η ατομικότητα προχώρησε πολύ αργά και πολύ δειλά. Η αβαθής ελληνική νεωτερικότητα περιορίστηκε στην κοινωνική επιφάνεια των θεσμών, της οικονομίας και της τεχνολογίας. Αντί της κοινωνίας των πολιτών που υπερασπίζεται τον νόμο και λογοδοτεί σε αυτόν, οι συλλογικότητες της φυλής: Έθνος, Λαός, Οικογένεια, «Εμείς, Αυτοί». Κάτω από τα φτερά τους κουρνιάζουν όλες οι ιδιοτέλειες , βρίσκουν προστασία οι ανομίες. Ο λόγος της συλλογικότητας επισκιάζει τα πάντα και αναιρεί την ατομική ευθύνη . Τη στιγμή που οι Δυτικοί επέλεγαν την πόλη, τη λογική του Αριστοτέλη, την καλλιέργεια της επιστήμης και τον « ενδοκοσμικό ασκητισμό», η ελληνική ορθοδοξία με την παλαμική αντίληψη του ησυχασμού , στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση , επέλεγε να ομφαλοσκοπεί στα βουνά. Δυστυχώς και ο εθνορομαντισμός , η κυρίαρχη νεοελληνική ιδεολογία που επικράτησε αργότερα, επέτεινε το πρόβλημα.

Κι αν οι Γερμανοί χρειάζονται αρκετή από τη Διονυσιακή σοφία, για να νιώσει και ο Φάουστ τον ενθουσιασμό της ζωής , εκείνο που εμείς χρειαζόμαστε, είναι ακριβώς το αρνητικό είδωλο του Ζορμπά.

Μία νέα ατομικότητα , που θα τοποθετεί τη λογική πάνω από το πάθος της Ανατολής. Εδώ τίθεται το εξής ερώτημα , εξετάζοντας την ελληνική ιδιαιτερότητα, θέτοντας την ελληνική σκέψη στον καθρέφτη της Ευρωπαϊκής: Αθήνα ή Ιερουσαλήμ ; Ευκλείδης ή Νεύτων; Αντιγόνη ή Αντιγόνες; Μέσα από τις συγκρίσεις βγαίνουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα Σε αντίθεση με τους δεσποτικούς πολιτισμούς της Ανατολής , που προέκριναν ιστορικά την παθητικότητα , την υποταγή , την άρνηση του Εγώ και τη διάλυσή του μέσα στο Εμείς , στην Ελλάδα η αχαλίνωτη ελευθερία της βούλησης, διαμόρφωσε ένα διαφορετικό ανθρωπολογικό πρότυπο , που ύψωσε αλαζονικά τον ελληνικό εαυτό – όπως φαίνεται και από τις τραγωδίες – έως τα όρια της ύβρεως. Αυτό το υπερτροφικό Εγώ τον οδηγεί να αντιδρά στις κατά καιρούς δεσποτείες, αλλά ταυτόχρονα διατρέχει τους αιώνες ως «κατάρα του Οιδίποδα» . Μετατρέπει την κοινωνική ζωή σε ανταγωνισμό και τις δύσκολες εποχές έντασης σε εμφύλιο. Σημαντικά συμπεράσματα προκύπτουν και από τη συγκριτική ανάγνωση δυο μεγάλων μύθων, ενός ευρωπαϊκού κι ενός ελληνικού αντίστοιχα, όπως είναι ο «Φάουστ» και ο «Ζορμπάς». Κάπως έτσι, αναγκαζόμαστε να συγκεντρωθούμε στην αυτογνωσία. «Ανάγκα και Θεοί πείθονται»… Προσπαθείς να καταλάβεις Εσένα , όσο όμως πιο βαθειά προχωράς νιώθεις ότι δε διοχετεύεις αρκετή ενέργεια στο να συμβάλλεις να αλλάξει ο κόσμος. Πάραυτα, πρώτα πρέπει να μάθεις να επιβιώνεις συναισθηματικά.. Ταυτόχρονα πρέπει να επιβιώνεις και υλικά, να μπορείς βρε αδερφέ να ζήσεις σαν άνθρωπος! Κάπου βέβαια παρεκκλίνεις που και που, ενάντια στη μεθοδικότητα που τηρείς, και θες λίγο να ζήσεις, επιζητάς και λίγη ψυχαγωγία… Κάπου εκεί, περνάει κάποιος στο δρόμο και μου ζητάει τη τυρόπιτα που τρώω. Really shock! Αυτό που τρώω ; Tί γίνεται; ; Όσο κι αν μας κακοκαρδίζει αυτή η κατάσταση είναι εκατό φορές πιο ειλικρινής από την ψευτιά που ζήσαμε την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων. ( Πιστεύω βέβαια ότι στα προάστια εξακολουθεί να υπάρχει η εντύπωση της φούσκας και της προαστιακής ευτυχισμένης ζωής των προηγούμενων δεκαετιών).

Μετά από λίγο περνάει ένα ακόμα παιδάκι που ζητιανεύει , και ..μετά από καιρό για μια στιγμή σταματάς και σκέφτεσαι ενώ νιώθεις. Η σκέψη με το συναίσθημα μιλάνε χωρίς τη παράμετρο της συνήθειας… « Εγώ, Εμείς, Αυτοί»… Κι αναρωτιέσαι : Γιατί δεν έκανα τίποτα εγώ γι’ αυτό το παιδί , που στο δρόμο ζητιανεύει; Πώς από το σύστημα, όταν δεν κάνω εγώ κάτι; Πού πήγε η δική μου ευθύνη κι ανθρωπιά; Και κάπως έτσι ένα παιδί εμφανώς κακοποιημένο πέρασε από μπροστά μου, εγώ απλά έσκυψα το κεφάλι και εκείνο επέστρεψε στη «καθημερινότητά του» κι εγώ θα συνεχίσω τη ζωή μου ως data scientist που ασχολείται με την Αυτογνωσία! Βυθιστήκαμε τόσο στο παιχνίδι της κατανόησης και χάσαμε το παιχνίδι της πράξης. Κολλήσαμε στην παρατήρηση, χωρίς να συνεισφέρουμε στην αλλαγή. Καταφέραμε στόχους, αλλά όχι όνειρα. Το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου, ενός κόσμου που υπάρχει σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα . Ενός κόσμου, που όταν βλέπει ένα παιδί που δεν ικανοποιούνται τα βασικά δικαιώματά του, θα σταματάει για μια στιγμή «τον κόσμο» και θα φροντίζει να ικανοποιηθούν . Η κοινωνία μας είναι όλα αυτά τα παιδιά που αγνοήσαμε κι όλα αυτά που τα μάθαμε να αγνοούν. Πώς περιμένεις όλα αυτά να αλλάξουν; Τί περιμένεις για να γίνεις η ουσιαστική αλλαγή , για να κάνεις νέα αρχή; Ναι, είσαι μόνος σου, αλλά όλοι μόνοι δεν είμαστε; Μόνο όταν σταθούμε μόνοι μας θα μπορέσουμε να στηρίξουμε άλλους και κάποιοι από αυτούς θα επιλέξουν να στηρίξουν άλλους όταν έρθει η ώρα..Live by example!

Don’t get me wrong! …Τη γενιά μας τη βρίσκω εξαιρετικά προικισμένη , απλά σου παρουσιάζω το φορτίο που κουβαλάει, τη μάχη της που ξεκινάει από μέσα της. Αναζητά την ποιότητα ζωής και εμπειρίες, όχι υλικά αγαθά. Αναζητά ανθρώπινες σχέσεις, αναζητά τον εαυτό της. Πιστεύει, ελπίζει πέφτει και σηκώνεται. Δεν θέλει τη ζωή αυτών που τη μεγάλωσαν, θέλει να ζήσει, θέλει να γευτεί τη ζωή και να προσφέρει. Φαίνεται κυνική αλλά είναι ειλικρινής , ειλικρινής με ένα τρόπο που δεν έχουμε διδαχτεί . Επιλέγει να μην κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της , αλλά επιλέγει ταυτόχρονα να ελπίζει, πέφτει και σηκώνεται. Δε θέλει τη ζωή αυτών που την μεγάλωσαν (τη νεολαία), θέλει να ζήσει, να γευτεί τη ζωή και να προσφέρει. Φαίνεται κυνική αλλά είναι ειλικρινής μ’ έναν τρόπο που δεν είχαμε διδαχτεί. Επιλέγει να μη κρύβεται πίσω απ’ το δάχτυλό της, αλλά επιλέγει ταυτόχρονα να ελπίζει σε αυτό που δεν είδε ακόμα. Αντιλαμβάνεται όμως ταυτόχρονα ότι έχουμε το Τώρα. Άλλωστε αναγκάστηκε να το διδαχτεί μέσα από τη πραγματικότητα που το βίωσε και το βιώνει. Μια γενιά πραγματιστών, μια γενιά που επιλέγουν να ελπίζουν και να προσπαθούν!

«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα μέσα από διαδοχικά θαύματα»Ν.Καζαντζάκης Άραγε έχουμε ακόμα περιθώρια για θαύματα;

Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ